Το θερμόμετρο δείχνει (σχεδόν) 40 βαθμούς. Έχω πάρει το δρόμο από τον Κεραμεικό, για να βρεθώ στην οδό Μιλτιάδου, εκεί όπου τα τελευταία είκοσι χρόνια οι Callas εμπνέονται, προβάρουν και δημιουργούν. Από τη μουσική, τα εικαστικά και το σινεμά, μέχρι την κυκλοφορία περιοδικών και την ενασχόληση με τα φεστιβάλ και τις εκδόσεις, ο Άρης και ο Λάκης Ιωνάς έχουν καταφέρει να ζουν και να εργάζονται ως καλλιτέχνες – πράγμα ακόμη «ανήκουστο» για τα ελληνικά δεδομένα.
Ανεβαίνω στον τέταρτο όροφο του κτιρίου της Μιλτιάδου. Το αγαπημένο Velvet Room δεν θυμίζει σε τίποτα τις βραδιές που ασφυκτιούσε από τον κόσμο που χόρευε ξένοιαστα στα gigs, όμως παραμένει γεμάτο ζωή, αυθεντικότητα και αχόρταγη όρεξη για δημιουργία. Ο Λάκης, ο Άρης, η Χρυσάνθη Τσουκαλά (ντραμς, φωνητικά) και ο Χρήστος Μπεκίρης (κιθάρα) με υποδέχονται εγκάρδια στον χώρο τους, λίγο πριν πραγματοποιήσουν μία ακόμα πρόβα, για το επερχόμενο live τους στο Ανοιχτό Θέατρο Κολωνού, εκεί όπου θα παρουσιάσουν το άλμπουμ τους «Είμαι ένα ξενοδοχείο» που κυκλοφορεί από την Inner Ear Records. Από τα μουσικά δρώμενα και τα μελλοντικά τους σχέδια, μέχρι το ελληνικό #MeToo και τις μαζικές κινητοποιήσεις του κόσμου στην εποχή του Covid, η κουβέντα μαζί τους είναι πλούσια και απολαυστική.
Ο Χρήστος, θυμάται τα καλοκαίρια να σπάει τις διακοπές του προκειμένου να παίξουν με τους Callas κάποιο live, καθώς συνηθίζουν κάθε χρόνο να πραγματοποιούν αρκετές εμφανίσεις. Αυτό που τους έλειψε περισσότερο όσον αφορά στην κυκλοφορία του τωρινού δίσκου, είναι ότι εξαιτίας της πανδημίας δεν είχαν τη δυνατότητα να τον παρουσιάσουν ζωντανά στον κόσμο την περίοδο που κυκλοφόρησε. Φέτος, είναι και η πρώτη φορά που δεν ταξίδεψαν για tour στο εξωτερικό. «Είναι πολύ δύσκολο να ξαναμπεί όλο αυτό σε μια ροή, υπάρχει ένα μπλοκάρισμα λόγω συνθηκών. Για την ώρα, καθώς ο covid υπάρχει ακόμη στη ζωή μας, ζούμε με το άγχος πως ακόμη και τα live που κλείνουμε ενδέχεται να ακυρωθούν ανά πάσα στιγμή. Τα πάντα προγραμματίζονται με ερωτηματικό και μετ’ εμποδίων, υπάρχει αβεβαιότητα και αυτό μας επηρεάζει ψυχολογικά. Έπειτα από τόσα χρόνια που δουλεύουμε ως μουσικοί, είναι δύσκολο να νιώθουμε πως δεν υπάρχει μια ροή».
Είτε στις ταινίες που δημιουργούν, είτε στα εικαστικά projects, είτε στη μουσική, για το συγκρότημα, υπάρχει ένα δημιουργικό κομμάτι το οποίο ακολουθείται από την ολοκλήρωσή του και την επικοινωνία του έργου στο κοινό. Αυτή η κυκλική διαδικασία, έχει πλέον κατακερματιστεί. «Εντός της καραντίνας συνεχίσαμε να κάνουμε πρόβες και να δουλεύουμε το καινούργιο μας υλικό. Ευτυχώς δημιουργικά ήμασταν πολύ ενεργοί: ο Χρήστος έκανε δικό του άλμπουμ για το project “Bhukhurah”, η Χρυσάνθη τρέχει το “PapithedogTV” σχήμα και έχει παίξει με πολλά διαφορετικά projects. Αυτό που στερηθήκαμε περισσότερο ήταν η άμεση επαφή με τον κόσμο, από το live μέχρι το να πουλήσουμε χέρι με χέρι το merch μας και τον δίσκο μας. Δεν είχαμε την ευκαιρία να μας γνωρίσουν επίσης νέοι fans σε κάποιο live. Εάν είσαι ένας μεγαλύτερου βεληνεκούς καλλιτέχνης, είναι πιο εύκολο να επιβιώσεις χωρίς live γιατί έχεις εδραιώσει ήδη το κοινό σου».
