Θα είναι η Σαλώμη η πιο ανορθόδοξη παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών;

«Από αυτό το σημείο και μετά η μουσική είναι πολύ ωραία», λέει χαμογελώντας ο Νίκος Καραθάνος και όλοι στην πρόβα ξεσπούν σε γέλια. Είναι ένα ηλιόλουστο απόγευμα και στην κορυφή μιας ταράτσας που υψώνεται ανάμεσα στα άδεια οικόπεδα του Ελαιώνα «μαγειρεύεται» μια από τις πιο πολυαναμενόμενες παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο λόγος που όλοι γελάνε είναι απλός: η μουσική που συνέθεσε ο Αλεσσάντρο Στραντέλλα για το μπαρόκ ορατόριο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής πριν από 400 χρόνια, είναι σε κάθε σημείο της καθηλωτική. Αυτό, λοιπόν, το όχι πολυπαιγμένο ορατόριο (για τους μη μυημένους, το ορατόριο μοιάζει με την όπερα, χωρίς να περιλαμβάνει σκηνική θεατρική δράση και σύνθετη πλοκή, ενώ διηγείται συνήθως θρησκευτικά θέματα) αποτελεί τον κάπως ανορθόδοξο (ή τελικά ιδανικό) τόπο συνάντησης του πλέον αναγνωρισμένου σκηνοθέτη Νίκου Καραθάνου και του «πάπα της μπαρόκ σκηνής» Μάρκελλου Χρυσικόπουλου. Έχοντας διανύσει διαφορετικές αλλά εξίσου επιτυχημένες διαδρομές, οι δύο σημαντικοί Έλληνες δημιουργοί προσεγγίζουν το ερωτικό ορατόριο μιας άλλης εποχής και, συγκεντρώνουν έναν πολυάριθμο θίασο σε μια πανηγυρική συνάντηση στη σκηνή της οδού Φρυνίχου, διατυπώνοντας άδηλα το αίτημα: κι αν είναι μπαρόκ, μην το φοβάσαι.  

Με τι υλικά ανεβάζετε ένα μπαρόκ ορατόριο του 1600 και γιατί αλλάξατε τον τίτλο σε ΣαλώμηΝίκος Καραθάνος: Λέμε οι άνθρωποι για τα πράγματα «γιατί το κάνεις αυτό, γιατί κάνεις το άλλο» και καμιά φορά η απάντηση είναι «γιατί όχι;». Το ίδιο συμβαίνει και με τις επιλογές μας στη σκηνή. Το λυρικό θέατρο είναι ένας άγνωστος τόπος για μένα. Όπως όλοι μας μαγευόμαστε, εμένα μου αρέσει να πλησιάζω τα πράγματα σαν άμαθο παιδί που απλώς ακούει κι ας μην ξέρει τίποτα. Από εκεί και πέρα, κάνουμε ένα ορατόριο, μια μπαρόκ όπερα η οποία έχει ελάχιστη δράση και συμμετέχουν 13 μουσικοί, 5 τραγουδιστές, 20 ηθοποιοί, όλοι τους σε εξαιρετικό επίπεδο. Είναι μια παρέα και μια γιορτή, όπως ένα φεστιβάλ πρέπει να είναι.

Μάρκελλος Χρυσικόπουλος: Αλλάξαμε τον τίτλο γιατί μας έκανε να αισθανθούμε πιο άνετα με τις όποιες αλλαγές και παρεμβολές υπάρχουν στο αρχικό υλικό. Ήδη η παρουσία μιας σκηνοθεσίας και ηθοποιών είναι κάτι διαφορετικό για το συγκεκριμένο είδος ορατορίου, μια παρέκκλιση από τις προθέσεις του συνθέτη. Έχουμε όμως προχωρήσει ακόμα πιο πέρα. Υπάρχει και μια προσθήκη ανατολίτικων οργάνων.

Μάρκελλος Χρυσικόπουλος

Πώς εισάγεται το ανατολίτικο ηχόχρωμα σε ένα δυτικό μουσικό περιβάλλον; Τι προκύπτει από τη σύνδεση;

Μ.Χ.: Μετά από τις συναυλίες που κάναμε με τους Latinitas Nostra, το σχήμα μου, όπου συνδέουμε το δυτικό με το ανατολίτικο στοιχείο, σκεφτήκαμε ότι αυτό θα ήταν το τέλος μιας τριλογίας. Νομίζω όμως, ότι στη Σαλώμη τα ανατολίτικα όργανα απλώς συμπληρώνουν μια γενικότερη διάθεση που έχει προσδώσει ο Νίκος στο έργο, δεν προέκυψε να μας πάει κάπου πιο μακριά. Ξεκινήσαμε με κάποια σχέδια αλλά τελικά μας πηγαίνει αλλού, κι εμείς αφηνόμαστε σε αυτή τη δυναμική.

Ν.Κ: Πέρα από το μύθο του Ιωάννη του Βαπτιστή που ξέρουμε όλοι, η μπαρόκ μουσική για μένα έχει πάντοτε μια θρησκευτική ανάταση. Και ο τρόπος που τραγουδιέται και η διάθεση, το από πού βγαίνει η μουσική έχει μια θρησκευτικότητα η οποία όπως και η μείξη με την ανατολική παράδοση έχει ένα βάθος, ένα ταξίδι. Αυτό μου είναι αφάνταστα γοητευτικό.

Άρα είναι περισσότερο μια αίσθηση ανάτασης, μεγαλείου…

Ν.Κ.: Όλο το λυρικό θέατρο για να τραγουδήσεις και να βγει η φωνή σου με μια τέτοια ανάταση είναι σαν ακροβασία σχεδόν μη ανθρώπινη που μας φαίνεται παράξενη, ιδιαίτερη. Είναι ένα τράβηγμα της ψυχής προς τα πάνω, ένας θόρυβος των σπλάχνων μας από όπου έρχονται όλα. Δεν ξέρω πώς παντρεύονται αυτά στο μάτι, στο θέαμα. Αλλά μιλάμε για μια πρώτη ύλη πραγμάτων. Όπως πιάνεις το ύφασμα πριν φτιάξεις το κοστούμι, για μένα αυτό είναι αυτή η απόπειρα. Κοιτάς την ποιότητά του, κοιτάς τι είναι και τι μπορεί να γίνει.

Μ.Χ.: Στον ήχο δε διακρίνω κάποια υπερβατικότητα. Είναι πολύ ενδιαφέρον που ο Νίκος που δεν είναι μουσικός, δίνει αυτές τις ποιότητες στη μπαρόκ μουσική, τη στιγμή που για μας στον ήχο της βιόλας εμπεριέχεται το ιερό αλλά και το ανίερο και είναι και τα δύο εξίσου ελκυστικά, το καθένα με τον τρόπο του. Μου αρέσει η ιδέα ότι υπάρχει κάτι περισσότερο στις νότες από τις τεχνικές παραμέτρους.

Τι μας λέει η ιστορία της Σαλώμης και του Ιωάννη Βαπτιστή;

Ν.Κ: Ξέρετε, κάποιες φορές είναι κακό το θέατρο και η μουσική να γίνονται μουσείο, να εμφανίζεται σαν «τι έλεγαν κάποτε». Προσπαθούμε πάντα να καταλάβουμε τι λέμε τώρα. Προσωπικά, είναι φορές που βυθίζομαι σε αυτό χωρίς να καταλάβω για ποιο λόγο, ποιά νότα με πήρε μέσα ή πως μου προέκυψε. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν συμπαθούν το μπαρόκ, άλλοι που το αγαπούν. Αυτά είναι γούστα. Εμείς είμαστε πριν το γούστο.

Μ.Χ.: Ο Στραντέλλα είναι ένας συνθέτης που εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην ιστορία της μουσικής. Η Σαλώμη είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, διότι δεν τελειώνει δικαιώνοντας κάποιες αξίες του πρώιμου Διαφωτισμού, πράγμα σπάνιο για την εποχή. Δεν υπάρχει ηθικό δίδαγμα. Υπάρχει λαγνεία, αιμομιξία, εξουσία, αλλά το έργο τελειώνει με ένα «γιατί» σαν να θέλει να αποφύγει, να αναβάλει οποιοδήποτε συμπέρασμα.  Είμαι πολύ περίεργος για το τί θα σκεφτόταν ένας θεατής του έργου εκείνη την εποχή.

Τι θα θέλατε να πάρει ο θεατής φεύγοντας απ’ την παράσταση;

Ν.Κ.: Μαστούρα (γέλια).

Μ.Χ.: Το πρώτο που σκέφτομαι είναι ότι θα ήθελα να φύγει με μια αίσθηση ενοχής. Μια αίσθηση ενοχής ως προς το ότι όσο κι αν θέλουμε να φορτώσουμε το ρου της ιστορίας στο Θεό ή τη μοίρα, ο Ηρώδης και η Σαλώμη είναι δική μας ευθύνη.    


29 Ιουνίου – 2 Ιουλίου 2015, Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Φρυνίχου. Τιμές εισιτηρίων: 25€, 20€ (μειωμένο), 15€ (φοιτητικό), 5€ (άνεργοι, ΑΜΕΑ). Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Ιωάννα Παναγοπούλου

Η Ιωάννα Παναγοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του '93. Σήμερα ολοκληρώνει τις σπουδές τις στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.