Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Τα «Μαγνητικά Πεδία» είναι ο δικός μας Χρυσός Αλέξανδρος, στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Η home made καραμελένια ταινία του Γιώργου Γούση δεν πήρε το μεγάλο βραβείο του διεθνούς διαγωνιστικού γιατί δεν ήταν προτεινόμενη σε αυτό (ήταν η «Αγέλη Προβάτων» του Δημήτρη Κανελόπουλου, Η «Σελήνη, 66 ερωτήσεις» της Ζακλίν Λέντζου και η «Αγία Έμυ» της Αρασέλι Λαιμού). Τα «Μαγνητικά Πεδία» και η τεράστια ανθρώπινη ομορφιά τους, εκεί στο νησί που οι άνθρωποι δεν θέλουν να μένουν μόνοι, μπορούν από χτες το βράδυ όμως, να είναι πολύ χαρούμενα με τον εαυτό τους. Καθώς έφυγαν με έξι άλλα: Πρώτο στο τμήμα film forward, κριτικών FIPRESCI, δύο από ΕΚΚ, ΕΡΤ και ΠΕΚΚ). Ένα σύνθημα έναρξης για την άνθηση μιας κινηματογραφίας, αυτής της Ελληνικής, που δεν μας είχε συνηθίσει σε τόσες μαζεμένες ευχάριστες στιγμές. Οι μικρομικάδες «μεγαλώνουν», περνούν στην μεγάλη πίστα με την εμπειρία της προσωπικής τους περιπέτειας και κάνουν θαύματα.

Το φετινό 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν πραγματικά απολαυστικό στην εβδομαδιαία του on line επαφή. Πολλές ενδιαφέρουσες ταινίες, από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, σε δώδεκα και βάλε τμήματα, μας ξενάγησαν στις ιστορίες τους, άλλες με μεγαλύτερη και άλλες με μικρότερη επιτυχία. Διαλέξαμε τις εφτά που αγαπήσαμε περισσότερο. Και αν πέσεις πάνω τους κάποια στιγμή, πάτα άφοβα το play, θα αποζημιωθείς και με το παραπάνω!

Μαγνητικά Πεδία (Magnetic Fields)

Μετά την τυχαία τους συνάντηση καθ’ οδόν σε ένα νησί, η Έλενα και ο Αντώνης, αποφασίσουν να περιπλανηθούν μαζί, σε αναζήτηση ενός κατάλληλου μέρους για να θάψουν ένα μεταλλικό κουτί. Αυτό θα  μπορούσε να είναι το κύριο μενού της πιο αστείας (με ένα αλλόκοτο τρόπο), ταινίας του φεστιβάλ, αλλά διαθέτει κι άλλα. Το μεταλλικό κουτί περιέχει τα οστά της θείας του άνδρα, καθώς του ζήτησε ως τελευταία επιθυμία της, να τη θάψει εκεί, που είναι και το αγαπημένο της μέρος. Το νεκροταφείο όμως δεν δέχεται «ξένους», οπότε αυτή κι αυτός, τριγυρίζουν στην ερημιά, αποφασισμένοι να διορθώσουν το άδικο και να δικαιώσουν την θεία και τις «επιλογές» της.

Δεν ξέρω πως θα ήταν στα χέρια κάποιου άλλου, αυτή η ιδέα.  Ο κομικάς Γιώργος Γούσης όμως στην πρώτη του αυτή ταινία, επιλέγει την ανατροπή. Και σκίζει! Δίνει το ελεύθερο στους δυο πρωταγωνιστές του (Έλενα Τοπαλίδου και Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, αδιανόητα απολαυστικοί), να συνδράμουν στο σενάριο, κάνοντας και λέγοντας τα δικά τους, μοιράζοντας έτσι τα credits στο τέλος και στους τρεις. Επιλέγει, ίσως λόγω κόστους, ένα τετράγωνο καρδάρισμα από κασέτα MiniDV φιλμ και μια κάπως 90ς αισθητική καταγραφή που κάνει την θέαση πιο εύθυμη και απρόβλεπτη (πόσο ευφυής λύση). Και δεν μπερδεύει τον συνεχόμενο, τίγκα σε ολόσωστες κωμικές παρεμβάσεις, διάλογο τους, με ξένα στοιχεία. Και πρόσωπα. Η έξτρα διπλή παρουσία του νεκροθάφτη, με την «έλα να σου δείξω πως παίζεται η φυσική κωμωδία», τονίζει περισσότερο αυτό ακριβώς. Τον ακράτητο νεορεαλισμό στις λέξεις και την λειτουργική κωμικότητα στις λεπτοδουλεμένες σκηνοθετημένες σκηνές που ξέρουν επιτέλους τι σημαίνει ρυθμός και μέτρο.