«H όλη κρατική αντιμετώπιση με αφορμή τον covid, αποδείχθηκε παλαιάς κοπής και στο χώρο του πολιτισμού. Ευτυχώς υπήρξαν σταδιακά μαζικές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις από τον κόσμο, οι οποίες έπιασαν τόπο και απέδειξαν ότι αξίζει να διεκδικείς όσα δικαιούσαι. Στην Ελλάδα υπάρχει ακόμη το παλιό σκεπτικό του ότι “εντάξει, καλλιτέχνης είσαι, θα σε πληρώνω κιόλας;”. Δεν μας αντιμετωπίζει ως επαγγελματίες το κράτος. Όσο απρόβλεπτος και αν είναι κορωνοϊός, χρειάζεται μια συγκεκριμένη πολιτική ώστε να μη ζεις με αυτή τη συνεχή ανασφάλεια και το άγχος για το τί σου ξημερώνει. Όταν ακούς να μιλάνε για μουσικές σκηνές απελπίζεσαι, γιατί καταλαβαίνεις ότι αυτοί οι άνθρωποι εννοούν μονάχα τα μπουζούκια, για τα οποία μεριμνούν. Είμαστε η μειονότητα της μειονότητας. Ζούμε μόνοι μας χωρίς καμία βοήθεια και αυτό συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Αν πας για παράδειγμα σε ένα Μουσικό Πανεπιστήμιο όπως το Goldsmiths στην Αγγλία και πεις εγώ σπουδάζω χημικός, θα σου πουν “τι εννοείς, δεν είσαι μουσικός;”. Είναι αυτονόητο για εκείνους πως δεν μπορείς να κάνεις δύο καριέρες. Η αντίληψη που έχουμε εδώ του ότι σπουδάζω κάτι και το χόμπι μου είναι η μουσική, δεν υπάρχει έξω. Στην Ελλάδα άμα πεις ότι είσαι καλλιτέχνης, ο άλλος νομίζει ότι είσαι κανένας τεμπελχανάς».
Η σχέση των Callas με τον ελληνόφωνο στίχο, ξεκινάει από τότε που αποφάσισαν να συνεργαστούν με τον Lee Ranaldo των Sonic Youth, καθώς τους είχε φανεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον να κάνουν μια συνεργασία με έναν Αμερικάνο καλλιτέχνη, με ελληνικό στίχο. Η πρώτη τους δουλειά μαζί του, ήταν το soundtrack για την ταινία τους “The Great Eastern”. Η παρουσίαση της ταινίας με το Flix και το live με τον Lee στη μεγάλη σκηνή της Στέγης ήταν για εκείνους «η απόλυτη παρουσίαση του Callas σύμπαντος», όπως αναφέρουν σε προηγούμενη συνέντευξή τους. Έκτοτε, άρχισαν να δουλεύουν κομμάτια με ελληνικό στίχο, συνειδητοποιώντας σταδιακά πως δημιουργικά αυτό το στοιχείο τους ταιριάζει πολύ.
