Ο Tetsumi Kudo γεννήθηκε το 1935 στην Οσάκα της Ιαπωνίας και αποφοίτησε από το Εθνικό Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών του Τόκιο το 1958. Ήδη ένα χρόνο πριν την αποφοίτησή του είχε διοργανώσει τη δική του προσωπική έκθεση στη Galerie Blanche του Τόκιο. Το 1962 έλαβε μέρος στη Διεθνή Έκθεση Νέων Καλλιτεχνών του Τόκιο, όπου κέρδισε όχι μόνο το πρώτο βραβείο αλλά και ένα ταξίδι στο Παρίσι. Το έργο του έκανε διεθνείς εμφανίσεις στη Biennale της Βενετίας (1976) και του Σάο Πάολο (1977), ενώ σταδιακά κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις και στις Κάτω Χώρες και στη Γαλλία, όπου πλέον συναντά πολύ συχνά τα έργα του είτε σε μεμονωμένες εκθέσεις, είτε στις μόνιμες συλλογές του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης (Musée Moderne de la Ville de Paris) είτε του Centre Georges Pompidou. Πέθανε από καρκίνο στις 12 Νοεμβρίου του 1990. Ανακαλύφθηκε από την Popaganda στις 28 Μαΐου του 2014 και φαίνεται ότι έχει διατηρήσει την ικανότητά του να σοκάρει, ακόμη και 24 χρόνια μετά θάνατον.
Ο Kudo γεφυρώνει πολλές διαφορετικές καλλιτεχνικές τάσεις του τελευταίου μισού του 20ου αιώνα, το γαλλικό Nouveau Realisme, το ρεύμα Fluxus, την Pop art, τις αντι-αρτιστίκ τάσεις του 1960, το ντανταϊσμό και τον Ιαπωνικό μεταμοντερνισμό, χωρίς όμως να ανήκει σε καμία από αυτές. Στο Παρίσι, ο προσανατολισμός του άλλαξε απότομα και δραστικά: δεν είχε το στούντιο που χρειαζόταν κι έτσι άρχισε να φτιάχνει μικρά αντικείμενα με καθημερινά εργαλεία κουζίνας, τα μεταλλικά κλουβιά έγιναν το σήμα κατατεθέν του, ενώ οι αναφορές του έργου του στην πυρηνική φυσική γίνονταν όλο και πιο έντονες, με τίτλους όπως «Proliferous Chain Reaction in X-style Basic Substance». Αργότερα, ο ίδιος έγραψε «γεννιόμαστε σε ένα κουτί (μήτρα), ζούμε σε ένα κουτί (διαμέρισμα) και μετά θάνατον καταλήγουμε σε ένα κουτί (φέρετρο)». Συνέχισε προσθέτοντας μορφοποιημένα, σαν από γύψο, μέρη του ανθρώπινου σώματος στα όλο και πιο γκροτέσκα γλυπτά του – μάτια έξω από τις κόχες τους, λιωμένο δέρμα, μυαλό, χέρια σε εξωπραγματικές στάσεις, πρόσωπα αποκομμένα από το κεφάλι και ψεκασμένα με fluo χρώματα. Αυτός ο μακάβριος συνδυασμός οργανικού και ανόργανου, βέβαια, παύει σε κάποια φάση να θυμίζει γλυπτό και καταλήγει να θυμίζει, όπως σχολιάζει εύστοχα η αρθρογράφος, ένα «εξωγήινο σόου κηπουρικής», όπου τα ανθρώπινα μέλη χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση του εκθεσιακού προϊόντος. «Τα γλυπτά του Kudo δεν έμοιαζαν τόσο με γλυπτική όσο με props από κάποια μακάβρια ταινία επιστημονικής φαντασίας», είχε πει ο Αμερικάνος καλλιτέχνης και ειδικός στα installation, Mike Kelley. Ο Julie Verhoeven, ένας Βρετανός καλλιτέχνης που μοιάζει να μοιράζεται την προτίμηση του Kudo στα γεννητικά όργανα και το χρώμα, είναι επίσης μεγάλος φαν.
Καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε μια εκκεντρική και αινιγματική φιγούρα της μεταπολεμικής τέχνης. Η στάση, η προσέγγιση, το ταπεραμέντο και η φιλοσοφία του μάλλον τον φέρνουν κοντά σε καλλιτέχνες όπως ο Joseph Beuys, ο Paul Thek, ο James Lee Byars και ο Yayoi Kusama. Η σημασία, όμως, της δουλειάς του Kudo βρίσκεται στη σχέση της με την μεταπολεμική κουλτούρα και σκέψη εν γένει. Πέρα από την έκδηλη οικολογική του προφητεία, παντού εκφράζει μια βαθιά ανησυχία για τη μοίρα του ανθρώπου – στοιχείο που αναγνωρίζεται εύκολα στο σύνολο της καλλιτεχνικής παραγωγής της μεταπολεμικής περιόδου, στον απόηχο της πυρηνικής έκρηξης στην πατρίδα του και αλλά και στην αυγή της νέας «κούρσας» εξοπλισμών του Ψυχρού Πολέμου. Άλλοι βέβαια υποστηρίζουν ότι ο ίδιος ήθελε περισσότερο να δώσει έμφαση στο στοιχείο της μεταμόρφωσης, παρά να κάνει μια σαφή δήλωση ή διαμαρτυρία για την ατομική βόμβα, κάτι που βασίζεται στην αριστοτελική δήλωση του Kudo πώς «όλα βρίσκονται σε ένα στάδιο μεταμόρφωσης».