Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Ο «ζωντανός» λόγος που ακουγόταν στο σπίτι μάλλον μου τραβούσε την προσοχή με αποτέλεσμα τα βιβλία να μη με ικανοποιούν τόσο. Για καλή μου τύχη οι μύθοι του Αισώπου με εντυπωσίαζαν όσο και οι κουβέντες των γιαγιάδων μου κι έτσι όταν η μαμά μου με πίεζε να «ανοίξω τα μάτια μου», μου ήταν εύκολο να πάρω το βιβλίο για να της κάνω το χατίρι. Τα παραμύθια του Άντερσεν ήρθαν πραγματικό διαβατήριο στα χέρια μου κάποια Χριστούγεννα. Στην κυριολεξία βυθίστηκα σε έναν άλλο σκληρό κόσμο δραπετεύοντας από τον δικό μου και καθότι, όπως λένε, «όσα μύθια, όλα αλήθεια», τα πίστεψα όλα! Διαβάζοντας «Τα αγαπημένα μου διηγήματα» (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Χριστοβασίλης, Ροΐδης, Καρκαβίτσας) και Κώστα Κρυστάλλη, μετά μανίας, ένιωσα πως διάβασα τον κόσμο όλο. Αυτά ως τα 14 μου όπου ξαφνικά βρέθηκα «μόνιμος κάτοικος Αμερικής». Εκεί, πηγαίνοντας στο (ξενόφωνο) σχολείο και μην ακούγοντας λέξη ελληνική, και μην έχοντας πάρει κοντά ούτε έστω μισό παραμύθι, μ’ έπιασε τρόμος πως θα ξεχνούσα τη γλώσσα μου. Από θαύμα βρίσκονταν στο σπίτι ένα και μοναδικό βιβλίο, γεμάτο Ελλάδα, το οποίο άρχισα να «καταπίνω» κάθε βράδυ μετά τη δουλειά, ώσπου στη μέση του με έπιασε άλλος τρόμος, πως δεν θα με «φτάσει», οπότε το ξαναπήρα απ’ την αρχή και με μέτρο διαβάζοντας πολλές φορές την ίδια σελίδα, συντηρώντας έτσι και την ορθογραφία μου. Το βιβλίο αυτό λειτούργησε στα χρόνια της παραμονής μου εκεί ως καταπραϋντικό του φόβου μου «μην ξεχάσω» και απ’ το φόβο μου δεν το τελείωσα ποτέ. Ήταν ο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη. Σωστικά διαβάσματα ήταν και η αλληλογραφία που λάβαινα από την οικογένεια και αγαπημένα μου πρόσωπα, ως την επιστροφή μου στην Ελλάδα.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Η μεγάλη χίμαιρα του Καραγάτση και Το άρωμα του Πάτρικ Ζίσκιντ διαβάστηκαν «μονορούφι» και ξαναδιαβάστηκαν «καπάκι», μετά από ένα διάλειμμα για ύπνο και φαγητό. Αργότερα, «περιφερόμενη» σε τρανταχτά ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ψάχνοντας κάποιον να με «ανακουφίσει», να με ταράξει —εξαιρείται ο Τσέχωφ—, έκανα επανάληψη τους στίχους του Νίκου Καββαδία, του Μιχάλη Γκανά και τα διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, μην αφήνοντας ποτέ ωστόσο παραπονεμένο τον Αίσωπο, τον Άντερσεν και όλους τους προαναφερθέντες «αγίους» της ελληνικής λογοτεχνίας, που τους θεωρώ σπαραχτικά ωραίους και διδαχτικούς.
Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Αλίμονο! Όλα τα ανόητα τα κατάφερα από μόνη μου. Πιθανολογώ όμως πως τα βιβλία βοήθησαν στη σταθερότητα του χαρακτήρα μου. Π.χ. τα νοήματα που κρύβονταν σε μια «ατάκα» του Αισώπου, ας μου επιτραπεί η έκφραση, είναι μυστικά ψυχικής υγείας ικανά να συνοδεύουν τον άνθρωπο για μια ζωή.
Σας ενέπνευσε κάποιο βιβλίο να γίνετε κάτι άλλο εκτός από συγγραφέας; Όχι, κανένα βιβλίο δεν με ενέπνευσε να γίνω κάτι άλλο από αυτό που είμαι — «Συγγραφέας»;… Αυτή η λέξη μάλλον μου πέφτει βαριά, τρομακτική… Κι αν επιμένετε πως «είμαι», ίσως αργήσω να το συνηθίσω. Τέλος πάντων, για άλλους λόγους έγραψα και το μόνο που δεν είχα κατά νου γράφοντας ήταν ένα «βιβλίο». Το πώς αυτό προέκυψε, είναι μια άλλη ιστορία. Ανέκαθεν έγραφα όποτε ζοριζόμουν αλλά κάποτε που παραζορίστηκα, το γράψιμο έγινε ανάγκη επιτακτική. Θυμήθηκα αυτό που είχα ακούσει σε πολύ νεαρή ηλικία πως όταν κάτι σε βασανίζει, γράψ’ το μέχρι να πάψει να πονάει, κι έτσι επιστράτευσα όλα όσα ξέρω ελληνικά λόγια και ξεκίνησα να γράφω ακατάπαυστα πόνους… Έπρεπε να διώξω τους παλιούς για να χωρέσουν οι καινούριοι, και νομίζω πως τα κατάφερα.
Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Αν και αμφισβητώ τον τίτλο του συγγραφέα, θα ήθελα να είχα γράψει το επόμενο μπεστσέλερ! Ή, τη «Μικρή Γοργόνα» του Άντερσεν — είναι απίστευτο το πόσο με σαγηνεύουν τα παραμύθια… Άλλωστε οι ιστορίες της ζωής, δυο πράγματα μπορούν να γίνουν για να επιβιώσουν: ή τραγούδια ή παραμύθια.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.