Ανέκαθεν άλλωστε, «μπόλιαζαν» με ελληνικά και ανατολίτικα στοιχεία τη μουσική τους, συνθέτοντας ένα πολύ ευρύ post punk, όπως οι ίδιοι το αποκαλούν. Το πρώτο δείγμα αυτού του ήχου το συναντάμε στον δεύτερο δίσκο τους, Tsunami Dance του 2008, με το East Beat και το Am I Vertical? να ακολουθούν. Η συμβολή του παραγωγού τους, Τζιμ Σκλαβούνου, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνσή τους, καθώς ο ίδιος έχει ασχοληθεί πολύ με το ρεμπέτικο και τους είχε παρακινήσει να ακολουθήσουν αυτόν το δρόμο. «Είναι σημαντικό να έχεις να πεις κάτι στο κοινό του εξωτερικού, από τον τόπο από τον οποίο προέρχεσαι. Στο υλικό που ετοιμάζουμε τώρα, θα έχουμε και ελληνικό στίχο. Αυτό το ευρύ post – punk με τα ανατολίτικα στοιχεία, είναι ένα κομμάτι που μας ενδιαφέρει και συνεχίζουμε να το ψάχνουμε. Θέλουμε μέσα από τα τραγούδια μας να υπάρχει ρυθμός, να μπορεί να χορεύει ο κόσμος».
«Όσον αφορά το κατά πόσον οι συνθήκες της πανδημίας μας έφεραν πιο κοντά ως σκηνή ή όχι, αφουγκραζόμαστε το ότι συσπειρώθηκε όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης. Ωστόσο, ακόμα είναι λίγο νωρίς για να φανεί το πόσο μας ένωσε αυτό ως σκηνή και θα αρχίσει να γίνεται αντιληπτό όσο ανοίγει σταδιακά η κατάσταση. Μέχρι σήμερα, ο καθένας αναγκαστικά ήταν μόνος του. Παρά τον εγκλεισμό, εμείς μέσα σε όλο αυτό το διάστημα δημιουργήσαμε – πέρα από τα μουσικά – και δύο ταινίες μεγάλου μήκους». Όπως μου αναφέρει ο Λάκης, στην πρώτη ταινία που γυρίστηκε με κινητά και χαμηλό budget, τα γυρίσματα έγιναν στο σπίτι του και στο σπίτι της ηθοποιού από το Λος Άντζελες με την οποία συνεργάστηκαν, ενώ η δεύτερη ταινία γυρίστηκε και πάλι στη γειτονιά του στο Μετς, όπου μαζεύονταν ο Άρης, η Χρυσάνθη, δύο ηθοποιοί και ο διευθυντής φωτογραφίας. Δεδομένου ότι εκείνη την περίοδο οι ηθοποιοί δεν είχαν παραστάσεις κα πρόβες λόγω του lockdown, κατάφεραν να συγκεντρωθούν στο έργο τους και να μπουν και εκείνοι στη δημιουργική διαδικασία».
Η συζήτησή μας φτάνει αβίαστα στο ελληνικό #MeToo, στις πάσης φύσεως καταγγελίες παρενόχλησης, βίας και κακοποίησης και στις γυναικοκτονίες που κάνουν την ελληνική κοινωνία να ασφυκτιά. «Η μπόχα αυτή υπάρχει σε τεράστιο βαθμό στην ελληνική κοινωνία όλα τα χρόνια και όλες τις δεκαετίες. Το ευτύχημα είναι ότι αυτή τη στιγμή βγαίνει προς τα έξω, κάτι το οποίο φυσικά δεν συνέβη από τη μία στιγμή στην άλλη. Έχει προηγηθεί ένας μεγάλος αγώνας και εκ μέρους των γυναικών και από κοινότητες θηλυκοτήτων. Το ευρύ κοινό δεν το γνωρίζει, αλλά οι συλλογικότητες δίνουν έναν τεράστιο αγώνα – έχουν φάει ξύλο, έχουν υποστεί bullying – και έρχεται τώρα ένα αποτέλεσμα το οποίο είναι πολύ σημαντικό. Αξίζει ένα μεγάλο μπράβο σε όλες αυτές τις κοινότητες που προσπαθούν όλα αυτά τα χρόνια. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Πάντα θα υπάρχουν δύο κόσμοι, ένας συντηρητικός και ένας προοδευτικός. Εξακολουθεί να υπάρχει ένα πολύ συντηρητικό κομμάτι».
Η προσοχή μου στρέφεται στη Χρυσάνθη, με την οποία καθώς συζητάμε, ένα πεδίο γυναικείας αλληλεγγύης και ενδυνάμωσης διαμορφώνεται μεταξύ μας, κάνοντάς μας να αισθανθούμε για λίγο πως δεν είμαστε μόνες. «Από τη στιγμή που δεν είσαι gay, γυναίκα ή πρόσφυγας ή οτιδήποτε δεν αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο και την ίδια καταπίεση από την κοινωνία, είσαι προνομιούχος. Το σύστημα είναι χτισμένο πάνω στην καταπίεση των θηλυκοτήτων, του γυναικείου σώματος, στην οικονομική του εκμετάλλευση και οποιεσδήποτε θηλυκότητες – πέρα από τις γυναίκες, στιγματίζονται θηλυπρεπείς άντρες ή άτομα που φέρνουν στο πιο θηλυκό – στιγματίζονται από το συντηρητικό κομμάτι, αλλά και από πιο “alternative” και οικεία σε εμάς άτομα. Και εκεί συμβαίνουν πράγματα, δεν είναι έξω από ‘μας η κακοποίηση».
«Ο Λιγνάδης και όλοι αυτοί, πριν από δέκα χρόνια δεν είχαν φανταστεί ότι θα άρχιζαν να υπάρχουν πλατφόρμες καταγγελιών, ούτε γνώριζαν ότι θα υπάρξει μια καραντίνα κατά την οποία αρκετά άτομα θα μείνουν σπίτι τους, θα βρεθούν στο “safe space” τους και πως από αυτό θα μπαίνουν σε γκρουπ στο Facebook, όπου γυναίκες και άτομα θα αναφέρουν περιστατικά έμφυλης βίας, θα μοιράζονται κοινά βιώματα και θα νιώθουν πως έχουν συμπαράσταση, με αποτέλεσμα να βρίσκουν τη δύναμη να μιλήσουν. Με τους αγώνες επομένως κατακτάμε πράγματα, δεν πρέπει να σταματάμε ποτέ να αγωνιζόμαστε και αυτοί που ξέρουμε ότι δεν θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα, μπορούν να κάνουν απλά στην άκρη».
Ο Χρήστος, επικαλούμενος το παράδειγμα της σερβιτόρας στην Ηλιούπολη, αναφέρει πως αυτό «αποδεικνύει ότι, μόνο που έδωσε η κοπέλα ένα μικρό σκαλοπάτι στην καταγγέλλουσα, εκείνη πήρε δύναμη για να μιλήσει και είπε “ή τώρα ή ποτέ”. Είναι τα καθημερινά πράγματα που φέρνουν την αλλαγή. Αρχίζουμε επιτέλους και σκεφτόμαστε παραπάνω τις πράξεις μας. Ακόμη και κάποια αστεία που λέμε και είναι εις βάρος άλλων ομάδων, τα υπολογίζουμε πλέον παραπάνω».
Όπως συμπληρώνει ο Άρης λίγο προτού ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας στο Velvet Room και οι Callas συνεχίσουν με την πρόβα τους για το live της Πέμπτης: «Είναι πολύ σημαντικό χάρη σε όλα όσα αναδύονται, το ότι σταδιακά ο καθένας θα αρχίσει να κάνει ενδοσκόπηση και να σκέφτεται για παράδειγμα, “ωχ τι μαλακίες έχω κάνει στο παρελθόν, γιατί λειτουργούσα κάποτε έτσι;”. Προφανώς και δεν γεννηθήκαμε σοφοί, μαθαίνουμε σταδιακά στη ζωή. Είναι ωραίο να παραδέχεσαι όμως ότι έχεις κάνει λάθος». Όσον αφορά στις καταγγελίες, τα παιδιά πιστεύουν ομόφωνα πως όταν δημοσιευτεί μία από αυτές, αντανακλαστικά θα θεωρήσουν ότι εκείνη ή εκείνος που έχει προχωρήσει στην καταγγελία, λέει αλήθεια. Όπως προσθέτουν, προσπαθώντας κάποιος άντρας να βγάλει “τρελή” μία γυναίκα καταγγέλλουσα, επιβεβαιώνει την τάση υποτίμησης των θηλυκοτήτων και του λόγου τους. Για τους Callas, ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από τη μία καταγγελία που μπορεί πράγματι να τύχει να είναι αναληθής. Η ουσία βρίσκεται στο να επικεντρωνόμαστε στις χιλιάδες άλλες γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση και βρίσκουν το θάρρος να την καταγγείλουν.