Λίγο πριν απλωθεί το κόκκινο χαλί και πέσει η αυλαία της 88ης Τελετής Απονομής των Βραβείων Όσκαρ για το 2016, τα μέλη της συντακτικής ομάδας της Popaganda ακολουθώντας τη βασανιστική διαδικασία του αποκλεισμού απαντούν στο ερώτημα σχετικά με την «αγαπημένη τους ταινία όλων των εποχών». Όπως είναι αναμενόμενο, μιας και μιλάμε για καθαρά υποκειμενικό κριτήριο (δεν τέθηκε ως περιορισμός να είναι βραβευμένες οι ταινίες),  οι απαντήσεις έχουν λίγο απ’ όλα: δίπλα στα μεγαθήρια της έβδομης τέχνης μπορούν να χωρέσουν τα κινούμενα σχέδια, μια ελληνική προσθήκη και… ο Γκάι Ρίτσι.
Καλά βραβεία να έχουμε. Και Leo, μια ζωή την έχουμε… (κάτι ψιλά spoilers υπάρχουν)

Η Κορυφή του Δάντη (Roger Donaldson, 1997)

Όταν μου ζητούν την αγαπημένη μου ταινία, όπως και το αγαπημένο μου τραγούδι ή την αγαπημένη μου μπάντα, πάντα κολλάω. Δε μπορείς να έχεις μόνο ένα. Είναι αδύνατον. Πολλές είναι οι ταινίες που με έχουν συγκλονίσει, που μου έχουν αλλάξει το mindset, που έχουν καθορίσει την αισθητική μου, που με έκαναν να θέλω να ζήσω για πάντα μέσα σε μια σεκάνς τους που παίζει στο repeat. Θα μπορούσα να διαλέξω μια από αυτές για να σας εντυπωσιάσω και να μοστράρω τις κινηματογραφικές μου γνώσεις. Όμως όχι. Δε θα γράψωγια μία από αυτές. Θα γράψω για εκείνη την ταινία, που είναι ΤΟΣΟ ΚΑΚΗ ΟΣΟ ΠΡΕΠΕΙ, για να σε κάνει να βουλιάξεις στον καναπέ, να σκεπαστείς με κουβερτούλα και να την δεις στην ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. Ναι, στην τηλεόραση. Στο αγαπημένο ιδιωτικό κανάλι, που την βάζει τουλάχιστον μια φορά το μήνα, παραβλέποντας χιλιάδες άλλες ταινίες που θα μπορούσε να προβάλλει. Αλλά όχι, θα βάλει (και την παραθέτω με τον ελληνικό τίτλο γιατί το κάνει ακόμα καλύτερο) την Κορυφή του Δάντη. Ο Πιρς Μπρόσναν ως Χάρι Ντάλτον, είναι ένας γοητευτικός ηφαιστειολόγος που καταφτάνει στην Κορυφή του Δάντη, μια επαρχιακή πόλη στους πρόποδες ενός ηφαιστείου, στα νοτιοδυτικά του Ειρηνικού. Εκεί, ανακαλύπτει μετά από έρευνες πως είναι θέμα χρόνου για το ηφαίστειο να εκδηλωθεί. Ενημερώνει την Ρέιτσελ Γουάντο (Λίντα Χάμιλτον), Δήμαρχο της πόλης, για το αναμενόμενο συμβάν, όμως η τελευταία αρνείται να δώσει προσοχή στις προειδοποιήσεις του από τη στιγμή, που η ειδυλλιακή αυτή πόλη, ελκύει αρκετούς τουρίστες κι αποφέρει κέρδη στους κατοίκους της. Δεν θ’ αργήσει να έρθει η στιγμή που οι προβλέψεις του Ντάλτον θα βγουν αληθινές και το ηφαίστειο θα ξυπνήσει. Ανάμεσα στη λάβα και τα πυροκλαστικά (σοβαρά, έτσι τα λένε) κύματα, ηφαιστειολόγος και Δήμαρχος ερωτεύονται και SPOILER ALERT η ταινία έχει χάπι εντ. Δεν μπορώ πια να θυμηθώ πόσες φορές την έχω δει, ξέρω απ’ έξω σχεδόν όλους τους διαλόγους κι ενώ γνωρίζω πολύ καλά την πλοκή, πάντα την παρακολουθώ με αγωνία. Για το έτος κυκλοφορίας της (1997) τα εφέ είναι εξαιρετικά καλά και χαρίζουν μια ρεαλιστική εικόνα καταστροφής, εντείνοντας την αγωνία που νιώθει κανείς όταν βλέπει την ταινία (για πρώτη φορά), οι ερμηνείες δεν είναι συγκλονιστικές, ακριβώς επειδή οι ρόλοι δεν έχουν τρελές απαιτήσεις, αλλά είναι προς τιμή των πρωταγωνιστών το γεγονός ότι δεν υπερβάλλουν και μερικές αδυναμίες στο σενάριο παραβλέπονται εύκολα, όταν ο Μπρόσναν (αν και όχι εντελώς άτρωτος) καταφέρνει και ξεφεύγει από τη λάβα στο τσακ, κάθε φορά. Όταν δε θέλω να σκεφτώ και πολύ, αλλά απλά να χαζέψω, οι ταινίες με φυσικές καταστροφές είναι το καλύτερό μου, ακόμα καλύτερες από ένα chick flick ή μια αστυνομική περιπέτεια. Ίσως για αυτό το Dantes Peak να βρίσκεται σε αυτή εδώ τη λίστα. – ΦΙΛΙΠΠΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ


 

12 Πίθηκοι (Τέρι Γκίλιαμ, 1995)

Πάντα υπάρχει ο Νονός, το Αποκάλυψη Τώρα!, το Θα Χυθεί Αίμα, το Blade Runner, το Se7en, οι Συνήθεις Ύποπτοι, δεν ξέρω εγώ πόσες αγαπημένες ταινίες σου έρχονται αμέσως στο μυαλό όταν πρέπει ν’ απαντήσεις σε αυτήν την ερώτηση. Η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού, η Επιστροφή (του Ζβιαγκίντσεφ), το 81/2. Οπότε η επιλογή θα συνδυαστεί με το πότε ένιωσα ένα πραγματικό σύγκρυο. Κυριολεκτικά όμως, να μείνει η τρίχα σηκωμένη. O 12 Πίθηκοι δεν είναι σίγουρα η καλύτερη ταινία επιστημονικής φαντασίας. Είναι όμως, κατά την ταπεινή μου άποψη, η καλύτερη ταινία του Τέρι Γκίλιαμ. Ακόμα και από το παρόμοιο Μπραζίλ. Βρισκόμαστε στο μακρινό μέλλον και η ανθρωπότητα έχει εξολοθρευτεί από έναν ιό. Όσοι έχουν απομείνει ζουν στους υπονόμους. Στο έδαφος κυριαρχεί η ζούγκλα και τ’ άγρια ζώα. Στον υπόνομο διάφοροι επιστήμονες καταφέρνουν και δημιουργούν τη μηχανή που σε ταξιδεύει στο χρόνο. Διαλέγουν έναν κατάδικο, τον Cole, να επιστρέψει πίσω και να βρει τον ιό, ποιος τον προκάλεσε και να επιστρέψει με πληροφορίες ώστε να καταφέρουν να βρουν το αντίδοτο. Και εκεί ξεκινά μια sci-fi ταινία, μπολιασμένη από νουάρ στοιχεία. Ο Γκίλιαμ παίζει άψογα με τα πίσω μπρος στον χρόνο ώστε να καταφέρει να μπερδέψει τους θεατές αλλά και να δημιουργήσει μια διαρκή συγκινησιακή φόρτιση. Ο Μπρους Γουίλις κάνει αυτά που χρειάζονται στον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία όμως που την παράσταση κλέβει ο Μπραντ Πιτ (ήταν υποψήφιος για όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου και κέρδισε και την Χρυσή Σφαίρα στην ίδια κατηγορία). Όλη η ταινία διαπερνάται από το “Suite Punta del Este” του Άστορ Πιατσόλα που είναι ένα επικίνδυνο κομμάτι, αφού σου κολλάει στο μυαλό για ώρες. Είναι τόσες οι εναλλαγές στην πλοκή της ταινίας που μπορεί να τις συζητάτε για ώρες ώστε να ψάχνετε να βρείτε τι έγινε. Ειδικά το τέλος. Αν δεν βρείτε άλλον να τα πείτε, εγώ είμαι εδώ, με τις ίδιες απορίες από το 1995. – ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ


 

RocknRolla (Γκάι Ρίτσι, 2008)

​Ωραία τα εντυπωσιακά εφέ, καλές και οι συγκλονιστικές ερμηνείες, διδακτικές και οι ρεαλιστικές ιστορικές αναφορές, αλλά όταν θέλω να δω μια ταινία για ακόμα μια φορά σα γλυκιά ρουτίνα έτσι για την αποφόρτιση της βδομάδας ο Γκάι Ρίτσι είναι μονόδρομος. Το RocnRolla πατάει στην αγαπημένη του μανιέρα, δηλαδή κωμωδία με φόντο τον κόσμο του βρετανικού οργανωμένου εγκλήματος. Υπερβολικά στυλιζαρισμένος υπόκοσμος με το coolness να διαχέεται σχεδόν σε όλο το καστ, ακόμα και στους ρόλους που έχουμε συνηθίσει το αντίθετο. Έτσι από τον αρχιμπράβο Μαρκ Στρονγκ και το gay μέλος της σπείρας Τομ Χάρντι έως τον Ρώσο ολιγάρχη Καρέλ Ρόντεν και την ωραία και μοιραία λογίστρια Θάντι Νιούτον πάνε το coolness του χαρακτήρα τους όσο πιο μακριά μπορούν. Η πλοκή είναι στο γνωστό στυλ των ταινιών του είδους που γυρίζει ο Ρίτσι, κάτι μικροαπατεώνες που προσπαθούν να πιάσουν την καλή και στην προσπάθειά τους πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα κάρο ευτράπελα. Μέσω της ταινίας βλέπουμε τον ανταγωνισμό της παρηκμασμένης βρετανικής μαφίας να προσπαθεί να κρατηθεί κάπως απέναντι στην καλπάζουσα ρώσικη που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει το Λονδίνο κέντρο επιχειρήσεων της. Επίσης έστω και επιδερμικά πιάνει το θέμα του real estate στην Αγγλία με την περιπλοκότητά του -με φόντο κιόλας τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012- και πως το οργανωμένο έγκλημα το χρησιμοποιεί για να ξεπλύνει χρήμα. Το soundtrack αρκετά δυνατό που σου επιτρέπει να κάνεις ακόμα και θεματικό χορευτικό πάρτυ στο σπίτι, απ’ αυτά που κάποια στιγμή φωνάζουν οι γείτονες την αστυνομία. Sex, drugs and rock n roll φυσικά είναι παρόντα σε ισχυρές δόσεις, διανθισμένα με ηθικά διδάγματα γιατί καλό το yolo αλλά yolo. H κάθαρση στο τελευταίο μέρος ανταμείβει τους έντιμους γκάνγκστερ έναντι των κακών με το φινάλε της ταινίας να μας αφήνει με την υπόσχεση ενός σίκουελ που δεν έχει έρθει ακόμα. Oπότε περιμένοντας θα τη δω ακόμα μια φορά. – ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΟΥΡΟΥΜΙΧΑΚΗΣ


 

Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (Στάνλεϊ Κιούμπρικ, 1971)

Δύσκολη και παραδόξως ταυτόχρονα εύκολη μια ερώτηση σαν το «Ποια Είναι Η Αγαπημένη Σου Ταινία;». γιατί πάνω που είσαι έτοιμος να δώσεις τη στάνταρ απάντηση, η Ιαπωνία σου φωνάζει Battle Royale, Γυναίκα Στους Αμμόλοφους, Spirited Away και Love Exposure, η Σουηδία Περσόνα, ο Lang σου πετάει το (remastered by Giorgio Moroder) DVD του Metropolis, ο Ταρκόφσκι να σου θυμίζει πόσα σημαίνει το Stalker για σένα, Οι Αρμονίες Του Βερκμάιστερ είναι η πρώτη ταινία που θα προτείνεις σε κάποιον που εκτιμά τον αργόσυρτο, λυρικά υπαρξιακό κινηματογράφο. Αλλά το στανταράκι έχει το αμετάκλητο κύρος για αδιάσειστους λόγους. Για το σοκ που έφαγα πιτσιρικάς όταν την είδα και το γέλιο που έριξα με το μακάβριο χιούμορ της (πολύ χάρηκα αργότερα στη ζωή μου όταν έμαθα πως ο Μπάροουζ ήταν της ίδιας γνώμης, αλλά για το βιβλίο). Για αυτά τα σχεδόν βάνδαλα camp χρώματα που προσπαθούν να κρύψουν την θλίψη μιας κοινωνίας στα όρια του απολυταρχισμού, ολότελα γκρίζας αλλά και βουτηγμένης στην εγκληματικότητα, ωστόσο το κιτς παραμένει κιτς. Για τον πιο ευφυή ανήλικο δικτάτορα που ανήλθε κι έπεσε τάχιστα και τελικά όλοι καταλήγουμε να διερωτόμαστε ποιο είναι το αληθινό κακό: το φυσικό ή το επίπλαστα καλό; Μετράω τριψήφιο αριθμό προβολών στο Κουρδιστό Πορτοκάλι του Κιούμπρικ γιατί κάθε φορά ανακάλυπτα (κι ανακαλύπτω) κάτι καινούριο, αλλά πλέον θεωρώ πως την ξέρω απ’ έξω. Σε σημείο που όταν χρειάστηκε να εκπονήσω τη διπλωματική μου για αυτό το φιλμικό κτήνος, δε χρειάστηκε να το ξαναδώ, είναι ολόκληρο εντυπωμένο μέσα μου. Από το άρρωστο ύφος του ΜακΝτάουελ στην εισαγωγή της Korova μέχρι το μπουνιουελικό όργιο και το «I Was Cured Alright» είναι ολόκληρη αποθηκευμένη στο μυαλό και την ψυχή μου. Μια ταινία που μπέρδεψε τους πάντες, με ακόμα και τον Βασίλη Ραφαηλίδη να την κατακρημνίζει, λόγω της εξόφθαλμα ωραιοποιημένης βίας της. Χρειάστηκε καιρός, αλλά πλέον δικαιωματικά ανήκει στις καλύτερες και πιο πρωτοποριακές όλων των εποχών, που απλά ήθελε χρόνο για να χωνευτεί. Οπότε, μαζί με άλλες 2-3 ταινίες, το Κουρδιστό Πορτοκάλι δεν είναι ο λόγος για τον οποίο θέλησα να ασχοληθώ με την 7η Τέχνη, αλλά ο ίδιος ο κινηματογράφος για μένα και συνάμα ο λόγος που τον αγαπώ. – ΦΟΙΒΟΣ ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ


 

Goodfellas (Μάρτιν Σκορσέζε, 1990)

«Για δύο μέρες αφότου είδα τη νέα ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, Goodfellas, η ψυχολογική κατάσταση των χαρακτήρων έμεινε μαζί μου, αρνήθηκε να με εγκαταλείψει. Ήταν γεμάτη ενοχή και μετάνοια, γεμάτη γρήγορες, ηλίθιες αποφάσεις που οδήγησαν σε αποτυχημένες ζωές, γεμάτη αφοσίωση που μετατράπηκε σε προδοσία. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρχε ένα στοιχείο υποδόριας νοσταλγίας, για ζόρικες εποχές που δεν θα έπρεπε, αλλά τελικά μας λείπουν.

Οι περισσότερες ταινίες, ακόμη και οι σπουδαίες, εξατμίζονται σαν ομίχλη όταν επιστρέφεις στον αληθινό κόσμο. Αφήνουν πίσω τους κάποιες μνήμες, αλλά η πραγματικότητά τους ξεθωριάζει αρκετά γρήγορα. Όχι αυτή η ταινία, που αποδεικνύει ότι ο καλύτερος Αμερικανός σκηνοθέτης ζει την κορύφωση των δυνατοτήτων του. Ποτέ δεν φτιάχτηκε καλύτερη ταινία για το οργανωμένο έγκλημα – ούτε καν ο Νονός»

Τι άλλο να πω, απλώς συμφωνώ και επαυξάνω με όσα έγραφε το 1990 ο Ρότζερ Έμπερτ για την ταινία που έχω δει περισσότερες φορές από οποιαδήποτε άλλη.

«Just don’t go busting my balls, Billy, okay?» – ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΜΙΧΟΣ


 

Αποκάλυψη Τώρα! (Φράνσις Φορντ Κόπολα, 1979)

Αντιλαμβάνομαι ότι για τους περισσότερους είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν κατηγορηματικά, ανάμεσα σε τόσες, την «αγαπημένη τους ταινία». Για μένα η απάντηση είναι δεδομένη από ένα κυριακάτικο βράδυ της β’ γυμνασίου, όταν και την πρόβαλλε ο ΑΝΤ1, αφού είχε τελειώσει το δελτίο ειδήσεων και η εκπομπή για τα αθλητικά. Στήθηκα κι εγώ, ξέροντας 2-3 πράγματα για μια από τις «καλύτερες αντιπολεμικές ταινίες όλων των εποχών» – έτσι κι αλλιώς περνούσα την κλισέ εφηβική «φάση Doors» (που φυσικά παίζουν καθοριστικό ρόλο με το “The End” στο φιλμ), είχα συγκλονιστεί πριν κάποια χρόνια με τον Ελαφοκυνηγό, ενώ ο τίτλος της τανίας ακουγόταν οικείος έχοντας χρησιμοποιηθεί σε δεκάδες δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. 
Το πρώτο σοκ ήταν το φρικάρισμα του Μάρτιν Σιν στο δωμάτιό του στην Σαϊγκόν. Το δεύτερο η συγκλονιστική σκηνή του βομβαρδισμού υπό τους ήχους των Βαλκυριών του Βάγκνερ με τον Ρόμπερτ Ντιβάλ να καυχιέται αξέχαστα “I love the smell of napalm in the morning”. Το τρίτο, υποθέτω, η εντελώς φευγάτη μορφή του Ντένις Χόπερ στη ζούγκλα. Την πρώτη φορά που το είδα, ομολογώ ότι με κούρασε η διάρκεια που σε συνδυασμό με τις άπειρες διαφημίσεις της τότε ιδιωτικής τηλεόρασης την έκαναν να φτάνει το τετράωρο, διακινδυνεύοντας το πρωινό ξύπνημα για το σχολείο. Έτσι, δεν έπιασα το μεγαλείο της τελευταία σκηνής με τον Μάρλον Μπράντο ως συνταγματάρχη Κουρτζ να μονολογεί στο ημίφως σε μια από τις σκηνές που το σινεμά ξεπέρασε τον εαυτό του και ταυτίστηκε με τα έργα των μεγάλων φιλοσόφων. Αλλά, έκτοτε κάθε φορά που την ξανάβλεπα πρόσεχα και κάτι παραπάνω: τη μεγάλη διάψευση της αμερικάνικης κοινωνίας στο πρόσωπο των στρατιωτών που έμειναν παρατημένοι στα βάθη του αγνώστου να κυνηγάνε κάτι που δεν καταλάβαιναν, τα στενά συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ εξουσίας-πολέμου-σοφίας-παραφροσύνης, το σχόλιο για την αποικιοκρατία και τις πληγές της που αποκαλύπτει η έξτρα 40λεπτη σκηνή που συμπεριλήφθηκε στο redux που κυκλοφόρησε to 2001. Και, φυσικά, τις μυθικές λεπτομέρειες για το καθεστώς απόλυτης παράνοιας που γυρίστηκε η ταινία, ουσιαστικά προτοιμάζοντας το τέλος του δημιουργικού μεσουρανήματος του Κόπολα. 
Ξανβλέποντάς το σήμερα, το Αποκάλυψη Τώρα! είναι ένα φιλμ που -γυρισμένο το 1979- ουσιαστικά επισφράγισε το τέλος της πιο σημαντικής δεκαετίας στην ιστορία της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας (και φυσικά του αμερικάνικου σινεμά). Μια περίοδος που το σινεμά βρισκόταν ακόμα στα χέρια των δημιουργών που, χωρίς να παραγνωρίζουν την εμπορικότητα, δε φοβούνταν να υπερβάλλουν, άρα και να πρωτοπορήσουν. Ακόμα κι αν είχαν στα χέρια τους ένα κείμενο unfilmable, όπως ο Κόπολα την Καρδιά του Σκότους του Τζόσεφ Κόνραντ. Στη συνέχεια, σταδιακά, όλα πέρασαν στα χέρια των μαρκετιστών, και μοιραία των λογιστών. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα που τους υποθήκευσε από τα 80s κι έπειτα την καριέρα του, για ένα τέταρτο του αιώνα, μπορεί σίγουρα να το επιβεβαιώσει.- ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΕΝΕΓΟΣ


 

Δαμάζοντας τα Κύματα (Λαρς Φον Τρίερ, 1996)

Φυσικά, κανείς δεν διαλέγει την αγαπημένη του ταινία με κριτήριο πόσες φορές την έχει δει, γιατί τότε αγαπημένη όλων μας θα ήταν το Notting Hill (… χαίρομαι που συμφωνούμε) – τη δική μου αγαπημένη δεν έχω αντέξει να την ξαναδώ ολόκληρη και, γυρνώντας πίσω, έχω ψάξει μεμονωμένες σκηνές της στο YouTube.
Έχω πάντα αμηχανία όταν είναι να γράψω περί κινηματογράφου, την αμηχανία που γεννά η ασχετοσύνη, προφανώς, οπότε θα εξηγήσω την επιλογή με προσωπικά κριτήρια απαίδευτου κοινού. Δεν είμαι από αυτούς που πίνουν νερό στο όνομα του Τρίερ κι έχω πολλές ενστάσεις για το σινεμά του, αλλά το Δαμάζοντας τα Κύματα με είχε ταρακουνήσει σε πολλά επίπεδα. Μια τραγική ερωτική ιστορία που άγγιζε ταυτόχρονα μια ντουζίνα άλλα περιφερειακά θέματα, όπως η θρησκεία, η καταπίεση και η συντήρηση των κλειστών κοινωνιών, η αναπηρία, η αρρώστια, η πίστη και η μονογαμία, η σεξουαλική απελευθέρωση και η επιθυμία, η θέση της γυναίκας, οι ενοχές και η δεισιδαιμονία, η έννοια της θυσίας, και, κυρίως, το ως ποιον βαθμό μπορεί κανείς να χάσει τον εαυτό του για χάρη του έρωτα και το πόσο μπούμερανγκ είναι για εκείνον και τους γύρω κάτι τέτοιο. Η χημεία του ζευγαριού Έμιλυ Γουότσον και Στέλαν Σκάρσγκαρντ με είχε στοιχειώσει για μήνες και θυμάμαι να σκέφτομαι αποσπάσματα των μεταξύ τους σκηνών νιώθοντας αηδία, ενόχληση, τρυφερότητα και μια ανεξήγητη κατανόηση, η Σκωτία των 70s όπου διαδραματίζεται η ιστορία παρουσιάζεται μελαγχολική και κλειστοφοβική (… τουλάχιστον έτσι μού φαινόταν εμένα) παρά τα απίστευτα τοπία, και το φινάλε ένα από τα πιο σπαραξικάρδια (και λίγο ειρωνικά) που έχω δει σε ταινία. Α ναι, και το soundtrack, απλώς τα καλύτερα κομμάτια της δεκαετίας του ‘70 μαζεμένα. – ΧΡΥΣΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ


Χαμένοι Στη Μετάφραση (Σοφία Κόπολα, 2003)

