Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Δεν μπορώ να πω ότι το αγάπησα ακριβώς, αλλά ήταν μια συλλογή του Έντγκαρ Άλαν Πόε που μου άνοιξε ένα νέο κόσμο στα διαβάσματα της εφηβείας, στρέφοντας το ενδιαφέρον μου από τον Τόλκιν και τον Ιούλιο Βερν στη γοτθική λογοτεχνία και τουςσυγγραφείς που επηρεάστηκαν από το είδος, καθώς και την αστυνομική. Ακόμη θυμάμαι το συναίσθημα, όχι του τρόμου, αλλά της έκπληξης, την κομένη ανάσα μου, τελειώνοντας την Πτώση του Οίκου του Άσερ. Αμέσως μετά διάβασα τις Δολοφονίες της οδού Μόργκ, τοΔρ. Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ του Στίβενσον, το Ντράκουλα του Μπραμ Στόκερ και όλο τον Κόναν Ντόιλ. Εκείνη την εποχή, ανακάλυψα έναν από τους πρωτοπόρους του αστυνομικού, τον Γουίλκι Κόλινς.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Όλα τα μυθιστορήματα που αγαπώ ως αναγνώστρια αλλά και θαυμάζω με τη ματιά του συγγραφέα, τα έχω ξαναδιαβάσει. Τα περισσότερα ανήκουν στην Ρώσικη λογοτεχνία. Τον Τουργκένιεφ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι και τον Μπουλγκάκοφ, τους διάβασα στα είκοσι, στα τριάντα, και ξανά τώρα, σε κάθε δεκαετία ανακαλύπτοντας μια νέα τους διάστασή. Το πιο πρόσφατο βιβλίο όμως που διάβασα και ξαναδιάβασα με μανία, σαν εθισμένη, δεν ήταν μυθιστόρημα, αλλά η αλληλογραφία του Βίνσεντ Βαν Γκόγκ με τον αδερφό του τον Τέο.
Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Στην ανοησία χρειάζεται άραγε κανείς σύμμαχο; Κι όμως, αν πρέπει κάτι να απαντήσω, ενώ δεν με ώθησαν, θα έλεγα πως διαβάζοντας την πρώτη μου χρονιά στο πανεπιστήμιο, τότε σπούδαζα νευροβιολογία, τα βιβλία Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο, του Όλιβερ Σάκς και τη Διπλή Έλικα, του Τζ. Γουάτσον και Φ. Κρίκ, είχα τόσο γοητευθεί που με έκαναν να πιστέψω πως είχα βρει τον δρόμο μου. Οι ιστορίες που αφηγούνταν, έγιναν αμέσως σύμμαχος στο πάθος μου για την επιστήμη. Στην πραγματικότητα όμως, ποτέ δεν ήταν η επιστήμη που με έθελγε ενδόμυχα, αλλά οι αφηγήσεις γύρω από αυτήν. Την δεύτερη χρονιά, ευτυχώς για μένα, το αντιλήφθηκα.
Σας ενέπνευσε κάποιο βιβλίο να γίνετε κάτι άλλο εκτός από συγγραφέας; Πραγματικά δεν ξέρω πως μου ήρθε η επιθυμία να θέλω να γράφω. Δεν ξέρω από που προέρχεται αυτή η δύναμη που σε ωθεί κάθε πρωί που ξυπνάς να στέκεσαι αντιμέτωπος με την λευκή σελίδα και ύστερα από λίγο, γεμάτος απόρριψη και αγωνία, να παίζεις αυτό το παιχνίδι με τον εαυτό σου, να μπαίνεις δηλαδή στο μυαλό και την ψυχή, τον κόσμο άλλων, τόσο ώστε να πιστεύεις, ή μάλλον να έχεις την ψευδαίσθηση, για όσο κρατά, πως το παραμύθι σου, έτσι όπως μόνο εσύ το αφηγείσαι, είναι αληθινό, και το ίδιο αληθινό θα υπάρξει κάποια στιγμή και στο μυαλό των άλλων. Και όταν τελειώσεις, το βιβλίο που γράφεις, αυτόν τον κόσμο και τους ήρωές του να πρέπει να τους ξεχάσεις, σαν να μην υπήρξαν ποτέ και να μπεις σε έναν καινούργιο κόσμο, με το ίδιο πάθος που είχες πριν και ακόμη περισσότερο, να τον χτίσεις πάλι από την αρχή. Σίγουρα πάντως δεν λέγεται κυρίως έμπνευση. Ίσως πειθαρχία. Και αυτή την μαθαίνεις με τον καιρό, κανείς δεν στην εμπνέει.
Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Πολύ δύσκολο ερώτημα. Είναι τόσα πολλά. Επειδή όμως με τα χρόνια βλέπω πως είναι οι ήρωες που μου με κερδίζουν πάνω απ’ όλα σε ένα μυθιστόρημα, με τα πάθη τους, τις ιδέες τους, τη φιλοσοφία τους για τη ζωή, το λόγο τους, τα διλήμματά τους, αυτούς τους ήρωες σπουδαίων μυθιστορημάτων ζηλεύω ως συγγραφέας. Θα ξεχώριζα τον Μπαζάροφ του Τουργκένιεφ, τον Λουσιέν του Μπαλζάκ, τον πρίγκιπα Μίσκιν του Ντοστοφιέφσκι, τον γιατρό Ριέ στην Πανούκλα του Καμύ.