Ο Τενεσί Γουίλιαμς έζησε μια ζωή γεμάτη ετεροπροσδιορισμούς, παρανοήσεις, ανισορροπίες και ένα έντονο φλερτάρισμα με την πάντα παρούσα και πάντα φευγαλέα αίσθηση του θανάτου. «Όλη του η ζωή, όλο του το έργο στάθηκε μια μάχη αγγέλων… αγγέλων και δαιμόνων… ή, σωστότερα, αγγέλων που έμοιαζαν δαίμονες, δαιμόνων που φάνταζαν άγγελοι… Μια μάχη με τον ανάλγητο γύρω κόσμο και με τα πολυάλγεινα δαιμόνια της ψυχής… μάχη με τον φόβο της ζωής και με τον φόβο του θανάτου… μάχη ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, την ελπίδα και την απόγνωση, το όνειρο και την προ- σγείωση, την τρυφερότητα και τη βία, τη μοναξιά και τη δίψα επικοινωνίας… Η κόλαση είμαστε εμείς οι ίδιοι, έλεγε» (Μάριος Πλωρίτης, αφιέρωμα στο περιοδικό Διαβάζω, 1986).
Στην ακμή της καριέρας του, οι κριτικοί τον θεωρούσαν εκπρόσωπο του ποιητικού ρεαλισμού. Ο ίδιος θεωρούσε τη συνάντησή του με τον Γερμανό εξπρεσσιονιστή σκηνοθέτη Ίρβιν Πισκάτωρ, τη νεανική του γνωριμία με τα εξονυχιστικά λεπτομερή διηγήματα του Τσέχωφ, την επίδραση της σκηνικής μελαγχολίας και του ζόφου του έργου του Ίψεν «Βρικόλακες», που τον ενέπνευσε να αρχίσει να γράφει θέατρο, καθοριστικούς παράγοντες για το συγγραφικό του έργο: με χαρακτήρες πολύ μακριά από την πολύ αργή αληθινή ζωή, σε στιγμές κρίσης, ηλεκτρικής αντιπαράθεσης, συμπυκνωμένους μέσα σε 2 ώρες.
Οι θεατές τον λάτρεψαν γιατί είδαν σε αυτόν τον εαυτό τους, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τη θηριωδεία των οικογενεικών δεσμών, τις κατεστραμένες σχέσεις, την τραγωδία του αλλοτινού κάλλους, την αναπόληση της νεότητας, τη θλίψη, το ανέφικτο του αμερικάνικου όνειρου. Ο ίδιος, ωστόσο, είχε πάντα μια πρόθεση διευρυμένη, θεωρώντας ότι το θεάτρο ξεκλείδωσε, φώτισε και αέρισε τα ερμάρια, τις σοφίτες και τα καταγώγια της ανθρώπινης ουσίας: «Η τραγωδία του ιδανικού: η διαπίστωση ότι όλα τα ανθρώπινα ιδανικά είναι πολύ μεγάλα καπέλα για το ανθρώπινο κεφάλι. O ιπποτισμός, η δημοκρατία, ο χριστιανισμός, το ελληνικό ιδεώδες της πνευματικής αγνότητας, είναι πολύ μεγάλα καπέλα. Αντίθετα, το Φασιστικό «ιδεώδες» της επιβολής, στο οποίο πρέπει, υποτίθεται, να αντισταθούμε, μας χωράει γάντι. Αλλά ο «αμνημόνευτος» Δον Κιχώτης δεν θα επαναστατούσε αν έπρεπε να φορέσει ένα καπέλο που χωράει με τόσο εξευτελιστική ακρίβεια; Το αισιόδοξο είναι ότι ακόμα ευχόμαστε να είχαμε μεγαλύτερα κρανία, όχι μικρότερα καπέλα να φορέσουμε!» (Τ. W., 1942 στο Lyle Leverich, Tom: The Unknown Tennessee Williams, 1995)
Το αγαπημένο παιδί της θεατρικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ‘50 στην Αμερική χαϊδεύτηκε από όλες τις μεγάλες καλλιτεχνικές δυνάμεις της εποχής. Έγινε ο ήρωας των media, o νέος Τσέχωφ που τα έργα του ανέδειξαν την υποκριτκή μόδα της Αμερικής του Αctors Studio. Ο ίδιος θεωρούσε το γράψιμο ως τη μοναδική φυγή απ’ τον κόσμο της πραγματικότητας, όπου ένιωθε τόσο άβολα: «το αναχωρητήριό μου, η σπηλιά μου, το καταφύγιό μου.» (Τ.W. Πρόλογος στο Γλυκό πουλί της νιότης, 1959).