Όταν θα τελειώσει η περιπέτεια μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων και συνειδητοποιήσεις πως σε όλη τη διάρκεια της, είχες ένα χαμόγελο που δεν έσβηνε ποτέ, ίσως να θυμηθείς και συ όπως και γω, την μεγάλη (και ναι γιατί όχι, δικαιολογημένη) γκρίνια, γύρω από τον ελληνικό κινηματογράφο. Όλα αυτά τα χρόνια. Και τη απορία που μας ταλάνιζε. «Τι χρειάζεται για μια καλή, πολύ καλή ταινία;» Ένα σενάριο που να μιλά, μια σκηνοθεσία που να ξέρει τι θέλει να πει και τρεις άντε τέσσερις ηθοποιούς που να απολαμβάνουν λίγο παραπάνω αυτό που κάνουν. «Και γιατί άλλοι το κάνουν και εμείς όχι;» Γράψε the end στην σκέψη. Έχουμε νικητή!  

Εδώ στην πιο feel good ελληνική (και όχι μόνο) ταινία της χρονιάς, θα βρεις όλα αυτά που θες. Όπως βεβαίως και την πιο αστεία σκηνή που έχεις δει σε ελληνική ταινία, τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια (μια σκηνή που στο χαρτί, ίσως, μόνο αστεία δεν θα ήταν). Θα την καταλάβεις αμέσως. Όπως φυσικά και όλη η γειτονιά σου!

Η Κλάρα μόνη (Clara sola)

Η Κλάρα, μια σαραντάχρονη γυναίκα που έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια και διατηρεί μια διαισθητική σχέση με τη φύση, υποτίθεται πως έχει μια ιδιαίτερη επαφή με τον Θεό. Ως «θεραπεύτρια» συντηρεί μια οικογένεια, αλλά και ένα χωριό που αναζητά καθημερινά ελπίδα. Η σεξουαλικότητα της Κλάρα, την οποία ανέκαθεν καταπίεζε η μητέρα της, ξυπνά από την έλξη που νιώθει για το νέο αγόρι της ανιψιάς της. Αυτή η νέα δύναμη που έχει ξυπνήσει μέσα της οδηγεί την Κλάρα σε αχαρτογράφητα νερά, επιτρέποντάς της να ξεπεράσει τόσο τα φυσικά όσο και τα μυστικιστικά όρια.

Η Κοσταρικό-Σουηδή Νάταλι Άλβαρες Μεσέν, σκηνοθετεί την πρώτη της ταινία, με ένα έλεγχο που γεννά θεωρητικά η βαθιά εμπειρία (έξι πολυβραβευμένες «μικρές» συνηγορούν). Βουτά στη ζούγκλα,  ανασύρει μύθους και δοξασίες, καταγράφει την διαφορετικότητα, κάνει ζουμ σε ένα διάχυτο ανώφελο καθολικισμό που ελέγχει σκέψεις και αποφάσεις. Ο μαγικός ρεαλισμός που ξεπηδά από κάθε πλάνο της , σαφέστατη συνέχεια μια ισχυρής κινηματογραφικής παράδοσης, χρωστά πολλά από την ενορχηστρωμένη του δυναμική, στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας, Wendy Chinchilla Araya.

Η Κλάρα- Araya βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση με τη φύση. Με διάφορες εντάσεις στην δυναμική της. Όπως θα ταίριαζε σε μια μεσήλικη λατίνα εκδοχή της Carrie της Sissy Spacek. Ειδοποιεί εγκαίρως τη Yuka, τη λευκή της φοράδα, να το σκάσει όταν τα βάρη της οικογενείας επιβάλουν την άμεση πώληση της. Φέρνει πίσω στη ζωή ένα νεκρό σκαθάρι που «κρύβει» μέσα στο αυτοσχέδιο «σκαθαρόσπιτο» της. Προλαμβάνει ή προκαλεί σεισμικές δονήσεις, με τις στα όρια του αυτισμού, εκρήξεις της. Επικοινωνεί με την Παναγία και προσφέρεται στους πιστούς του χωριού ως άξια διαμεσολαβήτρια. Δραπετεύει στο δάσος τις νύχτες και περπατά ανάμεσα σε αρχαία δέντρα και φασαριόζικες πυγολαμπίδες. Ακουμπά τη σεξουαλικότητα της μέσα στο ποτάμι ή έξω, δίπλα σε ένα δέντρο, με ένα τρόπο που φανερώνει  ασφάλεια και αποδοχή (και όχι ενοχή, όπως το τρίψιμο των δαχτύλων της σε άγριο τσίλι από την μητέρα της, θα υπαινισσόταν).

Η Κλάρα της Κολομβιανής χορεύτριας Wendy Chinchilla Araya είναι ένα πλάσμα άγριο και μαγικό. Ένα αυθεντικό κομμάτι από αρχέγονο παραμύθι των Αδερφών Γκριμ. Αν αυτοί για παράδειγμα δεν ήταν κομμάτι του παλαιού αλλά του νέου κόσμου.

Η Αγία Έμυ (Holy Emy)

H Έμυ νιώθει ξένη μέσα στην κλειστή κοινότητα των Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών του Πειραιά, που έχει καλωσορίσει με θέρμη την αδερφή της, την Τερέζα. Αναμενόμενο αφού έχει τη δύναμη να «νοιώθει» την «πέρα όχθη», να κλαίει με αιμάτινα δάκρυα και να «θεραπεύει» ανίατες ασθένειες. Όταν η Τερέζα μένει έγκυος, η Έμυ έλκεται πιο έντονα από τις μυστηριώδεις δυνάμεις που κατοικούν μέσα της και ζητούν τρόπους να εκφραστούν.

Ο ελληνικός κινηματογράφος χρόνια προσπαθεί να βρει την επαφή του με το μαγικό και το παράξενο. Στο κινηματογραφικό αυτό ντεμπούτο της σκηνοθέτριας, σεναριογράφου και μοντέζ, Αρασέλης Λαιμού βρίσκει μια από τις πιο δυνατές της εκφάνσεις (αν όχι την δυνατότερη). Δεν είναι μόνο η σιγουριά με την οποία κινείται η κάμερα σε αυτή την ταινία, χαϊδεύοντας ισότοπα το μέτρο της μυθοπλασίας και του ντοκιμαντέρ (κέρδισε πρόσφατα Ειδική Μνεία στο διαγωνιστικό τμήμα «Σκηνοθέτες του Σήμερα» στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο). Είναι και ο μεγάλος σεβασμός που τρέφει στις πραγματικές δομές του φανταστικού αλλά και η αγάπη για τα πρόσωπα του «περιθωρίου». Ανάμεσα στα (πολλά) συν, να βάλουμε το πρωταγωνιστικό της δίδυμο (Abigael Loma, Hasmine Kilip)  και την υπέροχη κινηματογράφηση μιας Αθήνας (με μπόλικη δόση από Πειραιά), που δεν παύει να σε εντυπωσιάζει (αν ξέρεις τελικά πως να την κοιτάξεις).

