Η Τάνια Τσανακλίδου μόλις έχει επιστρέψει στο σπίτι της μετά από πολύωρη πρόβα. Καθημερινά μαζί με την ομάδα Bijoux de kant, προετοιμάζονται για την παράσταση «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα», το νέο έργο του Άκη Δήμου, που είναι εμπνευσμένο από την νουβέλα του Ιωάννη Κονδυλάκη «Πρώτη Αγάπη». Είναι ειλικρινής όταν τη ρωτώ πώς της φαίνονται μέχρι τώρα οι πρόβες: «Πότε μου αρέσει και πότε όχι. Εξαρτάται από τον αν η δουλειά με την ομάδα είναι δημιουργική. Δεν είναι πάντα καθώς πολλές φορές λειτουργεί ανασταλτικά ο ένας προς τον άλλον. Όταν όμως καταφέρουμε να εμπνέουμε ο ένας τον άλλον και δεν κλεινόμαστε στον κόσμο μας τότε έχει πολύ ενδιαφέρον». Όμως είναι ειλικρινής και όταν η κουβέντα μας ξεφεύγει από το μονοπάτι της παράστασης. Όταν η κουβέντα μας φτάνει στο δρόμο. «Τον εγκατέλειψα γιατί δεν είχε νόημα», λέει χωρίς να κρύβει την απογοήτευσή της, χωρίς όμως να υπονοεί ούτε κατά διάνοια την παραίτηση: «Δεν ξέρω τι πρέπει να συμβεί για να ξαναβγώ. Δε νιώθω όμως ότι με νίκησε το σύστημα γιατί εμένα δε με ξεγελάει.»
Πότε λειτουργεί καλά μια ομάδα; Όταν μπαίνουν στην άκρη οι εγωισμοί και η επιθυμία για αυτοπροβολή. Αυτό κάνει κακό σε όλους τους καλλιτέχνες, ακόμη και σόλο όταν λειτουργεί κανείς πρέπει να το ξεπεράσει γιατί διαφορετικά τον μπλοκάρει. Προφανώς στην ομάδα είναι ακόμη πιο έντονο αλλά καμιά φορά απλώς τυχαίνει να μην είμαστε στην ίδια διάθεση. Μπορεί ο ένας να έχει ξυπνήσει ωραία, να έχει ενέργεια και ο άλλος ακόμη να σέρνεται κι έτσι μπορεί να μην ταιριάξουν οι θερμοκρασίες μας. Από την άλλη κάτι μπορεί να γίνει και να ανοίξει ξαφνικά ένα καινούριο δωμάτιο που κανένας δεν το είχε δει.
Μιλάμε για ένα έργο που βασίζεται στην Πρώτη Αγάπη του Κονδυλάκη. Εσείς τη θυμόσαστε την πρώτη σας αγάπη, την παιδική; Φυσικά και τη θυμάμαι. Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα; Ήμουν 4 χρονών. Τα πάντα θυμάμαι, έφευγα από το σπίτι μου και στηνόμουν έξω από το σπίτι του Τώνη. Αυτός ήταν φίλος του αδερφού μου, ήταν δηλαδή τότε 8 χρονών. Έχω γράψει ένα τραγούδι γι’ αυτό, το «Λύκε, λύκε» που λέει «Μ’ έσυρες έξω απ’ το σπίτι στα τέσσερα μου χρόνια».