Ο Γουίλιαμς έγινε γνωστός για την ατάκα της Μπλανς στο Λεωφορείον ο Πόθος «Θέλω μαγεία, όχι ρεαλισμό». Η τελευταία εικοσαετία της ζωής του – ως τις 25 Φεβρουαρίου 1983 που βρέθηκε νεκρός σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης – ήταν γεμάτη ρεαλισμό: απόρριψη, επαγγελματική αποτυχία, αδυναμία γραφής, κακές κριτικές, μόνιμη κατάθλιψη από τον θάνατο του συντρόφου και εραστή του Φρανκ Μέρλο, σύνδρομο καταδίωξης, πληρωμένη σεξουαλική βία, αλκοόλ, ναρκωτικά, ψυχιατρείο (1969). Η αγωνία του το 1942 έγινε τη δεκαετία του ‘70 πραγματικότητα. «Η μοναδική συλλαβή του ρολογιού είναι ΑΠΩΛΕΙΑ! ΑΠΩΛΕΙΑ! ΑΠΩΛΕΙΑ!, εκτός κι αν αφιερώσετε την καρδιά σας στην αντίσταση εναντίον της». Φυσικά, παρά την τεράστια και δηλωμένη του ανάγκη να αγαπηθεί και να είναι πάντα μαζί με άλλους, έφυγε όπως ήρθε στη ζωή. Απελπιστικά και αμετάκλητα μόνος.
Ο πολυγραφότατος συγγραφέας, το σύμβολο της μεταπολεμικής Αμερικής και των κάθε είδους ετεροπροσδιορισμών που αναγκάστηκε να διαχειριστεί ο δυτικός κόσμος μετά την πυρηνική αποσύνθεση, ήταν, πάντως, συνεπής ως προς αυτό: ήταν τόσο εργατικός και τόσο πεπεισμένος για τη δύναμη της λέξης, όσο υπέθεταν πάντα οι θαυμαστές του. «Έχω κουραστεί να γράφω, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω. Είμαι σαν τον Αου Μπου Χα, τον ανατολίτη βασιλιά, που έχτιζε και ξανάχτιζε τα παλάτια του και τους κήπους του, ώσπου έγιναν τερατόμορφα, επειδή ένας μάντης του είχε πει πως, αν σταματούσε, θα πέθαινε.» (Τ.W. Γράμμα στον φίλο του Robert Mac Gregor, 1960)
O Γουίλιαμς κατάφερε, μέσα στα 110 χρόνια από τότε που ήρθε η ψυχή του στο φως, να μετακινήσει τις ελπίδες του κόσμου σε μια πραγματικότητα πολύ πιο επίκαιρη και αναγκαία στην αυγή του νέου μας αιώνα: μετά τον αιώνα του απατηλού δυτικού ονείρου της υλιστικής επιτυχίας και της κοινωνικής ανόδου, δήλωσε άλλες, πανανθρώπινες ανάγκες: της αυτοπαρατήρησης, της αποδοχής της διαφορετικότητας και της τεράστιας υποχρέωσης όλων μας για τη χειραφέτηση της ψυχής, της σύλληψης της πάντα φευγαλέας ποιότητας της ύπαρξης.