The rust (η σκουριά)

Ο Χόρχε είναι ένας νέος αγρότης που ζει στην κορυφή ενός βουνού. Όλοι οι συνομήλικοι του έχουν μεταναστεύσει στη μεγάλη πόλη, αλλά ο ίδιος έχει μείνει πίσω για να φροντίσει τη φυτεία καφέ που κληρονόμησε από τον πατέρα του, να φροντίσει τον παππού του και να «κατανοήσει» την σχέση του με την ξαδέλφη του, τη Ρόζα. Το πανηγύρι του χωριού πλησιάζει και περιμένει με αγωνία τη στιγμή να ξανασυναντηθεί με την Αντρέα, την πρώην του που δεν έχει ξεπεράσει παρά τον χρόνο και την απόσταση που έχουν μπει ανάμεσα τους. Καθώς ο Χόρχε γίνεται όλο και πιο εμμονικός με αυτή την επανένωση, μια αρρώστια εξαπλώνεται σιωπηρά στη φυτεία. Καθώς οι εορτασμοί κορυφώνονται, ο Χόρχε, χαμένος στη μουσική και στις παραισθήσεις, καταλαβαίνει ότι όλα όσα τους ένωσαν έχουν εξαφανιστεί και –κυρίως– ότι η παραμονή στη γη του είναι μια πράξη αγάπης και αντίστασης.

Μια ταινία για τις ρίζες, την φύση και την ανάγκη του να μη χάσεις τον εαυτό σου μέσα στην ατελείωτη σου προσπάθεια για να τον βρεις. Ο σκηνοθέτης και φωτογράφος Χουάν Σεμπαστιάν Μέσα, ξέρει να κινηματογραφεί τα κάδρα του, με ένα βαθύ ανθρώπινο ουμανιστικό τρόπο. Αφήνει τα μεγάλα βουνά της Κολομβιανής υπαίθρου να πρωταγωνιστήσουν και τοποθετεί το ανθρώπινο στοιχείο στην σωστή του διάσταση. Όταν ο ουρανός στο βάθος γεμίζει με αστραπές ξέρεις (μαζί με τον χαρισματικό Juan Daniel Ortiz) πως η ώρα των αποφάσεων δεν αργεί. Και είναι αυτή που τελικά θα καθορίσει αν η επόμενη ώρα θα φέρει βροχή ή απλά μια ολοκάθαρη μέρα.

Προσκυνητές (Pilgrims)

Δύο πρώην εραστές που έχουν χαθεί με τον καιρό ξανασυναντιούνται σε ένα ταξίδι σε μια μικρή πόλη όπου κάποτε διαπράχθηκε ένα φρικτό έγκλημα: ένα περιστατικό που σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή τους. Καθώς σταδιακά αποκαλύπτεται η αλήθεια, το ζευγάρι επανεξετάζει το θυελλώδες παρελθόν του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κλείσει το κοινό τους τραύμα.

Δεν ξέρεις πως να αντιμετωπίσεις αυτή την ταινία και αυτό είναι το μεγάλο της ατού. Ψυχρή, ανέκφραστη, και στο (πολύ) βάθος, συγκλονιστικά ανθρώπινη, στέκεται στην άκρη ενός κινηματογραφικού παράδοξου με την άγρια χάρη αυτού που ξέρει πως να φλερτάρει με το κενό και να μη πέφτει. Όταν μετά το πρώτο αναγνωριστικό τέταρτο σου δοθούν τα πρώτα σημαντικά κομμάτια στο παζλ της ιστορίας και καταλάβεις πως η «άγαρμπη« αυτή ξενάγηση στο πόνο, είναι το θέμα της, καταλαβαίνεις αμέσως πως ο Λιθουανός Λαουρίνα Μπαρέισα, στο κινηματογραφικό αυτό ντεμπούτο του, δεν είναι μια εύκολη περίπτωση. Ευτυχώς. Δεν χαρίζεται στα πρόσωπα, δεν λυγίζει μπροστά στα λάθη τους, δεν δείχνει να αγαπά τις (λανθασμένες) επιλογές τους. Απλά τους παρατηρεί με την ψυχρότητα ενός ανθρώπου που προτιμά την καταγραφή από την εμβάθυνση. Λειτουργικό; Απαραίτητο. Τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση!