Επαναλαμβάνονται ποτέ αυτά τα συναισθήματα με τον τρόπο που τα νιώσαμε για πρώτη φορά; Όταν είμαστε παιδιά είναι τελείως διαφορετικά τα θέλω μας. Η επιθυμία μας είναι απλώς να βρισκόμαστε κοντά στο αντικείμενο του έρωτά μας. Αργότερα, με την εφηβεία, δεν σου είναι πια αρκετό. Επιθυμείς την άλωση του άλλου, την πλήρη κατάκτηση του και την τέλεια παραδοχή από την πλευρά σου, δηλαδή το να δεχτείς και να αποδεχτείς τον άλλον ολοκληρωτικά. Η εφηβική αγάπη δεν μοιάζει με την παιδική. Γι’ αυτό νομίζω ότι έγινε και η επέμβαση στην «Πρώτη Αγάπη» του Κονδυλάκη για να συμπεριλάβει, αν αυτό είναι δυνατόν, το άπαν του έρωτα και των σκοτεινών διαδικασιών που γίνονται στη ψυχή μας. Την επέμβαση την έχει κάνει ο Άκης Δήμου, ήταν ούτως ή άλλως απαραίτητη για να διασκευαστεί σε θεατρικό, αλλά μπήκαν και άλλα στοιχεία όπως ένας επιπλέον χαρακτήρας. Αυτό που συμβαίνει στην πρόβα και που είναι το αίτημα της παράστασης είναι ότι αισθανόμαστε σαν να είμαστε παγιδευμένοι σε μια χρονική στιγμή και προσπαθούμε να την αλλάξουμε, προσπαθούμε να μην κάνουμε τη λάθος κίνηση για να μη χάσουμε τον άλλον. Στο θέατρο βέβαια είναι όλα ρευστά, δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι τελικά αυτό θα δείτε.
Υπάρχει αυτή η αντίληψη πως κάθε έρωτας που βιώνουμε μετά τον πρώτο δεν είναι παρά μια επανάληψή του. Είναι παρηγορητικό αυτό από μια μεριά. Εγώ βέβαια έμαθα να μη λέω για πάντα. Δεν είναι για πάντα, είναι για τώρα. Αυτό που μας κάνει δυστυχισμένους και δεν μας αφήνει να χαρούμε την ευτυχία είναι η αγωνία μας για το «για πάντα». Για πάντα νέος, για πάντα όμορφος, χαρούμενος, μαζί σου, ερωτευμένος. Το «για πάντα» πρέπει οι άνθρωποι να το ξεχάσουμε γιατί είναι μια μεγάλη φυλακή.
Μάλλον φοβόμαστε τους μικρούς θανάτους που έρχονται με το τέλος κάθε σχέσης, κάθε εμπειρίας. Μια χαρά είναι οι μικροί θάνατοι γιατί μας κάνουν να συνηθίζουμε τον έναν, τον μοναδικό. Μια χαρά είναι. Θα πρέπει να απομονώνουμε τη στιγμή και να είμαστε εκεί ευτυχισμένοι.
Αυτό γιατί μας είναι δύσκολο; Γιατί φοβόμαστε τον θάνατο. Τον θεωρούμε παρά φύσιν αλλά δεν είναι. Στο Πήλιο, στο χωριό, κάθε φορά που κάποιος πεθαίνει χτυπάει η καμπάνα και βγαίνουμε για να ρωτήσουμε «ποιος πέθανε;» αλλά την ίδια στιγμή κάπου αλλού, κάποιος άλλος γεννιέται. Ξέρω ότι είναι δύσκολο αλλά θα ήμασταν ευτυχισμένοι αν δεν φοβόμασταν τον θάνατο. Συνήθως μας πειράζει γιατί δεν προλάβαμε να ζήσουμε τη στιγμή που πέρασε. Νομίζω ότι οι χορτάτοι άνθρωποι έχουν πιο ήρεμο θάνατο.
Και ο έρωτας; Δρα ως αντίδοτο; Ο έρωτας είναι ζωή οπότε ναι, αλλά όλο και λιγότερους βλέπω πια να βλέπω να παίρνουν την ευθύνη να μπουν σε μια σχέση και να τη ζήσουν σε βάθος. Έτσι είμαστε περισσότερο χειραγωγήσιμοι. Ο έρωτας είναι μια επαναστατική πράξη. Ο ερωτευμένος επαναστατεί και η κοινωνία μας δε θέλει επαναστατημένους ανθρώπους, θέλει τρομοκρατημένους. Μας θέλουν φοβισμένους. Γίνεται δουλειά συστηματική γι’ αυτό.
