Ο Τάκης Φαραζής είναι ένας από τους πλέον πολύπλευρους, αλλά και αγαπητούς μουσικούς της ελληνικής σκηνής. Με αφορμή την εμφάνισή του την Παρασκευή 22 Απριλίου στο Πυθαγόρειο Αμφιθέατρο με το John Balikos Trio, μιλάει στην Popaganda για τις διαφορετικές μουσικές του αγάπες, αλλά και για την πολύχρονη απουσία του από τη δισκογραφία.
Ας ξεκινήσουμε από την επερχόμενη συναυλία. Στο Πυθαγόρειο Ωδείο, στην Άνοιξη, ο Πέτρος Βαρθακούρης στο κοντραμπάσο, ο Θάνος Χατζηαναγνώστου στα ντραμς κι εγώ στο πιάνο, παίζουμε μουσική του Γιάννη Μπαλίκου. Αφορμή είναι το δεύτερο CD του Γιάννη, που κυκλοφόρησε πριν από δύο μήνες περίπου. Κάναμε την παρουσίαση στο Κελάρι, κι επειδή πήγε πολύ καλά κάναμε και μια δεύτερη συναυλία. Λέμε να κάνουμε και μερικές ακόμα.
Υπάρχει πολύς κόσμος που ανυπομονεί να ακούσει το επόμενο δικό σου cd, το οποίο υπάρχει ως οφειλή στον αέρα εδώ και αρκετό καιρό… Ξύνεις πληγές και δεν κάνει. Πονάει! Αλλά επειδή έχω γλυκαθεί με το CD με τις συνθέσεις του Γιάννη, πονάει λιγότερο. Γιατί αυτό ήταν μια αφορμή να γράψω σπίτι μου, να γράψω μουσική που μέσα από αυτό το τρίο με εκφράζει σχεδόν σαν να είναι και δική μου, οπότε είναι ένα ωραίο ενδιάμεσο στάδιο. Δεν μπορώ να πω πότε θα έρθει το επόμενο, του δικού μου CD, αλλά ελπίζω να είναι μέσα στην καινούρια χρονιά. Για την έλλειψη καινούριας δουλειάς υπάρχουν πολλές ουσιαστικές δικαιολογίες. Πέρα από το βιοπορισμό και όλα τ’ άλλα, για καμιά δεκαετία ασχολήθηκα πάρα πολύ με τη μουσική για το θέατρο. Πολλοί από όσους παρακολουθούν τη τζαζ σκηνή δεν το ξέρουν αυτό, γιατί είναι ένας άλλος χώρος. Αυτό θεωρώ πως ήταν η βασική αιτία. Από την άλλη, και σαν επαγγελματίας μουσικός μπαίνω στα βαθιά νερά με όσα ασχολούμαι – με τραγουδιστές, τραγουδίστριες κλπ – κι έτσι δίνω ενέργεια εκεί, και μετά δεν μου περισσεύει χρόνος για τα δικά μου.
Σε θυμάμαι να παίζεις για πολύ μεγάλο διάστημα με την Έλλη Πασπαλά. Και με την Έλλη ξεκινήσαμε επίσης να κάνουμε μια δισκογραφική δουλειά, αλλά κι αυτή έμεινε στο ξεκίνημα, γιατί ο τρόπος ζωής όλων μας δεν το επέτρεψε. Δεν υπάρχουν κι οι παλιές μου δουλειές – Άλκηστη, Ονειρέματα, Κυκλος με την Κιμωλία – γιατί λόγω όλης της ιστορίας με την τέως Lyra, δεν υπάρχει κανείς για να τα ανατυπώσει. Είμαι σε μια φάση, όπως και πολλοί άλλοι μουσικοί, που προσπαθούμε να πάρουμε τις μήτρες και τα πνευματικά δικαιώματα για να τα επανεκδώσουμε. Και με τα θεατρικά ψάχνομαι να βγάλω μια σειρά 3-4 βιβλίων/cd, γιατί δεν έχουν ποτέ καταγραφεί έτσι όπως θα ήθελα. Όλα αυτά καθυστερούν λίγο το πιανιστικό κομμάτι. Νομίζω όμως πως την επόμενη χρονιά θα έχουμε κάποιες εξελίξεις.
Τα χρόνια που βρίσκεσαι στην ελληνική σκηνή της τζαζ (και όχι μόνο, βεβαίως) δεν συνάδουν με την ηλικία σου. Πρέπει να ξεκίνησες πολύ μικρός. Πόσο ήμουνα με τους Iskra; Τώρα είμαι 51, μη νομίζεις… Άρα τότε ήμουνα 20. Ήμουνα ο μικρός της παρέας. Αλλά όχι και τραγικά πιο μικρός από τους υπόλοιπους. Ήμουνα τρία χρόνια μικρότερος από το Φακανά και το Lynch. Ο Τουλιάτος ήταν ο πιο μεγάλος!
Σε σχέση με την εποχή που ξεκινούσες με τους Iskra, το τοπίο στη τζαζ σκηνή της Ελλάδας είναι τελείως διαφορετικό. Απ’ όσο θυμάμαι, πριν από μας υπήρξαν οι Sphinx. Και την εποχή τη δική μας υπήρχαν ιδιαίτερες μονάδες όπως ο Δημήτρης Ζαφειρέλλης, η Λητώ Βογιαντζόγλου, που ειχαν ένα προσωπικό στίγμα. Τώρα είμαστε σε μια εποχή όπου βγαίνουν πάρα πολλοί μουσικοί, που σπουδάζουν κι έξω, κάποιοι μένουν εκεί, κάποιοι έρχονται εδώ, και το επίπεδο έχει ανέβει απίστευτα σε ό,τι αφορά τη γνώση του οργάνου και τη δεξιοτεχνία. Ίσως υπάρχει στην εποχή μας ένα θέμα συνθετικό, αλλά αυτό είναι γενικό, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στο ετκτελεστικό κομμάτι, και δεν είναι τυχαίο, ίσως η εποχή που ζούμε να μην ευνοεί την έμπνευση συνθετικά. Όχι μόνο στη τζαζ, αλλά και γενικότερα. Όμως πραγματικά έχουμε πάρα πολύ ωραίους μουσικούς.
Τότε που ξεκινούσες τι σε τράβηξε στο χώρο της τζαζ; Σπούδαζα κλασική μουσική, και γύρω στα 16 μου πρωτοάκουσα free jazz σε κάποια εκπομπή στο ραδιόφωνο, και είπα «Αυτό είναι φασαρία! Εγώ δεν πρόκειται ποτέ να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο!» Μετά από λίγους μήνες όμως, όπως συμβαίνει στην εφηβεία, γνώρισα κάποιους μουσικούς – πριν από τους Iskra – κι ήταν σαν να με μύησαν στην αντίληψη του αυτοσχεδιασμού. Με το που μπήκα σε αυτό τον κόσμο, και μάλιστα στον ακραία free jazz, με κέντρισε η ελευθερία της έκφρασης, που πραγματικά είναι το αντίθετο της κλασικής που μέχρι τότε σπούδαζα. Έκτοτε αυτό το χωνευτήρι που είχε το όνομα Iskra, που είχε τέσσερις πολύ διαφορετικές προσωπικότητες, και η καθεμιά έκανε στην πορεία πολύ διαφορετικά πράγματα, ήταν για όλους μας μια γοητευτική παρέα που σκάλιζε συνέχεια μέσα μας διαφορετικές πλευρές. Εγώ σίγουρα ήμουνα στην ακουστική πλευρά της τζαζ πάντα, αλλά εκεί μπήκα και στο ηλεκτρικό πιάνο, στο συνθεσάιζερ, με το Νίκο Τουλιάτο που ήταν ο πιο αυτοσχεδιαστής από όλους βίωσα αυτές τις στιγμές τις πιο free… Σίγουρα πάντως δεν ήταν για μένα η καριέρα του κλασικού πιανίστα για την οποία ίσως με προόριζε ο δάσκαλός μου. Το κατάλαβα πολύ νωρίς. Με τράβηξε αυτή η ελευθερία, η δροσιά και το πνεύμα της τζαζ, όχι με την έννοια του ιδιώματος σώνει και καλά, αλλά με τον αυτοσχεδιασμό και τις πολλές επιρροές που μπορεί κανείς να έχει μέσα από αυτή, και το πώς μπορεί μέσα από αυτές να βγάλει τη δική του προσωπικότητα.
Σήμερα, από όλους αυτούς τους δρόμους που έχεις κατά καιρούς ακολουθήσει, τι σε ενδιαφέρει να κάνεις; Αν είχες απολύτως την επιλογή, τι θα έκανες; Αυτό που κάναμε με το Μπαλίκο και με το τρίο, κατάλαβα ότι είναι ίσως το πιο κοντινό και το πιο γοητευτικό πράγμα για μένα σε επίπεδο live. Αυτό θα ήθελα να κάνω, να έχω ένα δικό μου τρίο και να παίζω. Όσον αφορά την ηχογράφηση, επειδή έχω στο συρτάρι πολλά πράγματα που είναι μια συνέχεια των Ονειρεμάτων, που δεν έχουν όμως σχέση με το τζαζ ιδίωμα με αυτή την έννοια, αλλά είναι πιο κλασικά κι έχουν κι άλλα όργανα, εκεί το πράγμα είναι διαφορετικό. Θα μπορούσαν να είναι ένα Ονειρέματα ΙΙ, με τσέλο, με βιολί, με τρομπέτα, με κάποιο κουαρτέτο εγχόρδων. Μια εξελιγμένη τέτοια εκδοχή. Ίσως και με ένα πιο έθνικ και πιο ελληνικό στίγμα.