Αγέλη Προβάτων

Ο Θανάσης αδυνατεί να ξεπληρώσει το χρέος του στον Στέλιο. Όταν μαθαίνει πως κι ο Αποστόλης βρίσκεται στην ίδια θέση, του ζητά να συμμαχήσουν για να πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία με τον Στέλιο. Κι ενώ βρίσκει κι άλλους πρόθυμους να τον ακολουθήσουν, δύο νεαροί μικροεγκληματίες φτάνουν στην πόλη για να εκφοβίσουν αυτούς που χρωστούν στον τοκογλύφο.

Πρώτη και εδώ ταινία του δημιουργού (Δημήτρης Κανελλόπουλος). Μία από αυτές τις περιπτώσεις που συζητήθηκαν πολύ πριν και ευτυχώς συζητήθηκαν και πολύ μετά. Την προβολή. Για όλους τους σωστούς λόγους. Η Αγέλη είναι ένα δείγμα εμπορικού μετα-γουέστερν. Μια «αντρική» ταινία που ξέρει πως να διηγηθεί της ιστορία της, σεβόμενη πρώτα από όλα το ύφος και το ρυθμό της (δες πως χτίζονται σιγά-σιγά οι σκηνές μέχρι το τελευταίο εικοσάλεπτο που φορτσάρει και απογειώνεται). Είναι επίσης μια ταινία με μεγάλη αυθεντικότητα στην επιλογή των προσώπων της. Και απροσδόκητη αισθαντικότητα στον τρόπο που τα προσεγγίζει (κυρίως όταν τα αφήνει να παρουσιάσουν την πιο άγρια πλευρά τους). Τέλος έχει μια πλειάδα ηθοποιών σε μεγάλα ερμηνευτικά κέφια. Καθόλου έκπληξη για τον Άρη Σερβετάλη και τις δυνατότητες του σε ένα ρόλο που άλλοι θα έμεναν απλά… στην καινούργια οδοντοστοιχία. Μεγάλη έκπληξη για τον τηλεοπτικό (από τις «Άγριες Μέλισσες) Γιάννη Βασιλώττο που πραγματικά κεντά σε ένα ρόλο που κανείς ίσως, δεν φανταζόταν, πως θα μπορούσε να τον δει.

Μη διστάσεις (Do not hesitate)

Μετά την ξαφνική εξαφάνιση του ανωτέρου τους, τρεις νεαροί στρατιώτες που βρίσκονται σε ειρηνευτική αποστολή στη Μέση Ανατολή καλούνται να αναλάβουν οι ίδιοι τη φύλαξη ενός στρατιωτικού οχήματος. Κάποια στιγμή σκοτώνουν κατά λάθος την κατσίκα ενός αγοριού που εμφανίζεται διεκδικώντας τροφή και αποζημίωση. Και όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν όπως ίσως θα περίμενες (είναι κι αυτός ο καύσωνας).

Το ψυχολογικό αυτό θρίλερ επιβίωσης γυρίστηκε κάπου στην Ελλάδα (ψηφίζουμε Πελοπόννησο), σε σκηνοθεσία του Σαρίφ Κορβέρ (γεννήθηκε στη Βενεζουέλα και μεγάλωσε στην Ολλανδία). Μην ξαφνιαστείς από την απλοϊκότητα του πρώτου εικοσαλέπτου. Περίμενε να ξαφνιαστείς από την πολυπλοκότητα της εξέλιξης του. Κυρίως της συναισθηματικής. Ο τρόπος που το καλό γίνεται κακό και τούμπαλιν, είναι κάτι περισσότερο από απολαυστικό. Όσο δηλαδή απόλαυση μπορεί να εμπεριέχει, η κατάβαση στην κόλαση, κάποιων που δεν ξέρουν γιατί η ζωή τους πήρε μια άλλη τροπή, από αυτή που κανονικά θα ήθελαν (και θα περίμεναν). Πολύ χειροκρότημα για τον πιτσιρικά Omar Alwan που κλέβει την παράσταση… με τις φωνές του.


Τα βραβεία που δόθηκαν χτες

And the winner is….