Τι πρέπει να κάνουμε; Να κλείσουμε την τηλεόραση. Εγώ την έχω κλειστή 3 χρόνια. Ενημερώνομαι από το ίντερνετ, βέβαια κι ελέγχω και πληροφορούμαι από πολλές πηγές. Παλιότερα παρακολουθούσα και μέσα που δεν εκτιμούσα για να δω τι συμβαίνει αλλά μια, δυο, τρεις, κατάλαβα τι γίνεται και τέλος. Δεν θέλω σκουπίδια μέσα στο σπίτι μου. Τέλος με το σκουπιδαριό του καθενός. Έχουν σημαντική επιρροή τα μέσα σε μεγάλη μερίδα του κόσμου αλλά δεν είμαστε όλοι πρόβατα. Κάποια κοινή λογική θα έχει επιβιώσει, νομίζω και ελπίζω.
Πιστεύετε ότι μπορεί ποτέ να φτάσουμε σε ένα σημείο που η πλειονότητα των ανθρώπων θα αντιδράσει ή θεωρείτε ότι πάντα οι λιγότεροι είναι πιο δραστήριοι και αντιστέκονται; Δυστυχώς η πλειοψηφία είναι παράλυτη. Βέβαια πάντα υπάρχει ο αστάθμητος ανθρώπινος παράγοντας. Κάτι μπορεί να γίνει ξαφνικά και να μας βγάλει όλους στον δρόμο. Αυτό δεν θα μπορέσουν ποτέ να το νικήσουν και να το ελέγξουν. Το αναπάντεχο, που ίσως είναι και παράλογο. Η οργή συσσωρεύεται. Ο φοβισμένος όταν στριμωχτεί πάρα πολύ στη γωνιά του δεν έχει διέξοδο παρά να ορμήσει πάνω σου. Για να δούμε πότε θα συμβεί, αν συμβεί.
Εσείς τον αγαπάτε τον δρόμο. Όχι πια. Τον εγκατέλειψα γιατί δεν είχε νόημα, κανένα.
Το λέτε απογοητευμένη αυτό; Τελείως. Δεν ξέρω τι πρέπει να συμβεί για να ξαναβγώ. Δε νιώθω όμως ότι με νίκησε το σύστημα γιατί εμένα δε με ξεγελάει. Εγώ βγήκα στον δρόμο χωρίς να είμαι άμεσα πληττόμενη. Βγήκα γιατί το θεώρησα χρέος μου κι αυτοί που πλήττονταν δε βγήκαν. Δεν μπορείς να βοηθήσεις κάποιον αν δεν θέλει να βοηθηθεί. Αυτό ισχύει και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Από εκεί και πέρα προσπαθώ να ζω με έναν τρόπο που να με προστατεύει όσο το δυνατόν περισσότερο. Χωρίς τηλεόραση, χωρίς να συμμετέχω στις γιορτές τους, χωρίς να γίνομαι, στο μέτρο που μπορώ, γρανάζι του συστήματός τους.
«Ο έρωτας είναι μια επαναστατική πράξη. Ο ερωτευμένος επαναστατεί και η κοινωνία μας δε θέλει επαναστατημένους ανθρώπους, θέλει τρομοκρατημένους. Μας θέλουν φοβισμένους. Γίνεται δουλειά συστηματική γι’ αυτό»
Εγώ τον ανέφερα τον δρόμο προφανώς και από την πλευρά του πολιτικού/κοινωνικού ακτιβισμού αλλά και του καλλιτεχνικού. Είχατε βγει στον δρόμο και τραγουδούσατε. Κι αυτό σας απογοήτευσε; Ναι γιατί περίμεναν ότι θα βγουν όλοι. Δε βγήκε κανένας άλλος. Μια, δυο, τρεις φορές μόνος σου… τελικά καταντάς γραφικός. Τη γραφικότητα προσπάθησα να αποφύγω και μαζεύτηκα. Πίστευα απόλυτα ότι θα ακολουθούσαν κι άλλοι. Αυτή η φωτιά που έκαιγε μέσα μου, έκαιγε και σε άλλους. Από την άλλη δεν έχω δικαίωμα να κρίνω κανέναν. Κάνω μέσα μου τις τοποθετήσεις και τις κρατάω για εμένα. Δικοί μου είναι οι λογαριασμοί. Βέβαια καθόλου δεν το μετάνιωσα. Το έκανα γιατί το ένιωσα και το ευχαριστήθηκα κιόλας. Απλώς είχα περισσότερες προσδοκίες που δεν ευοδώθηκαν.
Νιώθετε συχνά ότι οι προσδοκίες σας διαψεύδονται ίσως γιατί περιμένετε πολλά από τους ανθρώπους; Όχι, τώρα πια δεν περιμένω τίποτα. Το λέω πολύ ήρεμα αυτό. Δεν πρέπει να περιμένεις, η προσφορά σου πρέπει να είναι ανεξάρτητη από τι σου επιστρέφει ο άλλος γιατί άλλωστε σπάνια σου επιστρέφει. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση, αχάριστη. Είμαστε αχάριστοι, εύκολα ξεχνάμε το καλό που μας έχει γίνει ενώ θυμόμαστε πάντα το κακό για να τροφοδοτούμε μέσα μας την εκδίκηση. Τέτοιοι είμαστε.
Έχετε μια αρνητική άποψη για την ανθρώπινη φύση. Πολύ. Όσο μεγαλώνεις τα βλέπεις αλλιώς. Κι από την άλλη μεριά βέβαια συναντάς ανθρώπους και λες «τι όμορφο είδος που είναι ο άνθρωπος, τι ωραίο, ευγενικό και ποιητικό». Να τις προάλλες πήγα σε μια ωραία λογοτεχνική βραδιά και είδα κάποιους που με έκαναν να πω «μου αρέσει που είμαστε συνάνθρωποι». Χάρηκα. Χάρηκα πολύ.
Αναζητάτε την όμορφη στιγμή; Ναι, νομίζω ότι έχω ανάγκη την ομορφιά. Έβλεπα ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ με κάτι πουλιά πού έπαιρνε το αρσενικό διάφορα μικροαντικείμενα, κάπως παρανοϊκά, ένα πούπουλο, ένα κλαδάκι, ένα βότσαλο που του φάνηκε περίεργο και στόλιζε τη φωλιά γιατί μετά περνούσε το θηλυκό και διάλεγε το αρσενικό που είχε φτιάξει την ομορφότερη φωλιά. Αυτή η τάση μας για ομορφιά θα πρέπει να αναγνωριστεί ως μεγάλη κινητήριος δύναμη.
Και η τέχνη αυτό δε κάνει; Βεβαίως. Η δουλειά της είναι να μας συγκινεί και να μας μετακινεί, να μας οδηγεί κάπου αλλού. Κάποιες φορές απαντά στα ερωτήματα, άλλες φορές θέτει το σωστό ερώτημα και καλείσαι εσύ να δώσεις την απάντηση. Πρέπει όμως να είσαι με ανοιχτά αυτιά και κυρίως με ανοιχτή καρδιά.
Η ομορφιά στη φύση είναι διαφορετική από την ομορφιά της πόλης; Ναι αλλά και η πόλη είναι όμορφη. Απλώς στη φύση όλες οι αισθήσεις ικανοποιούνται. Στην πόλη όσφρηση και ακοή κακοποιούνται. Βέβαια αν περάσω έξω από ένα μαγαζί που ψήνει τσουρέκια θα ικανοποιηθεί η όσφρησή μου. Δεν έχω τίποτα πιο ευχάριστο από έναν περίπατο στο δάσος μετά τη βροχή. Ειδικά αν έχει κοντά καρυδιές που αφήνουν ένα υπέροχο άρωμα τρελαίνομαι, τρε-λαί-νο-μαι.
