Ο Θανάσης Μήνας άκουγε τους αυτοσχεδιασμούς του Charlie Parker διαβάζοντας την αυτόματη γραφή του Kerouac

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Το βιβλίο που αναμφίβολα σημάδεψε τα εφηβικά και τα πρώτα μετεφηβικά μου χρόνια ήταν το Στο Δρόμο του Jack Kerouac, με την ελευθεριακή πρόζα και την εικονογραφία του: τις περιγραφές του ατελείωτου αμερικάνικου και (ενίοτε) μεξικάνικου τοπίου, όμοιες με πλάνα από παλιές ταινίες του John Ford, με φόντο τη Μεγάλη Αμερικάνικη Νύχτα – αλήτες και πλάνητες να μοιράζονται τον καπνό τους, σκαρφαλωμένοι σε καμιόνια που διασχίζουν «άχρονες πόλεις στη μέση του πουθενά πλημμυρισμένες από φώτα νέον». Στο Δρόμο, ο Sal Paradise (Kerouac) και ο Dean Moriarty (Neal Cassady) αμφισβήτησαν τον συντηρητισμό και την «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και μου γνώρισαν μιαν άλλη Αμερική. Τότε ακόμα δεν είχα ανοίξει πολλές παρτίδες με την jazz, όμως σαν ν’ άκουσα τους αυτοσχεδιασμούς του Charlie Parker στην αυτόματη γραφή του Kerouac.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Επιστρέφω σταθερά σε δύο έργα: στον Οδυσσέα του James Joyce και στην άτυπη τριλογία που συγκροτούν Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850 και Η 18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη του Karl Marx.

Το πρώτο, όσες φορές και αν το διαβάσω, παραμένει ένα ανεξάντλητο παλίμψηστο, που σε κάθε στρώση του ανακαλύπτω κάτι καινούριο ή αναθεωρώ κάτι προηγούμενο. Ένα υπερκείμενο με απροσμέτρητες παραπομπές. Το σημαντικότερο: ενώ πρόκειται για ένα κορυφαίο έργο φιλοσοφικού στοχασμού, ενώ συμπυκνώνει διακειμενικά το σύνολο της προϋπάρχουσας γραμματείας, την οποία και ριζοσπαστικοποιεί, αναγγέλλοντας τον μοντερνισμό, ο Οδυσσέας (σε αντίθεση, ας πούμε, με τα έργα του Proust) δεν είναι ακαδημαϊκό κείμενο: σφύζει από ζωή, στις σελίδες του μυρίζεις την καθημερινότητα των ανθρώπων του Δουβλίνου των αρχών του 20ού αιώνα. Το τελευταίο του κεφάλαιο, η Πηνελόπη, δηλαδή η (χωρίς στίξη) έκκριση της συνειδησιακής ροής της Molly Bloom, με όλο τον ερωτισμό που εκπέμπει και τα συμπαρομαρτούντα του, είναι το εδάφιο που έχω διαβάσει περισσότερες φορές από οτιδήποτε άλλο.

Σε ό,τι αφορά τον Marx, αν και το Κεφάλαιο είναι αδιαμφισβήτητα το magnum opus του, ως επιστημονικό εργαλείο ανάλυσης και μαζί απομάγευσης των μηχανισμών του καπιταλισμού, ανατρέχω συχνότερα στην άτυπη τριλογία του επειδή ακριβώς σ’ αυτά τα κείμενα εντοπίζονται τα σπέρματα του ιστορικού υλισμού. Υπερβαίνοντας τον Χέγκελ, ο οποίος πίστευε σε μια μάλλον «κυκλική» κίνηση της Ιστορίας, σε μια «Ιστορία που επαναλαμβάνεται», ο Marx –ειδικά στην Μπρυμέρδιερεύνησε την ενδεχομενικότητα της ιστορικής κίνησης («πρώτα σαν τραγωδία, ύστερα σαν φάρσα»). Υπάρχει μια λεπτή ειρωνεία στον εν λόγω αφορισμό, μια λεπτή ειρωνεία που εξάλλου διατρέχει το σύνολο των κειμένων του Marx. Χρειάστηκαν αρκετές αναγνώσεις για να την αναγνωρίσω στις σελίδες του σχετικά με την κίνηση της Ιστορίας: μοιάζει στον εαυτό της, δεν επαναλαμβάνεται.      

Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Δεν θα το έλεγα ακριβώς ανόητο και βέβαια δεν ευθύνεται το βιβλίο ή ο συγγραφέας (ο συνήθης ύποπτος Ernest Hemingway), αλλά μάλλον το φαντασιακό. Ας είναι:

Βαθύ καλοκαίρι, στο εξοχικό σπίτι της συντρόφου μου. Ξύπνημα απ’ τα χαράματα, καθιστός στο αγαπημένο μου σημείο, με το βιβλίο ακουμπισμένο στο κούφωμα και το παραθυρόφυλλο ανοιχτό στη θάλασσα, στα μάτια μου ο Κορινθιακός ίδια η Καραϊβική. Ξαναδιαβάζοντας το Ο γέρος και η θάλασσα, το ‘ριξα στο ρούμι από νωρίς το πρωί. Όσο ξεμάκραινε από την ακτή η βάρκα του γερο-Σαντιάγο, τόσο το μπουκάλι κατέβαινε. Έκανε καύσωνα, η ώρα περνούσε και ο Σαντιάγο πάλευε με τους καρχαρίες που είχαν βαλθεί να πετσοκόψουν την ψαριά του. Πήρε να μεσημεριάζει, ο τόπος έβραζε. Η βάρκα του Σαντιάγο επέστρεψε στο λιμανάκι, το μπουκάλι στάλαξε. Είχα κορώσει από τη ζέστη και το ρούμι κι έσταζα.   

Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει;  Αν και δεν είμαι συγγραφέας και δεν γράφω μυθοπλασία, θα ‘λεγα το Mason & Dixon του Thomas Pynchon και τη Λέσχη του Στρατή Τσίρκα.

Θεωρώ το Mason & Dixon υπόδειγμα ιστορικού μυθιστορήματος. Με την ευκαιρία, έχει επικρατήσει μια παρανόηση αναφορικά με το «ιστορικό μυθιστόρημα». Ο όρος υπολανθάνει με τον τρόπο που χρησιμοποιείται. Συνήθως αποδίδεται σε έργα στα οποία επιχειρείται να ιστορηθεί με (τους όποιους) λογοτεχνικούς όρους η ζωή επώνυμων ηρώων ή η έκβαση σημαντικών γεγονότων, σαν να προσπαθεί η λογοτεχνία να υποκαταστήσει την ιστοριογραφία. 

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το καλό ιστορικό μυθιστόρημα είναι ανθρωποκεντρικό, ιδωμένο «από τα κάτω». Συνθέτει μια τοιχογραφία της κοινωνίας την οποία εξετάζει. Αποπνέει το zeitgeist της εποχής. Αναφέρεται στο εκάστοτε παρελθόν με το βλέμμα στραμμένο στο εκάστοτε παρόν.

Τo Mason & Dixon πραγματεύεται τη συγκρότηση του αμερικανικού έθνους τις παραμονές της Αμερικανικής Επανάστασης. Αναπαριστά δηλαδή το πεδίο στο οποίο συγκρούστηκαν και συγχωνεύτηκαν οι ποικίλες πολιτισμικές, πολιτικές, θρησκευτικές κ.ά ετερότητες που έφτασαν από την Ευρώπη στο Νέο Κόσμο.

Πουριτανοί, Κουάκεροι, Πιετιστές, Λουθηριανοί, Προτεστάντες οπαδοί του Κάλβερτ, Ευαγγελιστές, Αναβαπτιστές, Αντβεντιστές, Μεθοδιστές, Καλβινιστές, Πρεσβυτεριανοί, Ουνιταριανοί, Ιησουίτες, Εβραίοι, Ντεϊστές, Ιλουμινάτοι, Ελευθεροτέκτονες, Μαρτινιστές.

Σ’ αυτή Βαβέλ και ενώ η αμερικανική κοινωνία ζυμώνεται, κυοφορώντας την Επανάσταση, δύο επιστήμονες, ο τοπογράφος Charles Mason και ο αστρονόμος Jeremiah Dixon, καλούνται να λύσουν τις συνοριακές διαφορές ανάμεσα στις πολιτείες της Πενσυλβάνια και του Ντέλαγουερ, ορίζοντας το γεωγραφικό μήκος της αμφισβητούμενης περιοχής. Από επιστημονικό βίτσιο, μετρούν και το γεωγραφικό πλάτος και χαράζουν μια νοητή γραμμή: την Mason-Dixon Line, το όριο ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, με τις συντριπτικές επιπτώσεις τις οποίες θα επιφέρει αυτός ο διαχωρισμός, σε συμβολικό επίπεδο, στην εξέλιξη της αμερικανικής ιστορίας. Το συμβολικό παράγει πραγματικότητα.

Ο ιστορικός καμβάς στη Λέσχη του Τσίρκα είναι το Κίνημα της Μέσης Ανατολής – ένα συμβάν (Badiou) αποσιωπημένο, εκατέρωθεν, κατά τις πρώτες δεκαετίες της μετεμφυλιακής συνθήκης. Τοποθετημένο στην Ιερουσαλήμ, την Ακυβέρνητη Πολιτεία σύμφωνα με τον Σεφέρη, «μια πόλη γεμάτη στολές και φήμες» (Hemingway), το πρώτο μυθιστόρημα της Τριλογίας του Τσίρκα ανατέμνει την ιστορία της Αντίστασης και επιζητά τη δικαίωση αυτών που σβήστηκαν απ’ την εποποιία της. Με τη στάση ζωής του, ο κεντρικός ήρωας, ο Μάνος Σιμωνίδης, εκφράζει την αγωνία του διανοούμενου μπροστά στην επικράτηση του δογματισμού και διατυπώνει το αίτημα για την ανανέωση της Αριστεράς σε κάθε επίπεδο.     

Στη Λέσχη, το πολιτικό, το προσωπικό και το ερωτικό είναι αξεδιάλυτα. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, το «πρωινό ξύπνημα της Έμμης Μπόμπρετσμπεργκ» συναγωνίζεται τις ονειροπολήσεις της Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ, τον οποίον ο Τσίρκας αποκαλεί «δάσκαλό του» στην αλληλογραφία του και στα Ημερολόγια της Τριλογίας.   

Οι αφηγηματικές τεχνικές του Τσίρκα (η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου, οι φράσεις που κόβονται πριν ολοκληρωθούν, καλώντας τον αναγνώστη να τις γεμίσει κλπ.) ανέδειξαν τη λογοτεχνία του στον κολοφώνα του ελληνικού μοντερνισμού. Πλάι στο ανυπέρβλητο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, το οποίο και προαναγγέλλει, αλλά πιο κοντά στο ύφος της λογοτεχνίας που αγαπώ, Η Λέσχη είναι το αριστούργημα της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας.

Ο Θανάσης Μήνας είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στον 105,5 Στο Κόκκινο και υπεύθυνος ελληνικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Κέδρος.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου