Πριν χωρίσουμε για τις γιορτές αναλάβαμε από μία υποχρέωση για τη μέρα της επιστροφής της από το χωριό: εκείνη θα τηλεφωνούσε πριν βγάλει το κλειδί από την εξώπορτα και εγώ θα τσακιζόμουν να φτάσω ταχύτατα στο σπίτι της στην Πολίχνη. Οι μέρες των εορτών πέρασαν αργά και οι ώρες της τελευταίας μέρας πάναργα. Για να ξεχαστώ λίγο έγραψα σε ένα cd τραγούδια που αναφέρονταν στην προσδοκία, τη βασανιστική αναμονή, τη λαχτάρα του άνδρα να (ξανα)συναντήσει το αντικείμενο του πόθου του. Όταν θα συναντιόμασταν το απόγευμα ή το βράδυ, δεν θα χρειαζόταν να πω τίποτα· πατώντας το play, οι εμπνευσμένοι εκπρόσωποί μου θα άρχιζαν να της εξηγούν την πίεση που δέχτηκαν τα όρια της αντοχής μου. Οι ώρες που απέμεναν μέχρι το βράδυ μου φαίνονταν ανιαρές, άχρηστες, εμπόδια στο δρόμο προς την απόλαυση και αν υπήρχε δυνατότητα, θα τις διέγραφα χωρίς δεύτερη σκέψη. Κοντά της η διάθεσή μου θα βελτιωνόταν αστραπιαία και τίποτα άσχημο δεν θα επέτρεπα να την χαλάσει. Μαζί της ακόμα και το σκοτάδι της νύχτας θα έμοιαζε φωτεινό. Το απόγευμα πέρασε χωρίς τηλεφώνημα και μετά έπεσε ένα σκοτάδι πιο πηχτό από τα συνηθισμένα. Απογοητεύτηκα όταν διαπίστωσα πως είχε κλειστό το τηλέφωνό της, με κορόιδεψα με αστείες δικαιολογίες και κοιμήθηκα στεναχωρημένος. Με ξύπνησε το κουδούνισμα όπως ξύπνησε και τον Λουξ, ο οποίος τέντωσε τα αφτιά και περίμενε. Κοίταξα το ρολόι που έδειχνε δυόμιση και αναρωτήθηκα μήπως με καλεί κάποιος άλλος, κάποιος που βρισκόταν σε ανάγκη ή φαντάστηκε πως απολάμβανα ξύπνιος τη μαγεία της νύχτας και είχα διάθεση για κουβέντα. Ηρέμησα ακούγοντας τη φωνή της. “Δεν περίμενα ότι θα κοιμάσαι τέτοια ώρα”, είπε όταν κατάλαβε ότι με ξύπνησε. Βλακεία μου να μην την έχω ενημερώσει πως όταν είμαι μόνος κοιμάμαι κατά τη μία και όχι τα ξημερώματα όπως τις νύχτες που διασχίσαμε μαζί. “Δεν πειράζει καθόλου. Τώρα έφτασες;” Από τη σιωπή των δύο δευτερολέπτων συμπέρανα ότι την ξάφνιασε η ερώτηση. “Όχι, έφτασα νωρίς, αλλά ήρθε από εδώ η Κασσάνδρα, μια φίλη μου, και δεν μπορούσα να τη διώξω. Είναι ακόμα εδώ”. Τι να κάνεις, πολλές φορές φίλοι και χαλασιές πάνε μαζί, όπως τα αρχικά τους γράμματα στην αλφαβήτα. “Θα βρεθούμε αύριο”; “Είσαι πολύ κουρασμένος; Θα μου κάνεις μια μεγάλη χάρη;” Είχε επιστρατεύσει όλη τη γλύκα της για να σερβίρει την απαίτηση με γοητευτικό περιτύλιγμα. Μόνο μην πει “εγώ που σε αγαπάω πολύ” ή “εσύ που είσαι ψυχούλα” σκέφτηκα. Άντε, ρίχ’ το. “Έχουμε ξεμείνει από τσιγάρα και στην περιοχή μας δεν διανυκτερεύει τίποτα. Είσαι η μόνη μας ελπίδα”. Υπερβολή. Δεν ήμουν ο μόνος γνωστός της στην πόλη και αυτή η Κασσάνδρα σίγουρα είχε φίλους. Προτίμησα να καταπιώ τις αντιρρήσεις μου. Αυτό που ρώτησα μετά, το είχαν ήδη σκεφτεί. “Δεν έχουμε ύπνο”. Δεν της άρεσε η απροθυμία μου και προσποιήθηκε την ενοχλημένη. “Καλά, δεν πειράζει, άσ’ το”. “Δεν το αφήνω, θα σας τα φέρω σε λίγο”. Αν είχα το τηλέφωνο αυτής της φορτικής Κασσάνδρας, θα τηλεφωνούσα με απόκρυψη και θα της έλεγα ότι έπιασε φωτιά το σπίτι της. Δεν το είχα, ούτε έτυχε να την συναντήσω τις λίγες μέρες