Ένα όνειρο του Αντώνη Στεργιάκη, του ανθρώπου που ουσιαστικά εδραίωσε το αθηναϊκό art-house κύκλωμα με θρυλικούς κινηματογράφους σαν το Elysee, το Μετροπόλ και το Αλφαβίλ, το Ταινιόραμα έκανε την πρώτη του προβολή πριν από δυόμιση σχεδόν δεκαετίες. Έκτοτε, έχει εξελιχθεί όχι απλώς στον πλέον αγαπητό θεσμό της κινηματογραφόφιλης Αθήνας κάθε τέλος σαιζόν, αλλά σε ένα ετήσιο ραντεβού με την Ιστορία του κινηματογράφου ολόκληρη, με την οθόνη του Άστυ να απλώνει σε ένα υπερχορταστικό πρόγραμμα εκατοντάδων τίτλων, από πασίγνωστα αριστουργήματα του σινεμά, μέχρι μικρότερα ξεχασμένα διαμάντια που περιμένουν να ανακαλυφθούν ξανά. Ταινίες που, για δυο μήνες τη φορά, μετατρέπουν την επιβλητική αίθουσα της οδού Κοραή σε ένα άχαστο θερινό σχολείο του σινεμά.
«Το ξεκίνησε ο συγχωρεμένος ο μπαμπάς τότε που ήμασταν μικροί, κι εγώ κι ο Δημήτρης και κουβαλάγαμε τις κόπιες » θυμάται ο Γιώργος Στεργιάκης, ο μικρότερος των δυο αδερφών που κρατάνε την παράδοση ζωντανή, όχι μόνο λειτουργώντας το Άστυ ως τον μόνο πλέον πόλο έλξης στην από κάτω μεριά της Πανεπιστημίου (εκεί που κάποτε ανθούσαν το Άστορ και το στολίδι του Αττικόν-Απόλλων), αλλά και διατηρώντας με συνέπεια την εκλεκτική εταιρεία διανομής του πατέρα τους, Ama Films. «Το πρώτο φεστιβάλ είχε γίνει στο Αλφαβίλ και τα πρώτα χρόνια ήταν ένα happening, υπήρχαν χορηγοί, τσάμπα τσιγάρα, τσάμπα ποτά… Αλλά τότε ήταν εποχές όπου ο Έλληνας θεατής ήταν πολύ διψασμένος, γιατί τα μόνα φεστιβάλ που είχαν ξεκινήσει ήμασταν εμείς κι αργότερα οι Νύχτες Πρεμιέρας», συμπληρώνει ο Δημήτρης.
Ο Νύχτες Πρεμιέρας τον περασμένο Σεπτέμβρη έκλεισαν τα 19 τους, κι έχουν ήδη περάσει τις κρίσεις τους τόσο στην κατεύθυνση του προγραμματισμού, όσο και στη μάχη των ταμείων τους απέναντι στο θηρίο της πειρατείας. Το Ταινιόραμα όμως, παρ’ ότι μπορεί να μη ζει πια τα παλιά του μεγαλεία, παραμένει πεισματάρικα αλύγιστο. «Είναι εντελώς διαφορετικό το δικό μας φεστιβάλ», εξηγεί ο Γιώργος. «Ακόμη και τότε, εμείς ήμασταν το περιθωριακό φεστιβάλ», λέει κι ο Δημήτρης, και παρ’ ότι το Ταινιόραμα είχε βάλει και κάποιες πρεμιέρες στον προγραμματισμό των πρώτων χρονιών του, ο θεσμός πήρε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: να σε φέρει σε επαφή με πράγματα που έχουν στιγματίσει την παγκόσμια κινηματογραφική σκηνή, και τα οποία δεν θα έχεις πουθενά αλλού την ευκαιρία να δεις σε τέτοιες συνθήκες.
Για παράδειγμα, θυμάμαι πως το Ταινιόραμα μού είχε δώσει την ευκαιρία να δω για πρώτη (και τελευταία) φορά απλωμένον σε μεγάλη οθόνη τον τεράστιο Πολίτη Κέιν του Orson Welles και το εξομολογούμαι στον Γιώργο. «Έχει μάθει πολύς κόσμος σινεμά εδώ», παραδέχεται, «γιατί κάνουμε αφιερώματα και ιστορίες διάφορες σε σκηνοθέτες και κινηματογραφικά είδη που κανένας άλλος κινηματογράφος δεν θα μπει στον κόπο να ψάξει για να το κάνει». Κι όταν μιλάει για ψάξιμο, το εννοεί κυριολεκτικά –άλλωστε, το 99% των ταινιών του φετινού Ταινιοράματος, προβάλλεται σε φιλμ των 35mm, γεγονός που αποτελεί μια Σταυροφορία από μόνο του. «Παλιότερα υπήρχαν πολύ μεγαλύτερα αρχεία σε 35άρι φιλμ, οπότε υπήρχε και πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να ξεσκονίσεις και να βρεις κόπιες παλιές και να τις προβάλεις. Τώρα είναι πολύ δύσκολο, πάρα πολλές εταιρείες έχουν κλείσει κι έχουν πετάξει το αρχείο τους. Ας πούμε, εμείς φέτος ψάχναμε 10 κόπιες και χρειάστηκε να ψάξουμε να βρούμε συλλέκτες, να πάμε στο σπίτι ενός ανθρώπου ας πούμε, να βρούμε μια κόπια στην αποθήκη του και να την πάρουμε να την προβάλουμε. Ε ποιος να κάτσει να το κάνει αυτό;».
