Κρίστοφερ Νόλαν: he likes big brains and he cannot lie.
Αυτό είναι το προσωπικό tenet του, η κυρίαρχη αρχή του έργου του. Στο Tenet, την ταινία που τη φετινή χρονιά τέντωσε την έννοια του «πολυαναμενόμενου» ως τα άκρα, ο σκηνοθέτης που εξίσωσε τις μεγάλες ιδέες με τα μεγάλα μπάτζετ παίζει για άλλη μια φορά με τις έννοιες του χρόνου και της πραγματικότητας, αλλά και τους νόμους της φυσικής, παραδίδοντας μια αριστοτεχνικά φτιαγμένη περιπέτεια, που όμως είναι και μια ευθεία πρόκληση απέναντι στο κοινό (φανατικό και casual) που εδώ και τόσα χρόνια τού έχει εξασφαλίσει, δίκαια, ένα αδιαφιλονίκητο σερί επιτυχιών, όσο «δυσπρόσιτες» κι αν ακούγονται οι συλλήψεις τους on paper.
Η ιστορία του Tenet δεν αποτελεί εξαίρεση: ένας ανώνυμος πράκτορας της CIA, ο Πρωταγωνιστής (Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον), στρατολογείται σε μια ελίτ διεθνών κατασκόπων προκειμένου να αποτρέψει τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο/την ισοπέδωση του πλανήτη/την επιστροφή του Θάνος (κάτι πολύ καταστροφικό, τέλος πάντων, όπως επιμένουν να επαναλαμβάνουν διάφορες φιγούρες που συναντά ανά διαστήματα). Ο κίνδυνος δεν είναι πυρηνικός, αλλά περιστρέφεται γύρω από μια πρωτοποριακή τεχνολογία – τόσο πρωτοποριακή που προέρχεται από το μέλλον – που βρίσκεται στα χέρια ενός Ρώσου ολιγάρχη (Κένεθ Μπράνα, με ανάλογη προφορά και πολλά παπούτσια ανοιχτά στα δάχτυλα), στο στενό κύκλο του οποίου πρέπει να παρεισφρήσει ο πρωταγωνιστής Πρωταγωνιστής για να τον σταματήσει. Στην αποστολή του ενώνει τις δυνάμεις του με έναν προσεκτικό, στυλάτο συνάδελφό του (Ρόμπερτ Πάτινσον) και τη δυστυχισμένη σύζυγο του κακού (Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, σε ένα σχεδόν πανομοιότυπο ρόλο με εκείνον που είχε στο The Night Manager) προσπαθώντας, ταυτόχρονα με εμάς, να κατανοήσει την επαναστατική ιδέα της αντιστροφής του χρόνου (ένα ταξίδι στο χρόνο που δεν είναι ταξίδι, αλλά μια αντίστροφη ροή των γεγονότων από/μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο).
Αν κάποιος σύγχρονος σκηνοθέτης μπορεί να εγγυηθεί μια αεροστεγή εγκεφαλική κατασκευή, αυτός είναι ο άνθρωπος που άφηνε τις σβούρες να γυρνούν. Όπως οι περισσότερες ταινίες-ορόσημα της φιλμογραφίας του, έτσι και το Tenet είναι φτιαγμένο σε σημαντικό βαθμό για θαυμασμό – ιδανικά της πλοκής του, αλλά και των υπόλοιπων στοιχείων που αποτελούν σήμα-κατατεθέν του σκηνοθέτη, με κυριότερη την προτίμηση στα πρακτικά κι όχι στα ψηφιακά εφέ. Εδώ, που η δράση μπορεί συμβαίνει ταυτόχρονα και ανάποδα την ίδια στιγμή, η επιμονή του Νόλαν για «χειροποίητα» εφέ και stunts αποκαλύπτεται σε όλη της την ευφυία, όπως, για παράδειγμα, στην εκτεταμένη σκηνή της καταδίωξης σε αυτοκινητόδρομο του Ταλίν, μια πρώτη γεύση της οποίας δόθηκε στα τρέιλερ για την ταινία. Δίνει έμφαση στο making του filmmaking κι εξηγεί την ακλόνητη στάση του σκηνοθέτη όσον αφορά στην έξοδο του Tenet: ανέλαβε τους τελευταίους μήνες ρόλο προφήτη-σωτήρα του σινεμά, εκείνου που θα χωρίσει τη θάλασσα ανάμεσα στους θεατές και τον κορονοϊό και θα τους οδηγήσει πίσω στις πολύπαθες κινηματογραφικές αίθουσες. Η πρεμιέρα του Tenet θεωρείται, λοιπόν, ένα ιστορικό γεγονός για τα δεδομένα του σινεμά, καθώς είναι το πρώτο στουντιακό μπλοκμπάστερ που κυκλοφορεί εν μέσω πανδημίας, κάτι που κι ο Nόλαν επεδίωξε προκειμένου να αποκτήσει επιπλέον συμβολική βαρύτητα το τελευταίο του δημιούργημα.