Όσο δύσκολες και αν είναι οι ερωτήσεις περί αγαπημένων ταινιών, τραγουδιών κτλ ever, η απάντηση υπάρχει πάντα -κατά τη γνώμη μου- στη σχέση που αναπτύσσεις μαζί τους. Όταν το Lost in Translation κυκλοφόρησε ήμουν δέκα χρονών και την πρώτη φορά που το είδα, βαρέθηκα. Δεν κατάφερα να μπω στο ρυθμό του, έχασα το point, με έπιασε υπνηλία. Προς το τέλος του λυκείου αποφάσισα να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία- που όπως αποδείχθηκε ήταν μόνο η αρχή μιας διαχρονικής σχέσης. Αγαπώ τα πάντα σε αυτή την ταινία – το τεράστιο ξενοδοχείο με το μπαρ και τα δωμάτια των πρωταγωνιστών, τη μεταξύ τους επικοινωνία, το περίεργο και ταυτόχρονα συναρπαστικό Τόκυο, τη χαμηλότονη, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία της. Ο Μπομπ (παιγμένος από την αιώνια μορφή- Μπιλ Μάρεϊ) και η Σάρλοτ (η Σκάρλετ Γιόχανσον στην προ-σεξοβόμβας εποχή της) μοιάζουν τόσο αληθινοί κι ανθρώπινοι που σε στιγμές αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχουν πραγματικά. Με ένα μαγικό τρόπο, ο Μπομπ που κάθεται στο κρεβάτι με τις παντόφλες του και η Σάρλοτ κουλουριασμένη μπροστά σε ένα παράθυρο με χαοτική θέα, λένε πολλά περισσότερα από όσα θα χωρούσαν σε έναν απλό διάλογο. Έβαζα ξανά και ξανά τη σκηνή που μιλάνε στο μπαρ και ήθελα να καθίσω ανάμεσά τους, να τους μιλήσω, να τους πω πόσο τους καταλαβαίνουμε όλοι εμείς πίσω από τις φωτεινές οθόνες στα σκοτεινά μας δωμάτια.  Πόσο η ιδιωτικότητά τους- τα ακατάστατα δωμάτια, οι αϋπνίες, η μοναξιά, το να αισθάνεσαι ξένος τόσο σε μια πόλη όσο και στην ίδια σου τη ζωή, είναι βίωμα όλων μας. Όλα αυτά, μαζί με χιούμορ, φευγάτο soundtrack και κλεφτές ματιές στην ανεκδιήγητη καθημερινότητα των Γιαπωνέζων κάνουν αυτή την ταινία την πιο αγαπημένη μου- κι ας κέρδισε μόνο ένα Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Κάθε φορά που πέφτουν οι τίτλοι τέλους, είμαι και λίγο πιο σίγουρη σε κάποια γωνιά του κόσμου υπάρχει ένας άνθρωπος που θα μας ψιθυρίσει κάποτε στο αυτί κάτι που μόνο οι δυο μας μπορούμε να καταλάβουμε. – ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ


 

Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Μάρτιν Σκορσέζε, 2003)

Την έχω δει τόσες φορές τα τελευταία δεκατρία χρόνια που πλέον έχω χάσει το μέτρημα. Συνοπτικά: Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη κάπου ανάμεσα στο 1840 και το 1860. Πρόκειται για την εποχή της μαζικής μετανάστευσης κυρίως από τις ευρωπαϊκές χώρες και δη από την Ιρλανδία. Κάπου στο Νότιο Μανχάταν, στη γειτονιά του Five Points, η ανομία και οι συμμορίες κυριαρχούν. Αναπόφευκτα δημιουργούνται συμμορίες με εθνικά χαρακτηριστικά με εκείνες των Ιρλανδών και των αυτόχθονων Αμερικανών να συγκρούονται διαρκώς. Ο πιτσιρικάς γιος του αρχηγού των Ιρλανδών, Amsterdam Vallon (Λεονάρντο ΝτιΚάπριο) χάνει τον πατέρα του (Λίαμ Νίσον) από το χέρι του αρχηγού των γηγενών Bill “The Butcher” Cutting (Ντάνιελ Ντέι Λιούις), φεύγει από το Five Points για να επιστρέψει είκοσι χρόνια αργότερα, ταλαιπωρημένος από τα χρόνια του αναμορφωτηρίου αλλά παθιασμένος παράλληλα για εκδίκηση. Στην πορεία όμως ο Amsterdam κάπου χάνει τη μπάλα και γίνεται ο προστατευόμενος του δολοφόνου του πατέρα του και καλείται να διαχειριστεί τη σύγκρουση ανάμεσα στο χρέος του ονόματός του και την εντελώς απροσδόκητη τροπή που έχει πάρει η ζωή του.
Έτσι κι αλλιώς η υπόθεση της ταινίας είναι μόνο ένα από τα κομμάτια που την κάνουν, στα μάτια μου τουλάχιστον, καταπληκτική. Το άλλο και μεγαλύτερο, είναι η αισθητική της. Ο Μάρτιν Σκορσέζε εδώ έχει πραγματικά μεγαλουργήσει, ακόμα και για τα δικά του δεδομένα. Για τα γυρίσματα κυριολεκτικά έχτισε την ιστορική γειτονιά του Five Points από την αρχή, προσέχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια, θέλοντας να πλησιάσει την πραγματικότητα όσο το δυνατόν περισσότερο, μειώνοντας στο ελάχιστο την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν ψηφιακά εφέ. Για τα 160 λεπτά που κρατάει η ταινία, ο θεατής κυριολεκτικά βρίσκεται στη Νέα Υόρκη του 19ου αιώνα. Επίσης η υπόθεση της ταινίας περιβάλλεται από σημαντικά και ραγδαία κοινωνικά φαινόμενα την εποχής τα οποία έχουν εξιστορηθεί με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια όπως οι τεράστιες μεταναστευτικές ροές, η καθημερινότητα των νέων Αμερικάνων που «έχτισαν την Αμερική» όπως υπενθυμίζει το soundtrack, οι επιστρατεύσεις της Ένωσης για τις ανάγκες του εμφυλίου πολέμου με τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας, οι εξεγέρσεις των Νεοϋορκέζων που τις ακολούθησαν, οι μάχες μεταξύ των συμμοριών και η κυριαρχία του Tammany Hall (ίσως του πιο διεφθαρμένου πολιτικού κόμματος στην παγκόσμια πολιτική ιστορία). Τέλος, οι ηθοποιίες είναι του υψηλότερου επιπέδου, όχι πως είμαι ο καταλληλότερος να τις κρίνω. Ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο αποβάλλει μια και καλή τον χολιγουντιανό τίτλο του «απλώς ενός ακόμα ωραίου αγοριού» και ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις υποδύεται ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΑ έναν από τους κορυφαίους κακούς στην ιστορία του κινηματογράφου, τον οποίο απεχθάνεσαι, σέβεσαι, μισείς και συμπαθείς ταυτόχρονα. Όποιος και να του έκλεψε το Όσκαρ εκείνη τη χρονιά οφείλει να νιώθει έστω και λίγες ενοχές.
Fun fact: Σε κάποια στιγμή ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις  ως Bill Cutting και αρχηγός της συμμορίας των αυτόχθονων Αμερικανών λέει πως «έπρεπε να κατεβάσουμε κάποιον καλύτερο υποψήφιο απέναντι στον Λίνκολν όταν είχαμε την ευκαιρία», ενώ λίγο μετά πετάει το μαχαίρι του πετυχαίνοντας ένα πορτρέτο του Προέδρου στο μέτωπο, με το μίσος στο βλέμμα του να ξεχειλίζει. Μερικά χρόνια αργότερα, σήκωσε ακόμα ένα Όσκαρ υποδυόμενος τον Αβραάμ Λίνκολν, σε έναν από τους πιο μεστούς ρόλους της καριέρας του. Τεράστιος. – ΑΓΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


