Έχοντας στο ενεργητικό της ήδη τρία ντοκιμαντέρ, δύο για την αναπηρία και ένα για τους ρακοσυλλέκτες, η σκηνοθέτιδα Μαρίνα Δανέζη αποφάσισε να ασχοληθεί με ακόμη μία ευπαθή ομάδα, τους ρομά. Το Sam Roma/Είμαστε Τσιγγάνοι θα προβληθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας (25 Σεπτεμβρίου, Ταινιοθήκη της Ελλάδος) και αφού ολοκληρώσει την πορεία του σε διάφορα φεστιβάλ, θα είναι διαθέσιμο ελεύθερα και στο διαδίκτυο.
Η Μαρίνα εξηγεί τι πρόκειται να δούμε και ποια ήταν η προσέγγισή της στο συγκεκριμένο θέμα. «Ουσιαστικά, πρόκειται για μια προσπάθεια, έναυσμα της οποίας ήταν η ανάθεση από ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ένταξη των τσιγγάνων στην κοινωνία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δημιουργήθηκαν τέσσερις ταινίες από τέσσερις διαφορετικούς σκηνοθέτες -Σταύρος Ψυλλάκης, Νίκος Αναγνωστόπουλος, Μύρνα Τσάπα-, μία εκ των οποίων κι εγώ. Προσπάθησα να προβάλλω την κουλτούρα των ανθρώπων, πώς αυτοπροσδιορίζονται, ποιες είναι οι συνθήκες ζωής τους και τι αντιμετωπίζουν. Ασχολήθηκα από την καταγωγή τους και τα παραδοσιακά τους παραμύθια, μέχρι και το σήμερα».
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που γύρισε μια ταινία υπό συγκεκριμένες συνθήκες, τελικά όμως αυτό ακριβώς ίσως και να ήταν το πιο γοητευτικό στοιχείο του όλου εγχειρήματος. «Η αλήθεια είναι ότι η ανάθεση ήρθε εντελώς ξαφνικά. Ήταν ένας κόσμος με τον οποίο δεν είχα μεγάλη οικειότητα, γιατί συνηθίζω στις ταινίες μου να κάνω έρευνα χρόνων. Για την προηγούμενη ταινία, τους Ρακοσυλλέκτες, που ήταν μεγάλου μήκους, η έρευνα διήρκεσε. Αυτή τη φορά, έπρεπε πάρα πολύ σύντομα να τελειώσω μια ταινία. Έχω κάνει δύο μικρού μήκους για την αναπηρία, μια για το Σωματείο Ρακοσυλλεκτών και αυτή είναι η τέταρτη ως σκηνοθέτις, καθώς πλέον έχω μπει και στην παραγωγή. Οι πρώτες τρεις έγιναν λόγω προσωπικής ανάγκης. Οι δύο ήταν εντελώς διαφορετικές οπτικές δύο ανάπηρων ανθρώπων. Η τρίτη ταινία, για το Σωματείο Ρακοσυλλεκτών, ξεκίνησε με έναυσμα τη γιαγιά μου, η οποία είχε σχιζοφρένεια και ήταν η ίδια ρακοσυλλέκτρια χωρίς να έχει ανάγκη. Η σχιζοφρένεια την είχε οδηγήσει εκεί. Ως παιδί, ήθελα να εξερευνήσω ποιοι είναι οι ρακοσυλλέκτες. Η γιαγιά μου απεβίωσε όταν ήμουν 11 ετών και ήθελα να μάθω γι’ αυτούς. Οι πρώτες ταινίες ήταν αυτοβιογραφικές με έναν τρόπο. Αυτή είναι η πρώτη χωρίς να έχω κάποια ειδική αναφορά σε κάτι προσωπικό. Είχα πολύ λίγο χρόνο για την προετοιμασία της στη διάθεσή μου, αλλά αυτό ήταν και το μεγάλο στοίχημα. Πάντα δούλευα χωρίς deadline, ήταν η πρώτη φορά που είχα χρονικό περιορισμό και ήμουν αυστηρή ως προς αυτό. Πιέστηκα πάρα πολύ, γιατί ταυτόχρονα κάναμε την παραγωγή μιας τηλεοπτικής σειράς – Τα Στέκια – και παράλληλα, είχαμε όλα τα φεστιβαλικά ταξίδια των Αισθηματιών του Νίκου Τριανταφυλλίδη».
Η πρώτη σκέψη που κάνει κάποιος όταν ακούει για ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τους Ρομά έχει να κάνει με τον βαθμό δυσκολίας ως προς την προσέγγισή τους, για να δεχτούν να συμμετάσχουν. Η Μαρίνα καταρρίπτει και αυτό και αρκετά ακόμη στερεότυπα: «Το είδα σαν μια πρόκληση και περιπέτεια, απλώς το έκανα. Ήταν εύκολο να τους κάνω να μ’ εμπιστευθούν, γιατί έχω έχω μια εμπειρία πάνω σε κοινωνικές ομάδες πιο ιδιαίτερες. Δεν ξέρω αν ήταν άλλος άνθρωπος, με άλλες αναφορές, αν θα κατάφερνε το ίδιο. Για μένα ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι. Ευτυχώς βρήκα ένα σύνδεσμο από την Αθήνα προς το Άργος και ξεκίνησα να πηγαίνω από συγγενή σε συγγενή καλύπτοντας τους νομούς Αργολίδας, Ηλείας και Κορινθίας. Ήμουν μια εβδομάδα on the road, με τον Χρήστο Σαρρή, τον διευθυντή φωτογραφίας που έκανε κάμερα και τον Κώστα Κουτελιδάκη και πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, συγγενών πάντα. Ήμασταν, κατά κάποιο τρόπο, σ’ ένα προστατευμένο περιβάλλον».
Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα. Η επιφυλακτικότητα των ρομά καλά κρατεί και δικαίως εδώ που τα λέμε. Χρειάζεται τρόπος για να βρεις τα «κουμπιά» τους, τον οποίο και είχε η Μαρίνα. «Πίστεψέ με, κανένας άνθρωπος δεν θα είναι επιφυλακτικός αν καταλάβει ότι είσαι κι εσύ ανοιχτός. Όσο περισσότερο ανοιχτείς και του μιλήσεις για τη ζωή σου και τι θέλεις να κάνεις, τόση περισσότερη πρόσβαση θα έχεις για να πετύχεις το στόχο σου. Ο δικός μου ήταν αυτό το ντοκιμαντέρ να δείξει μια γενικότερη αίσθηση, δεν εισβάλλει τόσο πολύ στη ζωή των χαρακτήρων. Και η αίσθηση που ήθελα να βγει ήταν ότι πρόκειται για ανθρώπους με χιούμορ, έξω καρδιά, που πραγματικά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον βιοπορισμό τους. Ήθελα επίσης να φανεί ότι έχουν κρατήσει ένα κομμάτι της νεοελληνικής κοινωνίας που έχει χαθεί. Φυσικά ως φυλή έχουν μια μεγάλη ιδιαιτερότητα. Δεν έχουν γραπτό λόγο, η τσιγγάνικη γλώσσα δεν είναι καταγεγραμμένη, απλώς περνάει από γενιά σε γενιά μαζί με τις παραδόσεις και τα έθιμά τους. Στην Αθήνα, μάλιστα, σιγά-σιγά σβήνει. Στην επαρχία διατηρείται ακόμη πολύ δυνατή. Στην Αθήνα υπάρχουν ακόμη και ρομά που λόγω αφομοίωσης με τον υπόλοιπο πληθυσμό, δεν την καταλαβαίνουν. Για παράδειγμα, οι νέες γενιές δεν ξέρουν να σου πουν παραδοσιακά παραμύθια».
Κατά τη διάρκεια της συλλογής του υλικού της, άκουσε, όπως ήταν αναμενόμενο, πολλά παράπονα, αλλά και τη δική τους οπτική πάνω στα στερεότυπα που τους αφορούν. «Υπάρχει και το κομμάτι της παραβατικότητας. Οι ίδιοι τη δικαιολογούν, υποστηρίζουν ότι στόχος τους δεν είναι να βλάψουν. Κλέβουν για την επιβίωση. Πρέπει όλοι οι υπόλοιποι να σκεφτούμε γιατί αναγκάζονται να κλέψουν σίδερα, τι αντιμετωπίζουν για ένα κομμάτι ψωμί. Ο κ. Χαλιλόπουλος, ο εγγονός του βασιλιά των τσιγγάνων, μου είπε κάτι πολύ ενδιαφέρον, “δεν μπορούμε να απολογηθούμε, όλοι είναι παραβατικοί. Δεν είναι μόνο οι τσιγγάνοι παραβατικοί, είναι όλοι, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα εγκλήματα δεν γίνονται από τσιγγάνους, γίνονται από μορφωμένους ανθρώπους”. Άδικο έχει;».
-Ποιό ήταν, λοιπόν, το μεγαλύτερο μάθημα που πήρες μέσω όλης αυτής της εμπειρίας των γυρισμάτων;
-Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει να ζουν τη στιγμή. Και με κάθε αφορμή στήνουν ένα γλέντι. Αυτό, λοιπόν, θα κρατούσα: Ζήσε τη στιγμή, πέρνα καλά, η ζωή είναι μικρή.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014, στις 19:45, Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 και Μεγάλου Αλεξάνδου 134-136)
Περισσότερες πληροφορίες στη σελίδα του Sam Roma στο facebook
Συντελεστές:
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Μαρίνα Δανέζη
Παραγωγή: Νίκος Τριανταφυλλίδης, ΝΙΜΑ Ενέργειες Τέχνης και Πολιτισμού, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Βυζαντινό Μουσείο και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Χρήστος Σαρρής
Μοντάζ: Γιώργος Ζαφείρης
Ηχοληψία: Κώστας Κουτελιδάκης, Γιάννης Αντύπας
Πρωτότυπη Μουσική: Κωστής Ζουλιάτης, Sam Roma.
Μιξάζ: Δημήτρης Μυγιάκης
Color Correction: Κλαούντιο Μπολιβάρ