Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Μέχρι να μάθω ανάγνωση, άκουγα ακατάπαυστα παραμύθια, από τη Μικρά Ασία και τον κάμπο της Λάρισας, από τον Μέλανα Δρυμό και την Ιαπωνία, παραμύθια κάθε λογής. Και στα εφτά μου η μητέρα μου μού χάρισε το 20.000 λεύγες υπό την θάλασσαν. Αυτό ήταν. Το διάβασα εφτά φορές, το κουβαλούσα μαζί μου σε διακοπές, στο σχολείο, παντού. Όλη την παιδική ηλικία την πέρασα συντροφιά με εξερευνητές και ήρωες που ταξίδευαν στη ρωσική στέπα, στο κέντρο της γης ή στη σελήνη, με θαυμαστά υπερωκεάνια, αερόστατα και ταχυδρομικές άμαξες.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Το βιβλίο που διαβάζω και ξαναδιαβάζω πλέον είναι το Έγκλημα και τιμωρία. Δεκατριών χρονών το ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου και από τότε δεν παύω να ανατρέχω σ’ αυτό. Η αγάπη μου για τον Ντοστογέφσκι έγινε αφορμή να διαβάσω Κίρκεγκωρ, Πλάτωνα και Καντ. Και μέσα από την Έκσταση του Λουντέμη γνώρισα την Ωδή σ’ ένα αηδόνι του Τζον Κητς και βυθίστηκα για χρόνια στα ταραγμένα νερά του αγγλικού ρομαντισμού. Έπειτα ο Υπερίων του Χαίλντερλιν μ’ έριξε στα δίχτυα των Γερμανών, του Νοβάλις, του Χόφμαν, του Κλάιστ. Ευτυχώς που υπήρχαν οι Έλληνες, ο Ελύτης, ο Μυριβήλης, ο Καραγάτσης, να με κρατήσουν σ’ επαφή με το φως και τη γη.
Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Τα βιβλία καθόρισαν εντέλει την πορεία μου, καθώς με οδήγησαν στη γερμανική φιλολογία, στην εκπαίδευση, στην τωρινή μου μελέτη για την αισθητική και τη σχέση μίμησης και επινόησης στη λογοτεχνία. Αν είναι επιπόλαιο να αφήνεις τα βιβλία να αποφασίζουν για τη ζωή σου, τότε ναι, έχω διαπράξει αυτήν την επιπολαιότητα.
Σας ενέπνευσε κάποιο βιβλίο να γίνετε κάτι άλλο εκτός από συγγραφέας; Φυσικά όταν διάβαζα Βερν ήθελα να γίνω εξερευνητής, αργότερα η εμμονή του Ντοστογέφσκι με το έγκλημα, μαζί με τις αφηγήσεις του πατέρα μου για τις μεγάλες δίκες της εποχής, μ’ έκαναν να περάσω από τη στενωπό της Νομικής, απ’ όπου βγήκα σώα μόνο χάρη στη μουσική, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία. Εντέλει η ποίηση με εκδικήθηκε για την απιστία μου και με πήγε ως την πόρτα της Φιλοσοφικής. Τώρα διαβάζω πολύ με την κόρη μου, αλλά δεν την αφήνω να βλέπει τα βιβλία μου να με κρατούν μακριά της – η συγγραφή και η ανάγνωση έγιναν μια μυστική αποστολή που διεκπεραιώνω ερήμην των άλλων, γιατί η λογοτεχνία είναι για μένα υπόθεση προσωπική, σχεδόν υπαρξιακή – δεν είναι ούτε υποχρέωση, ούτε διδαχή, ούτε καύχημα. Είναι απλώς μια φωνή που, αν την ακούσεις να σου μιλάει για τη ζωή σου, έχει εκπληρώσει τον προορισμό της, έχει χτίσει μια νέα γέφυρα, έχει ανοίξει ένα νέο παράθυρο.
Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Είναι πάρα πολλά τα βιβλία που θα ήθελα να έχω γράψει εγώ, αλλά θα ξεχωρίσω τον Δον Κιχώτη, για την αξεπέραστη εικόνα ενός ιππότη της ελεεινής μορφής, το Όνομα του Ρόδου, για την περίτεχνη κι όμως τόσο καθηλωτική μείξη γνώσης και τέχνης, καθώς και για την κρυφή κληρονομιά που κουβαλάει από τον Χόφμαν και τον Αλέξανδρο Δουμά, μεγάλους μάστορες της αφήγησης, και το Εκατό χρόνια μοναξιά, για την ακαταμάχητη διείσδυση της μαγικής φαντασίας στο σκληρό πυρήνα της ζωής, την εξουσία, τον έρωτα, το θάνατο.
Το βιβλίο της Σοφίας Αυγερινού, «Ο άλλος Λάζαρος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.