Οι άνθρωποι σας γεμίζουν όπως ένας τέτοιος περίπατος; Μια χαρά. Όλο και πιο σπάνια. Μου αρέσουν όμως οι φίλοι μου που μαζευόμαστε, παίζουμε μπιρίμπα, μαλώνουμε, σκοτωνόμαστε, γελάμε πάρα πολύ.
Για τα πολιτικά τσακωνόσαστε; Όχι, για τα χαρτιά. Δεν μου αρέσουν οι πολιτικές συζητήσεις. Μου αρέσουν οι φιλοσοφικές και οι ψυχολογικές. Δεν μου αρέσει καθόλου το κουτσομπολιό, το απεχθάνομαι. Αλλά γελάμε πολύ μεταξύ μας γιατί κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλον και, κυρίως, τον εαυτό μας. Το να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου ανά πάσα στιγμή δίνει μεγάλη ισορροπία. Να είσαι σοβαρός άνθρωπος χωρίς να παίρνεις στα σοβαρά τον εαυτό σου. Δε τα καταφέρνω πάντα αλλά θα ήθελα να είμαι έτσι.
Στο θέατρο πώς καταφέρνετε να είστε αυτό που θέλετε; Το είχα ζήσει με τον Κουν αυτό. Ο Κουν ήταν μάγος. Δε θα ξεχάσω που κάναμε μαζί τις Τρεις Αδερφές του Τσέχοφ κι εγώ έκανα την Ιρίνα. Υπήρχε μια σκηνή στην γ’ πράξη μετά τη φωτιά, δηλαδή αφού είχε κορυφωθεί το δράμα, που η Ιρίνα καθόταν σε μια πολυθρόνα παλιά και ξεκινούσε έναν μονόλογο που αναρωτιόταν που χάθηκαν όλα. Εγώ ήμουν ένα πολύ μικρό κορίτσι, μόλις 23 χρονών, δεν είχα βιώσει την απώλεια με κανέναν τρόπο συνεπώς δεν μπορούσα να κατανοήσει τι είναι η απώλεια και το πένθος. Μου είπε λοιπόν ο Κουν «Τάνια, βλέπεις την πολυθρόνα που κάθεσαι; Είναι μια παλιά πολυθρόνα, την πήραμε από το Μοναστηράκι. Έτσι όπως ακουμπάς τα χέρια σου, θέλω πριν μιλήσεις να αισθανθείς το άγγιγμα όλων των ανθρώπων που την άγγιξαν πριν από εσένα». Ούτε μου είπε πώς να πω την ατάκα, ούτε μου είπε πώς να νιώσω καθώς λέω τα λόγια αλλά με δικτύωσε με κάτι άυλο και υποθετικό που μου έφτιαξε το περιβάλλον για να τοποθετηθεί η φωνή μου, το συναίσθημά μου, όλα.
Αισθάνεστε ποτέ ότι στο θέατρο μια παράσταση μπορεί να αποτύχει ακόμη κι αν είναι καλή; Όχι, αυτό είναι σπάνιο γιατί νομίζω ότι το κοινό έχει ένστικτο. Για να αποτύχει κάτι σημαίνει πως κάτι δεν έγινε καλά. Τα πράγματα που έχουν αλήθεια είναι ανίκητα. Μπορεί να γίνει το αντίστροφο ναι, δηλαδή να ξεγελάσεις με ψέματα αλλά η αλήθεια πάντα λάμπει. Όπου η ψυχή μας νιώσει και αφουγκραστεί αλήθεια πάει και ακουμπάει πάνω της γιατί την έχουμε ανάγκη όσο την αγάπη. Όλοι μας έχουμε μεγάλη ανάγκη κάτι αληθινό δίπλα μας. Αυτό μας γιατρεύει, σχεδόν σαν την αγάπη. Η αγάπη είναι το άπαν.