Ηρακλής, Πέρα από τον Μύθο (Ρον Κλέμεντς/ Τζον Μάσκερ. 1997)

Ως παιδί, όταν καταλάβαινα πως η προσεχής οικογενειακή επίσκεψη δεν θα περιελάμβανε παιδάκια σε έξαλλη κατάσταση που θα μου κρατήσουν συντροφιά στο παιχνίδι, κουβαλούσα μαζί μου πάντα την αγαπημένη μου βιντεοκασέτα για να ακούω -δίχως καν να κοιτάζω την οθόνη- τη φωνή του Κωνσταντίνου Τζούμα να λέει σαν άλλος Άδης «Αδέλφια μου, Τιτάνες, πουλιά, κι εγώ σαν κι εσάς στους ανέμους ρωτάω, ποιος έβαλε εσάς στα κελιά» και να ξεκαρδίζομαι δίχως καν να μπορώ να αναγνωρίσω τη μεγαλοφυΐα του να παραφράζεις Τόλη Βοσκόπουλο σε ένα μεταγλωττισμένο κινούμενο σχέδιο βασισμένο στην ελληνική μυθολογία.
Ως έφηβη, έψαχνα στα ράφια το βίντεο κλαμπ της γειτονιάς από Κισλόφσκι και Μπουνιουέλ μέχρι Ταραντίνο και Λίντς προκειμένου να φανώ μια ώριμη ψαγμένη σινεφίλ στα μάτια του αγοριού πίσω από τον πάγκο. Οι μήνες περνούσαν, είχα πάρει διδακτορικό σε γαλλικό σουρεαλισμό και δανέζικο δόγμα του ’95  αλλά το ραντεβού δεν ερχόταν. Απογοητευμένη καθώς ήμουν ζήτησα μια κόπια της βιντεοκασέτας που είχε πλέον γίνει DVD μήπως νιώσω καλύτερα. Χαμογέλασε σφυρίζοντας το ρυθμό από το «H Aλήθεια είναι Aυτή». Του ζήτησα εγώ να βγούμε.
Ως ενήλικη, φήμες λένε πως μετά από έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ποτών αναπαράγω μέχρι σήμερα τις ατάκες των υποτακτικών του αφέντη του κάτω κόσμου, του Πόνου και του Πανικού, ακόμη και μπροστά σε κόσμο που δε με γνωρίζει για να μου το συγχωρήσει. Κάνοντας τα μαθηματικά, μάλλον δύσκολα θα αγαπήσω ταινία όσο εκείνη της πρώτης μου βιντεοκασέτας. – ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ


 

Closer (Μάικ Νίκολς, 2004)

Εντάξει, technically είναι θεατρικό, αλλά ο τρόπος που χειρίζεται ο Μάικ Νίκολς το υλικό του, υπογραμμίζει την αριστοτεχνική του μαεστρία στην ανάδειξη τόσο των ερμηνευτών του ως βασικό εργαλείο παραγωγής κινηματογραφικής δράσης, όσο και του συναισθηματικού τοπίου των χαρακτήρων του ως ζωντανό κι αναπνέον κινηματογραφικό σκηνικό. Κι ύστερα το γεγονός και μόνο ότι απαθανατίστηκε σε φιλμ αυτό το κείμενο του Πάτρικ Μάρμπερ, με την αβυσσαλέα ανατομία των δυνάμεων έλξης που αναπτύσσονται ανάμεσα σ’ αυτό το τόσο φθονερό και τόσο οικείο κουαρτέτο ανθρώπων, καθιστά την ταινία ένα αξέχαστο μνημείο στον ωμό, κυνικό ρεαλισμό που χρειάζεται κανείς, για να αποδεχτεί το «άλλο του μισό» ως τίποτε παραπάνω από έναν στρεβλό καθρέφτη της εικόνας που θα ήθελε να έχει για τον εαυτό του, και τη ρομαντική αντίληψη του έρωτα ως παραπέτασμα καπνού ενός υστερόβουλου δρόμου προς την κόλαση. – ΙΩΣΗΦ ΠΡΩΙΜΑΚΗΣ