Συνήθως το μεγάλο άγχος του προγραμματιστή ενός φεστιβάλ, είναι το ποιες ταινίες θα αφήσει απ’ έξω απ’ το πρόγραμμά του, για να μπορέσει να χωρέσει την εικόνα του για την εκάστοτε κινηματογραφική χρονιά που έρχεται, μέσα στις λίγες μέρες που έχει στη διάθεσή του. Με βλέμμα προς τα πίσω και 168 ταινίες στο πρόγραμμά τους φέτος, οι διοργανωτές του Ταινιοράματος έχουν εντελώς διαφορετική σκοτούρα. «Πρέπει να έχεις μεράκι για να την κάνεις αυτήν την ιστορία», λέει ο Δημήτρης, που μαζί με τον αδερφό του περνάνε περίπου δυόμιση με τρεις μήνες για να συνθέσουν το πρόγραμμα της κάθε χρονιάς. «Εμείς επειδή το αγαπάμε αυτό το πράγμα, ψάχνουμε να βρούμε ό,τι μπορούμε καλύτερο για να ευχαριστήσουμε τον κόσμο μας. Να εντάξουμε σε μια ολότητα το κάθετί που κρύβει ο καθένας σε μια αποθήκη, ούτως ώστε ο θεατής να το χορτάσει ρε παιδί μου. Να πάρει ο άλλος μια κάρτα των €40 και να ξέρει ότι θα έρθει και θα κάτσει εδώ πέρα και θα χαίρεσαι να τον έχεις δυο μήνες εδώ να βλέπει σινεμά!».
«Αυτό που κάνουμε με την κάρτα, δεν το κάνει κανένας», συμπληρώνει κι ο Γιώργος. «Δεν βγαίνει τίποτα απ’ την κάρτα, δεν το κάνουμε για τα λεφτά. Το κάνουμε για να μπορέσουν 100-150 σινεφίλ να ευχαριστηθούνε σινεμά, και να το ευχαριστηθούνε τζάμπα. Να έρθει ο άνεργος να δει σινεμά τζάμπα. Είναι σα να πληρώνεις για μιας βδομάδας πρόγραμμα, και να βλέπεις άλλες εφτά βδομάδες τζάμπα: λιγότερο από ένα ευρώ τη μέρα σου βγαίνει, σχεδόν μισό ευρώ για τρεις ταινίες!». Κι ο κόσμος έρχεται. Χαζός είναι να μην έρθει; Όση ώρα είμαστε μαζεμένοι οι τρεις μας στην είσοδο του Άστυ κι ο Γιάννης φωτογραφίζει σα παιδί σε ζαχαροπλαστείο το θησαυρό από χαπάκια για νοσταλγικά τριπάκια που έχουν οι Στεργιάκηδες διάσπαρτα στα γραφειάκια του υπογείου της Κοραή, το τηλέφωνο δε σταματάει να χτυπάει. Δροσερές πιτσιρίκες με σηκωμένα μπατζάκια και πιτσιρίκες στην ψυχή με χάλκινα μαλάκια, έρχονται να πάρουν προγραμματάκια και κάρτες διαρκείας. Κι ενώ έξω απ’ το σινεμά μαίνεται το τσιφτετελοχιπχόπ των εκλογικών περιπτέρων, η δροσιά του υπογείου αποκτά εξωτική μυρωδιά απ’ τις σάμπες και τις ρούμπες που παίζουν στα ηχεία.