που πέρασα με τη Σταματίνα. Αν ξεκουμπιζόταν μόλις με έβλεπε, θα της πρόσφερα και τσιγάρα για το δρόμο. Ντύθηκα βιαστικά, έβαλα στην τσέπη του παλτού το cd και βγήκα στο κρύο. Αγόρασα δύο πακέτα τσιγάρα της μάρκας της και μπήκα στο πρώτο ταξί της πιάτσας. Ήταν καθαρό και μύριζε έντονα αποσμητικό. Ο οδηγός χάρηκε όταν άκουσε τον προορισμό μου· εκεί κοντά θα παρέδιδε το ταξί στον αντικαταστάτη του. Πριν χαρώ για τη μικρή ευτυχία που άθελά μου του πρόσφερα, θυμήθηκα τις φορές που οι συνάδελφοί του μου αρνήθηκαν κούρσα με τη δικαιολογία του σχολάσματος. Ετοιμάστηκα να ρωτήσω αν τον περίμενε κάποια στο σπίτι, αλλά με πρόλαβε αυτός. “Βλέπεις να κερδίζει αύριο η Εθνική στη μπάλα;” ρώτησε, λες και με είδε να κρατάω καμιά γυάλινη σφαίρα από αυτές που χρησιμοποιούν οι απατεώνες των προβλέψεων. Για δες που υπάρχει κόσμος ο οποίος ασχολείται ακόμα με αυτούς τους losers. “Προβλέπω ότι θα χάσουμε εύκολα και με διαφορά”, είπα, χωρίς να γνωρίζω τον αντίπαλό μας. Δεν του άρεσε το προγνωστικό μου, μάλλον το είχε παίξει στάνταρ άσσο ή δύο, αν παίζαμε εκτός. Γνώρισα τη Σταματίνα πριν λίγες εβδομάδες, όταν ρώτησα για διαμέρισμα προς ενοικίαση στο μεσιτικό γραφείο που εργαζόταν. Υπήρχαν δύο διαθέσιμα και προθυμοποιήθηκε να μου τα δείξει αμέσως. Στη διαδρομή με πληροφόρησε για την παλαιότητα και την κατάσταση των πολυκατοικιών, τη θέρμανση και το ύψος των κοινοχρήστων. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι προτιμά να εξυπηρετεί εργένηδες· οι γονείς που αναζητούν σπίτι για τα πρωτοετή παιδιά τους την εκνευρίζουν με τις απαιτήσεις, τα παζάρια και την αναποφασιστικότητά τους. Η φωνή της ήταν ζεστή, θα την χαρακτήριζα έως και βελούδινη, χωρίς μεγάλες αυξομειώσεις στην ένταση· πρόδιδε πράο και ευαίσθητο άτομο. Το άκουσμά της μου προκαλούσε ευχαρίστηση. Για να την ακούω έκανα ερωτήσεις για τη δουλειά και την καθημερινότητά της. Απέρριψα το πρώτο, σκοτεινό διαμέρισμα και το δεύτερο εξαιτίας ενός όρου στο συμβόλαιο που με υποχρέωνε να πληρώσω όλους τους μήνες ακόμα και αν έφευγα πριν τη λήξη του. Η Σταματίνα υποσχέθηκε να μου βρει ένα καλό κι εγώ το εξέλαβα ως ένδειξη συμπάθειας. Της πήρε ένα μήνα και όταν μου έδωσε τα κλειδιά, της υποσχέθηκα κέρασμα μόλις μετακομίσω. Γελώντας είπε “θα κερδίσω μπόνους χωρίς έξτρα προσπάθεια”. Την συνάντησα τυχαία στη γειτονιά ένα βράδυ λίγο πριν τα Χριστούγεννα και της θύμισα την υπόσχεσή της. Αμφιταλαντεύτηκε και για να γείρει προς το ναι, είπα ψέματα ότι πήγαινα στην κάβα για να προμηθευτώ δύο μπουκάλια βότκα και την επομένη θα της πήγαινα την πρόσκληση στο γραφείο. Η βότκα ήταν η πιο σωστή λέξη που θα μπορούσα να ξεστομίσω εκείνη τη στιγμή, η μαγική λέξη, το password. Με ακολούθησε στην κάβα, διάλεξε μάρκα και πήγαμε στο σπίτι. Τις επόμενες ώρες ήπιαμε το ένα μπουκάλι, ακούσαμε μουσική και συζητήσαμε πολύ. Ήταν προπονημένη και άνετη με το ποτό, ενώ εγώ έπινα συγκρατημένα για να μην χάσω τον έλεγχο. Κοιμηθήκαμε μαζί. Το τριήμερο που ακολούθησε μεταφέραμε το κέντρο επιχειρήσεων στο δικό της σπίτι. Ήταν τρεις αξέχαστες νύχτες που θα ήθελα να γίνουν χίλιες δεκατρείς. Και μετά μας χώρισαν οι γιορτές. Μπήκα στο σαλόνι και τις βρήκα να κάθονται, η μία στην πολυθρόνα και η άλλη στο χαλί. Παρέδωσα τα δώρα και κάθισα στον καναπέ. Η Σταματίνα κοίταξε βιαστικά τους τίτλους των τραγουδιών και άφησε το cd στο τραπεζάκι, δίπλα στα ποτήρια, τα άδεια μπουκάλια και τα πακέτα, τα γεμάτα τασάκια. Ανάψαμε τσιγάρα και μιλήσαμε για πέντε λεπτά. Ύστερα η αγέλαστη Κασσάνδρα που έδειχνε να μη με εγκρίνει, πήρε μερικά τσιγάρα και πήγε στην άλλη άκρη του σαλονιού, εκεί που βρισκόταν το στερεοφωνικό. Κάθισε με την πλάτη προς το μέρος μας, φόρεσε τα ακουστικά και άκουγε από αυτά τη μουσική που ακούγαμε και εμείς από τα ηχεία. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ Η Σταματίνα που μάλλον είχε πιει αρκετά κουνούσε αργά το κεφάλι σαν να αιωρούταν στο διάστημα. Δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Πλησίασε στα πόδια μου χωρίς να σηκωθεί από το πάτωμα, ακούμπησε την πλάτη στον καναπέ και το κεφάλι στο γόνατό μου. Της χάιδεψα τα μαλλιά. Μετά γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε για λίγο με βλέμμα που φανέρωνε απορία, λες και να αναρωτιόταν τι είναι αυτό που την έφερε κοντά μου. Συνέχισα να την χαϊδεύω επίμονα ως εκεί που έφταναν τα χέρια μου, δηλώνοντας σιωπηλά την επιθυμία να μείνουμε μόνοι. Έπιασε το υπονοούμενο και με χάιδεψε πάνω από το παντελόνι, ρίχνοντας ταυτόχρονα πονηρό βλέμμα. Για να την διευκολύνω κατέβασα το φερμουάρ. Το ανέβασε κοιτάζοντας με επιτιμητικά, ήπιε μια γουλιά και μου γύρισε πάλι την πλάτη. Η διάθεσή μου βούτηξε στο κενό. Έγειρα πίσω και σε λίγο δέχτηκα την επίθεση της νύστας. Πόσες φορές δεν είχα βρεθεί σε παρόμοια θέση, εγκλωβισμένος μακριά από αυτό που ολόψυχα επιθυμούσα, ένα κρεβάτι σε ένα ήσυχο δωμάτιο! Έφτιαχνα άνετα ένα best of με περιπτώσεις αφόρητης βαρεμάρας σε θρανία, οικογενειακές συνάξεις, εκκλησίες, σκοπιές, σε σινεμά (παρακολουθώντας δυσνόητες ταινίες βαριάς κουλτούρας για χάρη της συνοδού) και σε ραντεβού (περιμένοντας την ώρα της δράσης). Ήθελα να σιχτιρίσω τις δύο φιλενάδες που με έβλεπαν μόνο σαν ντελιβερά τσιγάρων και να αποδράσω από το μίζερο περιβάλλον τους, αλλά θα έχανα την ευχάριστη κατάληξη της βραδιάς – στην απίθανη περίπτωση που θα υπήρχε μια τέτοια. Αποφάσισα να συνεχίσω το νυστοπόλεμο. Δεν άντεξα ούτε μισή ώρα. Δήλωσα ότι θα βγω έξω για να ξενυστάξω, κρύβοντας ότι δεν σκόπευα να επιστρέψω. Πριν φύγω πλησίασα την Κασσάνδρα, τράβηξα το ένα ακουστικό και της είπα “τσέκαρε στο λεξικό τη λέξη παρείσακτος”. Σήκωσε τα μάτια και είπε με περιφρόνηση “ήρθαν τα άγρια”. Δεν χρειαζόταν να συνεχίσει, τα είπε όλα με μισή παροιμία. Μπήκα στο σπίτι μου όπου με περίμεναν ο σκύλος και το κρεβάτι. Μόλις σκεπάστηκα ο πιστός φίλος μου κουλουριάστηκε δίπλα στα πόδια μου. “Να επιμείνω, Λουξ, βλέπεις μέλλον σ’ αυτή την ιστορία;” Με πήρε ο ύπνος πριν ακούσω την απάντηση.
Τα βιβλία του Μπάμπη Αργυρίου “Έχω όλους τους δίσκους τους” και “Προτιμώ τα παλιά τους” κυκλοφορούν από την Mic Books.