Τώρα όμως που λες ότι έχεις αρχίσει να καταπιάνεσαι και με την ψηφιακή φωτογραφία, σου περνάει από το μυαλό ότι μπορείς να ξενίσεις το κοινό ή κάποιους πελάτες; Συνέβη κάτι τέτοιο πρόσφατα και ήταν εξοργιστικό. Ήταν μόλις είχα αρχίσει να πειραματίζομαι με το digital, ήμουν πολύ «γκαζωμένος», μου άρεσε που μπορούσα, ας πούμε, να φωτογραφίσω σε νυχτερινό περιβάλλον χωρίς φλας, κάτι που ήταν σχεδόν πρωτόγνωρο για μένα. Ένας ανόητος πελάτης, λοιπόν, επέμενε να χρησιμοποιήσω φιλμ, παρόλο που του εξήγησα ότι είχα κάτι άλλο στο μυαλό μου.
Είναι αυτό που λένε, ότι το εντελώς προσωπικό στιλ μπορεί να λειτουργήσει και σαν δίκοπο μαχαίρι, υπάρχει και ο κίνδυνος της τυποποίησης. Πρέπει να προκαλείς διαρκώς τον εαυτό σου. Ξεκίνησα να πειραματίζομαι με το digital ακριβώς γιατί ένιωσα υπερβολικά άνετα με την αναλογική φωτογραφία, σαν να είχα βολευτεί. Μπορεί κάποιοι να μην τρελαίνονται με τα ψηφιακά μου «πειράματα», αλλά εγώ τα βρίσκω συναρπαστικά. Δεν πειράζει, ο κόσμος θα τα «πιάσει» αργότερα, ακόμη και μετά από δύο χρόνια. Από τη στιγμή που αρέσουν σε μένα, δε με νοιάζει τίποτα άλλο. Αν νιώθεις ότι κάτι σε ευχαριστεί, πρέπει να πηδάς μέσα στο κρύο νερό, να κάνεις ένα άλμα πίστης. Κανείς δε σου εγγυάται την επιτυχία, την ασφάλεια. Αλλά και τί να κάνεις; Να παίζεις μόνο σίγουρα στοιχήματα; Να, τώρα που έκλεισα τα 50 μου προσέφεραν μία έδρα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νυρεμβέργης. Πλέον, είμαι και καθηγητής φωτογραφίας. Πριν από πέντε ή οχτώ χρόνια, δε θα μπορούσα να το κάνω, δεν ήμουν έτοιμος. Ποιος ξέρει, ίσως να μη δεχόμουν αν μου έκαναν την πρόταση στα 60. Αυτή τη στιγμή όμως θέλω να κάνω καινούρια πράγματα, διαφορετικά. Η συναισθηματική ανταμοιβή από την εμπειρία της διδασκαλίας και της αλληλεπίδρασης με τους μαθητές είναι πολύ έντονη. Ανυπομονώ να επιστρέψω εκεί την επόμενη εβδομάδα.
Τί σου λένε οι μαθητές σου; Είσαι μεταδοτικός δάσκαλος; Δεν είμαι επαγγελματίας, δεν ξέρω τους «κανόνες του καλού καθηγητή». Οπότε προσπαθώ να βρίσκω τρόπους να παρουσιάζω αυτά που θέλω να πω με ένα τρόπο που να τους τραβάει την προσοχή. Έχει τύχει να κάνουμε μάθημα ενώ τρώμε σε ένα εστιατόριο. Ή να τραβάμε φωτογραφίες όλοι μαζί σε ένα μπαρ, μετά το τέλος της κανονικής διδακτικής ώρας. Με γεμίζει ενέργεια ο ενθουσιασμός τους. Δε θα δεχόμουν να γίνω καθηγητής στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Οι νέοι εκεί είναι υπερβολικά κυνικοί για την ηλικία τους, νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Στη Νυρεμβέργη είναι διαφορετικά τα πράγματα. Είναι μια μικρή πόλη, ο πληθυσμός δεν ξεπερνάει τους 500 χιλιάδες. Οι νέοι εκεί είναι πολύ διαφορετικοί από τους συνομήλικούς τους στο Λονδίνο. Είναι λίγο πιο αφελείς – όχι, αυτό ακούγεται αρνητικό. Πιο αθώοι είναι, γιατί δεν ασχολούνται με τα politics της δουλειάς, όλα αυτά τα σκουπίδια. Άσε που αν έκανα μάθημα στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο, οι πιτσιρικάδες θα ήθελαν να γίνουν σαν εμένα, να κάνουν ό,τι κάνω. Στη Νυρεμβέργη τους ενδιαφέρει μόνο να μάθουν.
Θα έμαθες, φαντάζομαι, ότι δημιουργήθηκε ένας σχετικός ντόρος πρόσφατα όταν ανακοινώθηκε ότι δε θα ήσουν εσύ αυτός που θα φωτογράφιζε τη Miley Cyrus για την καμπάνια του Marc Jacobs, που εκτός από πολύ παλιός σου πελάτης, είναι και καλός σου φίλος. Είναι λίγο περίπλοκο αυτό το ζήτημα, γιατί με τον Marc δουλεύουμε μαζί τα τελευταία 16 χρόνια. Είναι μια φανταστική, υπέροχη συνεργασία, μια πολύ δυνατή σχέση. Πάντα απόφασίζουμε από κοινού πως θα κινηθούμε, όπως πρέπει να συμβαίνει σε όλες τις ουσιαστικές συνεργασίες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δε με συμπεριέλαβε στις συζητήσεις. Απλά μου το ανακοίνωσε. Εγώ του είπα ότι η συγκεκριμένη τραγουδίστρια δε με αφορά, δεν έχω καμία όρεξη να τη φωτογραφίσω. Εκείνος μου είπε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει γνώμη. Οπότε, δεν είχα επιλογή. Έπρεπε να απορρίψω τη δουλειά.
Μετά από τόσες φωτογραφίσεις διασήμων, έχεις καλή γνώμη γι’ αυτό το «σινάφι»; Δε με αφορά αν κάποιος είναι διάσημος ή όχι. Στο μυαλό μου αντιμετωπίζω όλο τον κόσμο, όλα τα πιθανά projects, εντελώς δημοκρατικά. Τίποτα και κανένας δεν έχει εκ προοιμίου περισσότερο ενδιαφέρον από κάποιον άλλο. Θέλω να υπάρχει ποικιλία στη δουλειά μου. Ξέρεις ότι έχω βγάλει βιβλίο μαγειρικής; Ή ότι για τις ανάγκες ενός άλλου βιβλίου πέρασα ένα χρόνο φωτογραφίζοντας τους χώρους του ναζιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη, εκεί που ο Χίτλερ μάζευε τους υπόλοιπους μαλάκες; Τώρα τελευταία φωτογραφίζω τον γείτονά μου, χωρίς να το του έχω πει ακόμη. Είναι κατασκευαστής βιολιών και ένας από τους καλύτερους μου φίλους, μεγαλώσαμε μαζί. Όσο για τους celebrities, σίγουρα υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο όλοι ασχολούνται μαζί τους. Έχουν «κάτι». Αλλά αυτό το «κάτι» δεν είναι το παν.
Μιας και πρόφατα συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την αυτοκτονία του Kurt Cobain, από την εμπειρία σου τότε που τον φωτογράφισες, τι ήταν αυτό το «κάτι» στη δική του περίπτωση; Θυμάμαι ότι το 1991 συνάντησα τη μπάντα στο Heathrow και πετάξαμε με το ίδιο αεροπλάνο στο Βερολίνο, μετά στο Αμβούργο, στη Φρανκφούρτη και τελικά στο Μόναχο. Το λένε όλοι αυτό, δεν ξέρω πως ακριβώς να το εξηγήσω, αλλά από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι αυτή η μπάντα είχε μία περίεργη αύρα και περισσότερο απ’ όλους ο Kurt, που όμως ήταν πολύ εσωστρεφής. Ήταν καταπληκτική η εβδομάδα που περάσαμε μαζί, ποτέ δε θα την ξεχάσω. Ήταν λίγο πριν κυκλοφορήσει το Nevermind και έπαιζαν τα τραγούδια. Όταν τα πρωτάκουσα στο soundcheck θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά να φωνάζω μόνος μου «Γαμώ το, είναι απίστευτοι!» Όλοι έτσι αντιδρούσαν. Ήμουν μαζί με δημοσιογράφους από το Face και το iD. Τη μια στιγμή αναρωτιόμασταν «ποιοί στο διάολο είναι αυτοί οι τύποι;» και την αμέσως επόμενη μιλούσε γι’ αυτούς όλος ο κόσμος.
Η τρέλα με instagram μου φαίνεται βαρετή. Ξέρω πολλούς συναδέλφους μου που στην αρχή σκέφτονταν «θεέ μου θα είμαι περιττός, κανείς δε θα με χρειάζεται πια». Με έναν περίεργο τρόπο, όμως, νομίζω ότι ισχυροποιεί τη θέση ενός πραγματικά καλού φωτογράφου. Γιατί μια καλή φωτογραφία φαίνεται ακόμη πιο καλή ανάμεσα σε τόσα σκουπίδια.
Μιας και επιστρέφεις συνέχεια στην Ελλάδα, είτε για διακοπές στην Ύδρα είτε για διάφορα projects, όπως τώρα με την έκθεση στο ΔΕΣΤΕ, πώς έχεις αντιληφθεί την ελληνική πραγματικότητα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, μέσα από τον φωτογραφικό σου φακό; Είναι λίγο δύσκολο να απαντήσω. Υπό μία έννοια, δεν είμαι κάτι παραπάνω από τουρίστας στη χώρα σου. Απλά κάποια στιγμή ένιωσα ότι ήθελα να δουλέψω κιόλας εδώ. Πέρυσι έκανα δύο καμπάνιες, για τα Barney’s και τα ηχεία Jambox. Όταν είπα στους Νεοϋορκέζους ότι σκόπευα να φωτογραφίσω στην Ελλάδα, σχεδόν τρόμαξαν. Νόμιζαν ότι είστε σε εμπόλεμη ζώνη. Δε μπορώ να συλλάβω την πολυπλοκότητα της κρίσης, δεν έχω τα κατάλληλα εφόδια, τις απαραίτητες γνώσεις. Κάθε φορά που έρχομαι, όμως, βλέπω τον κόσμο να βολτάρει στους δρόμους, να κάνει τέλος πάντων «κανονικά» πράγματα, κόντρα στις δυσκολίες. Μου αρέσει αυτή η αίσθηση, ότι η ζωή συνεχίζεται. Δε θέλω να ακουστώ απλοϊκός. Ξέρω ότι είναι δύσκολα τα πράγματα. Στο Μεταξουργείο, εκεί που βρίσκεται η Kunsthalle Athena, που είναι μια καταπληκτική προσπάθεια, φίλε είναι γαμημένα ζόρικη η κατάσταση με την πορνεία και τις βελόνες δεξιά κι αριστερά…
Ξέρεις, μερικές φορές, για να χρυσώνουμε το χάπι ο ένας στον άλλο, λέμε ότι η Αθήνα της κρίσης μοιάζει με τη Νέα Υόρκη των 70s και των 80s. Πρώτη φορά πήγα στη Νέα Υόρκη το 1988. Ήταν σαν ταινία τρόμου. Δε μπορούσες να περπατήσεις στη Meatpacking district. Τώρα, βέβαια, η Νέα Υόρκη είναι το πιο βαρετό μέρος στον κόσμο. Δε συμβαίνει τίποτα συναρπαστικό. Το εντελώς αντίθετο από την Ελλάδα.
Η έκθεση Juergen Teller: MACHO, σε επιμέλεια Μαρίνας Φωκίδη, θα διαρκέσει από τις 21 Ιουνίου ως τις 29 Οκτωβρίου 2014.
Ώρες λειτουργίας: Τετάρτη: 12:00 – 20:00. Σάββατο: 10:00 – 14:00
Ίδρυµα ∆ΕΣΤΕ, Εµ. Παππά & Φιλελλήνων 11, 142 34 Νέα Ιωνία, www.deste.gr
Page: 1 2