Θα είχε ενδιαφέρον αυτός ο συμβολισμός να προέκυπτε και από την ίδια την ταινία, που ξεκινά με μια αγωνιώδη τρομοκρατική επίθεση που καταλήγει στην ανατίναξη της Όπερας του Κιέβου, στην οποία ο μαέστρος πυροβολείται πριν την τελευταία νότα. Το Tenet, όμως, δεν είναι η σωστή στιγμή, για τον Νόλαν, να ανοίξει διάλογο με το ευρύτερο κινηματογραφικό του αποτύπωμα. Από εκεί και για τις επόμενες 2,5 ώρες, το Tenet αρνείται να φρενάρει, έστω για να θαυμάσει ένα από τα δεκάδες κοσμοπολίτικα μέρη (κι επίσης το Ταλίν) τα οποία επισκέπτεται – γιατί δεν θα μαζεύει ταξιδιωτικά μίλια μόνο ο 007. Σε μια περιπέτεια με τις αξιώσεις του Tenet, κάτι τέτοιο είναι βεβαίως ευπρόσδεκτο κι απαραίτητο, μόνο που εδώ απαιτεί την απρόσκοπτη προσοχή του θεατή χωρίς ανταμοιβή: δεν υπάρχει ένα άλυτο μυστήριο ή ένας ενδιαφέρων χαρακτήρας ή μια απολαυστική σεκάνς που δεν απαιτεί άγχος για αποκωδικοποίηση.
Κι αυτό είναι το κύριο πρόβλημα του Tenet: δεν πρόκειται για μια ιδιαίτερα διασκεδαστική ταινία. Στην απόπειρά του να φέρει εις πέρας την περίπλοκη έμπνευσή του, ο Νόλαν καταλήγει να τρέχει πιο μπροστά από όλους και να ξεχνά πίσω τους (δηλωμένα και φανερά μπερδεμένους) ηθοποιούς του, τους θεατές και την αφηγηματική μαεστρία με την οποία σύστησε παρόμοια concepts στο Memento (που συγγενεύει περισσότερο με αυτήν την ταινία στη μεταχείριση του χρόνου), στο Interstellar ή στο The Prestige. Ειδικά ο Γουάσινγκτον, μια από τις καλές περιπτώσεις νεποτισμού, βρίσκεται σε κάθε πλάνο της ταινίας κι όμως με κάποιο τρόπο καταφέρνει να μένει αχρησιμοποίητος, ενώ αναλώνεται σε διαλόγους της μορφής «δεν κατάλαβα/δεν καταλαβαίνω/δεν έχω καταλάβει». Ο μηχανισμός της πλοκής του (υπερ-αναλυμένος ή αδιαφανής; έχει διαφορά τελικά;), είναι τόσο περίπλοκος που τελικά περνάει την ιδιοφυία και φτάνει στην υπεραπλούστευση: θα σας φέρει στο νου βασικά σημεία όχι από ένα, αλλά από δύο βιβλία Χάρι Πότερ.
Η απογοήτευση, επίσης, του Tenet αποδεικνύει ότι την επόμενη φορά που το ανθρώπινο είδος θα βρεθεί σε θανάσιμο κίνδυνο, θα ήταν πιο συνετό να μην επωμιστεί μια ταινία την ψήφο εμπιστοσύνης ολόκληρου του πλανήτη στο σινεμά, μιας και οι γνώμες, ακόμα και για τον πιο ηρωοποιημένο σκηνοθέτη του αιώνα, είναι σαν τη λέξη ΤΕΝΕΤ: παλίνδρομες.