 

Μια Ζωή Την Έχουμε (Γιώργος Τζαβέλλας, 1958)

Γράψε κάτι για την αγαπημένη σου ταινία. Δηλαδή ποια ταινία; Αυτή που τη σκέφτομαι όταν με πιάνει ο απόλυτος μισανθρωπισμός μου και ταυτίζομαι όσο δεν παίρνει και βρίσκω ότι δεν έχει ούτε ένα τόσο δα ψεγάδι –η ταινία, όχι ο μισανθρωπισμός μου- δηλαδή το Dogville; Αυτή που με έκανε να κλάψω με μαύρο δάκρυ το 1989, ενώ δίπλα μου σπάραζε όλο το κινηματοθέατρο Ορφέας της Κέρκυρας και σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά μαθαίνοντας μας τον Ουίτμαν και τον Κίπλινγκ, δηλαδή τον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών; Αυτή που πιστεύω πως έχει το σπουδαιότερο τέλος που έχουμε δει ποτέ στην ιστορία του σινεμά, όταν αντικρίζουμε το συγκλονιστικό πρόσωπο του Τσάρλι Τσάπλιν που μόλις έχει ακούσει το “Υes, I can see now” δηλαδή τα Φώτα της Πόλης ή αυτή που θεωρώ την πιο «μαχαίρι στο κόκκαλο» ανάλυση της κοινωνίας των ανθρώπων δηλαδή τον Εξολοθρευτή Άγγελο;
Τελικά καμία από τις παραπάνω. Η πιο αγαπημένη μου ταινία, δίνοντας έμφαση στη λέξη αγαπημένη, κατέληξα μόλις τώρα ότι είναι αυτή που έχω δει άπειρες φορές στην τηλεόραση, ποτέ στον κινηματογράφο, μιλάει τη γλώσσα μου -και δεν εννοώ την ελληνική, είναι αυτή που δε βαριέμαι ποτέ αντιθέτως κάθε φορά που τη βλέπω εισχωρεί μέσα μου ακόμη πιο βαθιά.  Δε χρειάζεται να πω τίποτα για την υπόθεση του Μια Ζωή Την Έχουμε. Είναι μια ταινία που όλοι έχετε δει. Είναι η ταινία που με τον πιο γλυκό -όχι γλυκερό- τρόπο σου λέει σχεδόν καθησυχαστικά αυτό που ξέρουμε κι ας μη θέλουμε να παραδεχτούμε: «δεν υπάρχουν τα Κύθηρα, Χαράλαμπε» – ΛΙΝΑ ΡΟΚΟΥ


Νονός II (Φράνσις Φορντ Κόπολα, 1974)

Είναι βαρετό να επανέρχεσαι στα ίδια και τα ίδια. Όμως ο δεύτερος Νονός το αξίζει. Όχι μόνο για τις εκπληκτικές ερμηνείες, τη σκηνοθεσία, το soundtrack. Τα σχετικά με τη μορφή ας τα σχολιάσουν οι μάστορες του είδους. Αυτό που καθιστά το Νονό συνολικά, και τη δεύτερη ταινία ειδικότερα. ένα συγκλονιστικό κινηματογραφικό πόνημα είναι το περιεχόμενο, το ότι μας λέει μία ιστορία που αξίζει να την ακούσουμε. Κι αυτή είναι η πορεία από το μηδέν και το τίποτα στο όλα και τα πάντα, η οποία τροφοδοτείται από την άπληστη ανθρώπινη φύση για εξουσία και επιρροή. Κι όλα αυτά δεν τα κάνουν κακοί και ανήθικοι άνθρωποι. Τα κάνουν άνθρωποι που κάποτε λαθεύουν κι άλλοτε κάνουν το ορθό, άνθρωποι που έχουν συναισθήματα και ποδηγετούνται από τα πάθη τους και το εφήμερο της ανθρώπινης ζωής. Είναι αυτοί που θα έδιναν τη ζωή τους για την οικογένεια και τα προσφιλή τους πρόσωπα, πάντοτε όμως έτοιμοι να εκδικηθούν και να τιμωρήσουν όποιον τους κάνει κακό ή μπλέκεται στα συμφέροντά τους. Είναι αντιφατικό; Ίσως, ίσως και όχι. Όμως αυτό δεν είμαστε κι εμείς, στην πολύ πιο απλή κι ανούσια καθημερινότητά μας; – ΘΟΔΩΡΗΣ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΟΣ

POPAGANDA