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας- Χρυσός Αλέξανδρος «Θόδωρος Αγγελόπουλος : «Τρυφερούδι / Softie» (Γαλλία)
Ειδικό βραβείο της Κριτικής Επιτροπής- Αργυρός Αλέξανδρος : «Η Κλάρα Μόνη/ Clara Sola» (Σουηδία/ Κόστα Ρίκα/ Βέλγιο/ Γερμανία)
Ειδικό βραβείο της Κριτικής Επιτροπής για καλύτερη σκηνοθεσία- Αργυρός Αλέξανδρος: «Το Κουτί /The Box» (Μεξικό/ ΗΠΑ)
Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας: Σοφία Κόκκαλη («Σελήνη, 66 ερωτήσεις»)  
Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας: Αλιοσά Ρενέρ («Τρυφερούδι / Softie»)
Βραβείο Σεναρίου: «Προσκυνητές/ Pilgrims» (Λιθουανία)
Ειδική μνεία : «Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό/ What do we seen when we look at the sky;» (Γερμανία/ Γεωργία)
Βραβείο Χρυσός Αλέξανδρος- Meet The Neighbors: «Μικρό Σώμα / Small Boy» (Ιταλία/ Γαλλία/ Σλοβενία)
Βραβείο Αργυρός Αλέξανδρος- Meet The Neighbors: «Η ιστορία του Βασιλιά Κάβουρα/ The tale of king crab» (Ιταλία/ Αργεντινή/ Γαλλία) & «H Βέρα ονειρεύεται τη θάλασσα/ Vera dreams of the sea» (Κόσοβο/ Βόρεια Μακεδονία/ Αλβανία)
Βραβείο Χρυσός Αλέξανδρος- Film Forward : «Μαγνητικά Πεδία / Magnetic Fileds»
Βραβείο Αργυρός Αλέξανδρος- Film Forward: «Η μέρα σήμερα/ The day today» (Γαλλία)
Ειδική μνεία – Film Forward: «Ανώτερη/ Superior»(ΗΠΑ)
Κριτική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Κριτικών Κινηματογράφων (FIPRESCI)- Διαγωνιστικό: «Σιωπηρή Γη/ Silent Land» (Πολωνία/ Ιταλία/ Τσεχία)
Κριτική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Κριτικών Κινηματογράφων (FIPRESCI)- Ελληνική Ταινία: «Μαγνητικά Πεδία / Magnetic Fileds»
Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ): «Μαγνητικά Πεδία / Magnetic Fileds»
Βουλή των Ελλήνων- Ανθρώπινες αξίες : «Η Σκουριά/ The Rust» (Κολομβία /Γαλλία)
Βραβείο ΕΡΤ -Πρώτο : «Μαγνητικά Πεδία / Magnetic Fileds»
Βραβείο ΕΡΤ -Δεύτερο : Silence 6-9  
Βραβείο Ελληνικού Κέντρου- Επίσημη Πρώτη: «Μαγνητικά Πεδία / Magnetic Fileds»
Βραβείο Ελληνικού Κέντρου- Location Award : «Μαγνητικά Πεδία / Magnetic Fileds»
Βραβείο Κοινού Fischer- για ταινία Διαγωνιστικού: «Αγέλη Προβάτων / Pack of Seep» (Ελλάδα/ Σερβία/ Αλβανία)
Βραβείο Κοινού Fischer- Ελληνικής Ταινίας- «Μιχάλης Κακογιάννης»: «Ο άνθρωπος με τις απαντήσεις/ the man with the answers» (Κύπρος/ Ελλάδα/ Ιταλία)
Βραβείο Κοινού Fischer- για τη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος «Μeet the Neighbors»: «Ο άνθρωπος με τις απαντήσεις/ the man with the answers»
Βραβείο «Mermaid Award» (LGBTQI+ θεματικής): Κέλτες /Celts (Σερβία)
Βραβείο «Mermaid Award» (LGBTQI+ θεματικής)- Ειδική μνεία: Moneyboys (Αυστρία/ Γαλλία/ Βέλγιο/ Ταϊβάν) & Ιδιωτική Έρημος / Deserto Particular (Βραζιλία)

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος