Κάποια στιγμή είδαμε αυτό
Τον Σώτη Βωλάνη να αναπολεί το Μάτι της Τίγρης, να θυμάται τον Ρόκι όπως τα καλοκαίρια και τους Survivor να τον λιώνουν σαν τα αστέρια.
Μετά ήρθε αυτό
Και ήταν τότε που ευχηθήκαμε να είχε repeat button το you tube τόσες φορές σερί που ακούσαμε τη Σοφία Βόσσου να γίνεται ένα με τους AC/DC και τα Θάντερκατς.
Ψάξαμε, θυμηθήκαμε το 1987 όχι με τη μορφή του Νίκου Γκάλη, αλλά με την κελαρυστή φωνή της Μαντώς να ανεμίζει πάνω στη χαίτη των Europe
Και ήρθε πριν λίγες μέρες το αριστούργημα. Που με έναν, όχι ακριβώς υπαινικτικό τρόπο, αποκαλύπτει τις έντονες επιρροές των νέων λαϊκοπόπ συνθετών. Αλλά, πολύ έντονες, όπως μπορείτε να δείτε στα παρακάτω δέκα λεπτά (που πιστέψτε μας, αξίζουν τον κόπο να τα παρακολουθήσετε ολόκληρα)…
Εδώ είναι που πειστήκαμε ότι πρέπει να βρούμε αυτόν τον τύπο που κάνει λίγο πιο ενδιαφέρον το χαζεμα στο you tube, εμπλουτίζοντας το μενού που μέχρι τώρα περιλάμβανε γάτες κι ενήλικες που πέφτουν με δεκαπέντε διαφορετικούς τρόπους, παιδιά που επιστρέφουν πονεμένα από τον οδοντίατρο και κάθε λογής περίεργους τύπους που χορεύουν με μάσκες αλόγου το Harlem Shake πάνω σε πλυντήρια, αυτοκίνητα ή ταράτσες. Ή το νέο ελληνικό χιούμορ που παρουσιάζαμε πριν λίγες εβδομάδες στην Popaganda.
Λέγεται Ανδρέας Βακαλιός, είναι από τη Αθήνα, μένει στη Θεσσαλονίκη και πια σε κάθε ανάρτηση βλέπει μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να συντονίζονται στο κανάλι του (ρεκόρ μέχρι τώρα τα σχεδόν 130.000 views στο Δε Βόης Οφ Γκρης Μπλάιντ Οντίσιον) γιατί τον εμπιστεύονται πια να διαβλέπει τις «κρυφές» συνεργασίες του Βασίλη Καρρά με τους Deep Purple (ή καλύτερα Ντιπ Περπλ).
Γιατί αυτή, ναι, είναι η αγαπημένη μας…
Ο Ανδρέας μίλησε στην Popaganda και έλυσε όλες τις απορίες για το τι μπορεί να σκέφτεται κάποιος που με κινηματογραφικό μοντάζ περνά τουλάχιστον 6 μέρες για να πετύχει το τέλεια συγχρονισμένο mash-up (ή μάσαπ αν προτιμάτε). Βάζοντας τον Ian Gillan στο στόμα του Βασίλη Καρρά και τους Royal Tenenbaums στο σπίτι του Κυνόδοντα
Έχοντας σπουδάσει Πληροφορική και με μεταπτυχιακό στις Ψηφιακές Τέχνες της Σχολής Καλών Τεχνών, ο Ανδρέας ανακάλυψε τη ζητούμενη ελευθερία του Διαδικτύου που –όπως λέει και ο ίδιος-, «παρ’ όλο που από πίσω βρίσκονται στρατιωτικές τεχνολογίες και τεράστιες εταιρείες, μπορεί ο κάθε ένας, σχεδόν χωρίς λογοκρισία, χωρίς κριτική, να μοιραστεί με όλη την ανθρωπότητα τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του. Αρκεί να μην καταλήξει και αυτό σε ένα κλειστό κύκλωμα διαφήμισης, ελεγχόμενο αποκλειστικά από λεφτάδες καπιτάλες. Είναι μοναδική ευκαιρία οι μάζες (οι χρήστες του Διαδικτύου δηλαδή, και κάτοικοι της Γης), να ελέγξουν τα μέσα τους».
Και ενώ η τεχνική του mash-up εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, εκείνος πιστεύει ότι θα πρέπει «το περιεχόμενο να συνομιλεί με τη φόρμα, το μήνυμα να δικαιολογεί το μέσο – αν αυτό μπορεί να γίνει με αστείο τρόπο, ακόμη καλύτερα». Και το καταφέρνει, γιατί οι ιδέες του έρχονται αυθόρμητα με το αποτέλεσμα να παράγει εξίσου αυθόρμητο γέλιο. «Καλό κόλπο για να κατεβάσει κανείς ιδέες είναι να μην προσπαθεί να κατεβάσει ιδέες. Οι ιδέες για το Μασάψ έρχονται, συνήθως, σε άσχετες φάσεις. Υπάρχουν και φορές, βέβαια, που κάθομαι με την κιθάρα στο χέρι και προσπαθώ με το ζόρι να ταιριάξω τραγούδια. Μία στις είκοσι να πετύχει».
Πάντοτε όμως η φιλική βοήθεια είναι ευεργετική, «αυτό της Μαντώς έγινε μετά από προτροπή φίλου, ενώ το Θάντερ Σα Να Μπαίνει Η Άνοιξη, το είχα ακούσει σαν έκφραση από φίλη πριν χρόνια. Και από όσο ξέρω ήταν κάτι σαν συλλογική παράδοση μεθυσμένων ξενύχτηδων να φωνάζουν “Θάντερ” όταν άκουγαν την Άνοιξη σε κάποιο μπαρ».
Και κάπως έτσι, και ενώ έχει ήδη μπερδέψει τον Scooby Doo με τους Rammstein, δίνεται η εντύπωση ότι ο Ανδρέας μπορεί να βρει ομοιότητα στα πάντα. Ισχύει; «Το να κάνεις μουσικά μασάπ είναι αρκετά δύσκολο με όλα τα ελληνικά τραγούδια, λόγω ρυθμών και μελωδιών. Επίσης, είναι δύσκολο να χειριστείς παλιά κομμάτια, όπου συναντά κανείς τεχνικές δυσκολίες στην επεξεργασία του ήχου, λόγω του τρόπου ηχογράφησής τους. Με τη Βουγιουκλάκη είχα παιδευτεί αρκετά αλλά το παράτησα. Ίσως μία μέρα επιστρέψω».
Προτού όμως συνεχίσει με τον alternative rock Καρρά που μας έχει υποσχεθεί, να γυρίσουμε στην εκτενή έρευνά του, στο αφιέρωμα που έκανε στους δέκα κλέφτες της ελληνικής μουσικής, όπου, ίσως προς έκπληξη όλων, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης επικράτησε του Φοίβου. Ως προς το θέμα «κλέψιμο» διατηρεί τις αποστάσεις του καθώς «δεν μπορούμε να είμαστε 100% σίγουροι για το τι συμβαίνει στο κεφάλι του κάθε δημιουργού, το πως δικαιολογεί τις ομοιότητες των κομματιών του με άλλα γνωστά, το τι γνώσεις μουσικής ιστορίας έχει. Οπότε, δεν μπορούμε να ξέρουμε σίγουρα εάν σκόπιμα έγινε η εκάστοτε αντιγραφή, ή εάν πρόκειται για σύμπτωση. Μπορούμε όμως να κάνουμε μία γενική αποτίμηση του έργου του και να βγάλουμε συμπεράσματα για την πρωτοτυπία της δουλειάς του. Αυτό ισχύει σε όλες τις τέχνες».
Η πρωτιά του Χατζηγιάννη οφείλεται στο ότι «αντιγράφει ή πατάει πάνω σε ολόκληρες μελωδίες, κρατώντας και τη συνολική δομή των συνθέσεων, ενώ ο Καρβέλας και ο Φοίβος παίρνουν πολλά μικρά στοιχεία (συνήθως) και συνθέτουν κάτι πιο Βαλκανικό. Και όταν λέω Βαλκανικό εννοώ λίγο από όλα, με αραβικά, σλάβικα, κεντροευρωπαϊκά, οριακά και κλασικά στοιχεία μαζί με τσιφτετέλια».
Μία άρτια οπτικοακουστική μείξη και ένας τύπος που ξέρει πολύ καλά τι κάνει και για ποιο λόγο και που, τέλος, αποστρέφεται την τηλεόραση. «Έχω να δω τηλεόραση 5 χρόνια. Κι έχω να παρακολουθήσω μπάλα σχεδόν άλλα 10. Μόνο καρτούν βλέπω. Τα λέω περήφανα αυτά, σαν απεξαρτημένος. Η τηλεόραση είναι πολύ επικίνδυνο πράμα και όπως είχε πει ο Γκράουτσο Μαρξ “Βρίσκω την τηλεόραση πολύ εκπαιδευτική. Κάθε φορά που κάποιος την ανοίγει, πάω στο διπλανό δωμάτιο και διαβάζω ένα βιβλίο”»
Δεν σας έρχεται να τον κεράσετε, ένα τσάι με λεμόνι; Αυστραλέζικο, από τους Αντίποδες.