Η κατάβαση στο Άστυ είναι πάντα σαν ταξίδι σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν. «Βλέπεις κόσμο της σχολής Σταυράκου, κόσμο απ’ τα ΙΕΚ, πιτσιρικάδες 18, 19, 20 χρονών, γκομενίτσες της ίδιας ηλικίας, παιδιά της γενιάς του κατεβάσματος, αντί να κατεβάζουν ταινίες και να τις βλέπουν σπίτι τους, να βγαίνουν και να κατεβαίνουν εδώ για να τις δουν. Μ’ αρέσει πολύ αυτό, περισσότερο απ’ τον σαραντάρη που έρχεται και παίρνει την κάρτα», λέει ο Δημήτρης κι απ’ τη λάμψη στο πρόσωπό του, βλέπεις ότι το εννοεί. «Τρέντηδες, κουλτουριάρηδες, απολιτίκ, χίλιες-δυο φυλές! Βλέπεις ρε παιδί μου τη συνέχεια των γενιών απέναντί σου, σα να βλέπεις μια ταινία. Άμα έχεις και θύμησες από εποχές παλιότερες, το Art Studio και τα άλλα σινεμά εκείνης της εποχής, το βλέπεις κι αλλιώς. Μ’ αρέσει που θα έρθει ο πιτσιρικάς εδώ τρεις ώρες, θα βγει και στο διάλειμμα, θα πάρει μια μπύρα, θα κάτσει στα σκαλιά, θα μαζευτούν άλλοι τρεις… Αυτή η φωτογραφία σού δίνει δύναμη».
«Ή που έρχονται και σε ρωτάνε γιατί έχει γρατζουνιά η ταινία, γιατί έχει γραμμή, μήπως κόβει ο μηχανικός, ή στον Argento λείπουν δυο λεπτά… Η φάση ήταν μια φορά στο Pulp Fiction », θυμάται ο Γιώργος κι αρχίζει να γελάει. «Βρήκαμε μια κόπια να βάλουμε στο φεστιβάλ, κι ενώ έπαιζε, βγαίνει μια παλιά πελάτισσά μας απ’ την αίθουσα τρελαμένη κι αρχίζει να φωνάζει “Έκοψες την ταινία!” και “Τι ‘ν’ αυτά!” και τέτοια. Της λέω “κυρία μου, δεν κόβουμε ταινίες”, “Όχι την έκοψες!” να επιμένει, “Μα κυρία μου” να της λέω, δεν άκουγε τίποτα! Έλειπαν 10 λεπτά! Τα οποία, βέβαια, δεν ήταν από κόψιμο, απλώς το φιλμ είναι χωρισμένο σε μπομπίνες από πράξη σε πράξη, και για να ενώσουν τα δυο κομμάτια οι μηχανικοί προβολείς, κόβουν ένα καρέ απ’ τη μία, ένα καρέ απ’ την άλλη, και κάνουν την ένωση!», εξηγεί γελώντας.
Δεδομένου ότι ένα καρέ διαρκεί 1/24ο του δευτερολέπτου, υπολόγισε μόνος σου πόσες φορές* προβλήθηκε η συγκεκριμένη κόπια για να της λείπουν 10 λεπτά σε διάρκεια κι αναλογίσου τι κουβαλάει πάνω της. Πόσα ζευγάρια μάτια άνοιξαν διάπλατα, πόσα μυαλά ηλεκτρίστηκαν, πόσοι άνθρωποι συγκινήθηκαν, γέλασαν, πανηγύρισαν, πόσοι ερωτεύτηκαν βλέποντας την ταινία. Πόσοι άνθρωποι άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουν το σινεμά, χάρη στην χημική ουσία αυτής της κόπιας. Ιστορία μπολιασμένη με ένα συγκεκριμένο ρολό φιλμ, μια ιστορία που μπορείς να την αγγίξεις, ανοίγοντας τις μπομπίνες και ξεδιπλώνοντας το σελιλόιντ. Μπορείς να πεις το ίδιο και για τη σειρά από μηδενικά και άσους που εναλλάσσει το ψηφιακό κουτί που έχεις σπίτι σου; Μάλλον όχι. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι δυο Στεργιάκηδες στο φετινό τους φεστιβάλ φωνάζουν ότι «Το Φιλμ δεν Πεθαίνει ποτέ». Ή τουλάχιστον, δεν θα το αφήσουν να πεθάνει.
*Η απάντηση είναι: 7.700 φορές.
Το Ταινιόραμα θα προβάλει 168 επιλεγμένες ταινίες (165 απ’ τις οποίες θα προβληθούν σε φιλμ) χωρισμένες σε ημερήσιες θεματικές ενότητες των τριών ταινιών, που ξεκίνησαν χθες, Πέμπτη 15 Μαΐου, με το αφιέρωμα David Lynch ο Μέγας και ολοκληρώνονται την Τετάρτη 9 Ιουλίου με το Δολοφόνοι επί Τρία. Το ημερήσιο εισιτήριο κοστίζει €6 και η κάρτα απεριορίστων €40. Οι προβολές θα ξεκινούν καθημερινά στις 6μμ, στον κινηματογράφο Άστυ (Κοραή 4, μετρό Πανεπιστήμιο, 2103214998).