Η bijoux de kant σε μια διαρκή αναμέτρηση με το ερώτημα «τι είναι νεοελληνικό έργο σήμερα» συναντά για δεύτερη φορά τον Άκη Δήμου, μετά το Όσα η Καρδιά μου στην Καταιγίδα στο Θέατρο Τέχνης το 2016, με το νέο έργο Τα Δάση στα Γόνατα.
Με αφετηρία ένα επεισόδιο από το μυθιστόρημα «Ο Παλαιός των Ημερών» του Παύλου Μάτεσι, ο Άκης Δήμου ιστορεί τη ζωή στην ορεινή Αρκαδία των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα. Οι τέσσερις ήρωες του έργου, ένας περιφερόμενος θαυματοποιός, ένας χωρικός, η γυναίκα του και ένας πλανόδιος θεατρίνος, διατρέχουν ένα παράφορο τοπίο τριγμών που ακροβατεί ανάμεσα στο Χριστιανισμό και την αρχαιολατρεία, αφηγούμενοι, ο καθένας με τον τρόπο του, τους αναβαθμούς και τα στάσιμα της θρησκείας των δαιμονικών θαυμάτων και των «απαγορευμένων» ερώτων. Μυστικισμός, παγανισμός και παραδοξότητα, τα Δάση στα Γόνατα αποτελούν όπως και ο «Παλαιός των Ημερών» μια λιτανεία αλλά και ένα δοξαστικό. Μία τελετουργία ιερής και ερωτικής θεοφαγίας σε ένα τοπίο αρχέγονης μέθεξης. Ο πρωταγωνιστής της παράστασης Ντένης Μακρής, απαντά στις ερωτήσεις της Popaganda.
Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε το έργο «Τα δάση στα γόνατα»; Η μορφή του λόγου του ήταν αυτή που αρχικά μου τράβηξε την προσοχή. Οι λέξεις και οι εικόνες του διατύπωναν ένα σύμπαν που είχε μια πολύ ελκυστική στα μάτια μου ατμόσφαιρα και μια ελληνικότητα που μ’ έναν διογκωμένο τρόπο την έβρισκα πολύ δική μου. Ύστερα η πορεία των χαρακτήρων είχε διαδρομές που ζητούσα να ανακαλύψω και να κατανοήσω, καθώς τα μεγέθη συναισθηματικά και πρακτικά που διακυβεύονται αποτελούσαν μέρος και της δικής μου καθημερινής περίκλειστης κοινωνίας στην οποία ζω. Μιας κοινωνίας βίαιης και σκληρής σε θέματα που ξεφεύγουν απ΄ τη συνήθειά της.
Ποια η σκηνοθετική προσέγγιση και πώς αναπτύχθηκε στις πρόβες; Η όλη σκηνοθετική αντιμετώπιση χτίστηκε πάνω στη κατεύθυνση του να ανακαλύψουμε τις ανάγκες των ανθρώπων/χαρακτήρων να συναντήσουν τους άλλους ανθρώπους. Μια σωματική έλξη που μετακινεί, επιχειρώντας να κατακτήσει αυτό που δεν έχει. Πώς η βασική και διαχρονική κινητήριος δύναμη της ανάγκης κινεί αλλάζει και μετατοπίζει ανθρώπους και κοινωνίες. Μια ανάγκη για το σώμα, την επαφή με τον άλλον που τελικά διαμορφώνει ατομικότητες μέχρι και θρησκείες. Ειδικά σε μια αποκλεισμένη και περιορισμένη από άποψη επιλογών κοινωνία οι τάσεις του να ανακαλύψω τον άλλον αποκτούν διαστάσεις που τοποθετούν την ανάγκη σε μια βάση επείγουσας και ζωτικής σημασίας. Οι προσπάθειές μας λοιπόν αλλά και η τελική σύνθεση προσπαθήσαμε να δημιουργούν ένα σύστημα που οι μέσα δυνάμεις να είναι τόσο ισχυρές που να μην αφήνουν κανένα περιθώριο στους χαρακτήρες να αποδράσουν απ’ αυτό και άρα να δίνει την εντύπωση της ασφυξίας.
Ποιο είναι το πιο δυνατό σημείο της παράστασης για εσάς; Η ατμόσφαιρά της. Aυτή η ίδια γεννάει και τοποθετεί τα πρόσωπα και τις δράσεις τους πάνω σ΄ έναν καμβά αποφάσεων και επιλογών. Πολλές φορές η ίδια η ατμόσφαιρα και το πλαίσιο ξεπερνάνε το περιεχόμενο επιβάλλοντας το ρυθμό και τις αποχρώσεις του συστήματος που άγεται και φέρεται εντός του. Νομίζω αυτή η λεπτή ισορροπία μεταξύ πλαισίου και περιεχομένου έχει πετύχει έναν μηχανισμό που από μόνος του αφηγείται κάτι πολύ πιο βαθύ και προσωπικό σε σχέση με τα ίδια τα πρόσωπα. Ως εικόνα και σύνθεση δηλαδή απεικονίζει μια Ελλάδα που μέσα από εικόνες χριστιανικές και αστικά δράματα γύρω από ένα τραπέζι υπογραμμίζουν κάτι πολύ πιο συλλογικό και ανείπωτο.
Αν θέλατε σε πέντε γραμμές να πείσετε έναν θεατή να επιλέξει τη δική σας παράσταση -ανάμεσα στην πληθώρα έργων που ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές- τι θα του λέγατε; Πραγματικά και με κάθε ειλικρίνεια δε θα του έλεγα τίποτα. Κατακλυζόμαστε από τόση πληροφορία που νιώθω ότι δεν υπάρχει χώρος να πεις τίποτα άλλο κι επίσης δεν υπάρχουν και αυτιά που ακούν. Έτσι θα άφηνα την παράσταση να μιλήσει από μόνη της συν το χρόνω και να αποφασίσει η ίδια πόσο μπορεί να προσελκύσει κάποιον και να τον πείσει αρχικά η φήμη της κι ύστερα η δική μας αγάπη και πίστη στο έργο. Το να μιλήσεις και να υποστηρίξεις κάτι δικό σου είναι όμορφο. Όπως και όμορφο είναι να θες να το μοιραστείς με άλλους, αλλά απ’ την άλλη το πόσο μιλάμε είτε λεκτικά είτε μέσω εικόνων/προφίλ για τους εαυτούς μας γίνεται σε βαθμό που αναρωτιέμαι αν πρέπει κι εγώ να μιλήσω, πού να μιλήσω και πόσο να μιλήσω για κάτι που κάνω. Όσο κι αν εγώ αγαπάω αυτό που κάνω.
Είναι εύκολο για μια θεατρική ομάδα ή έναν ηθοποιό να βρει στέγη και να παρουσιάσει τη δουλειά της/του; Εσείς ποιες δυσκολίες τυχόν αντιμετωπίσατε στο παρελθόν; Είναι ανεξέλεγκτη γενικότερα η κατάσταση. Γίνονται παντού τα πάντα από όλους. Εμένα προσωπικά αυτό μ’ έχει ζαλίσει καιρό τώρα και προσπαθώ να το κρατάω σε μια απόσταση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μια ομάδα ή ένας ηθοποιός κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να εξασφαλίζει πριν κάνει κάτι, το πώς θα το κάνει, αν μπορεί να το κάνει, χωρίς αυτό να γίνεται εις βάρος κανενός και τέλος αν έχει πραγματική ανάγκη να πει κάτι κι όχι προς μία αυτοκατανάλωση που προσβλέπει σε κάτι άλλο.