Ένα πρώτο του γνώρισμα είναι η περιορισμένη του έκταση – ιδιαίτερα σε σχέση με το εκτενές μυθιστόρημα. Αυτή σηματοδοτεί μία σειρά διαφοροποιήσεων μεταξύ τους, κυρίως στις αφηγηματικές τεχνικές που θα μεταχειριστεί ο συγγραφέας, αλλά και στον τρόπο που θα δομήσει την πλοκή του. Τo 1842 ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε διατύπωσε την άποψη ότι η κύρια ιδιότητα του διηγήματος, αυτού του σύντομου πεζογραφήματος, είναι η «ενιαία εντύπωση».
Ο συγγραφέας, δηλαδή, συλλαμβάνει κάποιο μοναδικό γεγονός και προσπαθεί με ένταση και με αφηγηματική πύκνωση να αναπτύξει την υπόθεσή του. Αυτό το επεσήμανε μοναδικά ο μετρ του είδους Έρνεστ Χεμινγκουέι: «Αν ένας συγγραφέας γνωρίζει αρκετά γι’ αυτά που γράφει, τότε μπορεί να παραλείψει ορισμένα από τα πράγματα που γνωρίζει και να περιοριστεί στα απολύτως ουσιώδη».
Πάντως, είναι ο Αντων Τσέχωφ που θα φέρει τη μεγάλη επανάσταση στο διήγημα, καθώς η πλοκή περνάει πια σε δεύτερη μοίρα και το επίκεντρο του συγγραφέα στρέφεται πλέον στην έντεχνη παρουσίαση επεισοδίων, καταστάσεων, συναισθημάτων και κυρίως τη «στιγμή της κρίσης» – ένα όχι κατ’ ανάγκην συνταρακτικό γεγονός, το οποίο, όμως, λειτουργεί ως δοκιμασία ή ως μέσον συνειδητοποίησης ή αυτογνωσίας για τον κεντρικό χαρακτήρα.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, πάλι, θεωρούσε χάσιμο χρόνου την κοπιώδη και μεγαλεπήβολη σύνθεση ενός μυθιστορήματος: «Γιατί να γράψω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα όταν αυτά που θέλω να εκφράσω μπορούν να ειπωθούν στην μικρή φόρμα;» είχε πει κάποτε. Η έννοια του διηγήματος δεν υπήρχε στην αρχαιότητα, αν και επιμέρους αφηγήσεις συναντάμε στους «Μύθους» του Αισώπου, στις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου ή, αργότερα, κατά τα χρόνια του Μεσαίωνα στο περίφημο «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου – με τις ιστορίες αυτές, βέβαια, να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο αφηγηματικό πλαίσιο.
Πάντως, ανεξάρτητα από τις καταβολές του, το διήγημα είναι το νεώτερο λογοτεχνικό είδος που εμφανίζεται μόλις στον 19ο αιώνα και συνδυάζεται με την διάδοση των εφημερίδων. Και ο λόγος που συνέβη αυτό είναι απλός: Το διήγημα μπορεί να δημοσιευτεί αυτούσιο στην εφημερίδα και όχι σε συνέχειες όπως το μυθιστόρημα – κάτι που διευκολύνει την αναγνωσιμότητά του.
Κάπως έτσι, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, το διήγημα έμελλε να καθιερωθεί ως αυτόνομο λογοτεχνικό είδος υψηλής αξίας, με τους περισσότερους διηγηματογράφους της εποχής να κινούνται ανάμεσα στις ιστορίες τρόμου και φαντασίας του Πόε και τον ρεαλισμό του αστικού περιβάλλοντος. Όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με την περίπτωση του σημαντικότερου Γάλλου διηγηματογράφου Γκι ντε Μωπασάν του οποίου τα ποικίλα διηγήματα μπορούν να ενταχθούν τόσο στην κατηγορία του ρεαλισμού, όσο και σε αυτήν του μυστηρίου.
Και, βέβαια, στην νεώτερη εποχή δεν μπορεί κανείς να μην αναφέρει τους Αμερικανούς Τζον Τσίβερ και Ρέιμοντ Κάρβερ που δημιούργησαν μερικά αριστουργηματικά διηγήματα – όπως «Ο κολυμβητής» και το «Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη». Το διήγημα είναι σήμερα από τα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά είδη – σε παγκόσμια κλίμακα.
Τι σχέση μπορεί να έχει η φθορά της ερωτικής σχέσης με τα διαστημικά ταξίδια, ο χωρισμός με τα τσιγάρα και τις παροιμίες, το «Εκκρεμές του Φουκό» με την ερωτική έλξη, οι ταινίες πορνό με την επιμέλεια κειμένων και τη ζήλια, το σκάκι με τη νεκρωμένη λίμπιντο και οι πισίνες στις βίλες των νοτίων προαστίων με τα ερωτικά απωθημένα; Πώς μπορεί να συνδέεται το μπέιζμπολ με την αρρώστια και την ερωτική επιθυμία και ο Τσέχοφ με την ελληνική επαρχία και τη νευροχειρουργική;
Ο συγγραφέας καταφέρνει και έχει τον απόλυτο έλεγχο του υλικού του: Πυκνή γραφή, λιτή και απέριττη αισθητική, ακρίβεια στην περιγραφή, σκωπτική διάθεση και υποδόριο χιούμορ, μια διάχυτη μελαγχολία – όλα στη σωστή δοσολογία. Πρόκειται για δέκα ξεχωριστές ιστορίες που εξερευνούν σκοτεινές πτυχές του ερωτικού πάθους με πρωταγωνιστές αφανείς ανθρώπους της καθημερινότητας.
Κάθε διήγημα και μια διαφορετική φωνή, με αμεσότητα. Αλίμονο, όμως! Η προσωπική ιστορία του καθενός, αν και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, μοιάζει ανησυχητικά οικεία: Δεν είναι αυτό που ξέρουμε, είναι αυτό που νιώθουμε, εκείνο που και εμείς έχουμε αισθανθεί – ξανά και ξανά.
Και είναι τότε που συνειδητοποιούμε ότι μέσα από τις διαφορετικές ιστορίες μας, ανεξάρτητα από το τι έχουμε να αφηγηθούμε εν είδει απολογισμού στο τέλος της ημέρας, υπάρχει κάτι που έχουμε κοινό με αυτούς τους χαρακτήρες. Αυτό μας φέρνει κοντά, δίπλα, πρόσωπο με πρόσωπο: Είναι η απεγνωσμένη αναζήτηση νοήματος της ζωής, μέσα από τις σχέσεις. Αλλά είναι και κάτι ακόμα: η μοναξιά μας, που –εν τέλει- μας ενώνει…
Νίκος Παναγιωτόπουλος
«Ανήσυχα άκρα»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 264
«Κάτι αστραφτερό»
Μετάφραση: Άννα Μαραγκάκη
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 206
Βρισκόμαστε στο 2001, στην τελετή ενηλικίωσης της δεκαεξάχρονης Μέλοντι στο Μπρούκλιν. Με μουσική υπόκρουση ένα τραγούδι του Πρινς, το κορίτσι κάνει μια εντυπωσιακή είσοδο, κάτω από τα γεμάτα αγάπη βλέμματα συγγενών και φίλων. Το φόρεμά της είναι ραμμένο κατά παραγγελία, ειδικά για την περίσταση. Μια αδιόρατη μελαγχολία, όμως, σκιάζει τη βραδιά. Δεκαέξι χρόνια νωρίτερα, το ίδιο ακριβώς φόρεμα προοριζόταν για ένα άλλο κορίτσι: τη μητέρα τής Μέλοντι, για τη δική της τελετή – μια γιορτή που, τελικά, δεν έγινε ποτέ. Ακολουθώντας τη διαδρομή των γονιών και των παππούδων της Μέλοντι, που καλύπτει σχεδόν έναν αιώνα, η Γούντσον στέκεται όχι μόνο στις φιλοδοξίες και τις επιτυχίες τους, αλλά και στο κόστος, το τίμημα που αναγκάστηκαν να πληρώσουν στην προσπάθειά τους να υπερβούν τις προσδοκίες του περιβάλλοντος τους και να ξεφύγουν από την πανίσχυρη έλξη της Ιστορίας. Ερευνώντας θέματα όπως η ερωτική επιθυμία και η σεξουαλική ταυτότητα, η φιλοδοξία, ο αστικός εξευγενισμός, η εκπαίδευση, η κοινωνική θέση και οι ταξικές διαφορές, και δείχνοντας πόσο αλλάζει η ζωή ενός ανθρώπου όταν γίνεται γονιός, η συγγραφέας φωτίζει με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι νέοι καλούνται τόσο συχνά να πάρουν εξαιρετικά κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον τους, πριν καλά καλά συνειδητοποιήσουν ποιοι είναι ή τι θέλουν να γίνουν.
«Ο άνθρωπος της νύχτας»
Μετάφραση: Δέσποινα Παπαγρηγοράκη
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 424
Πυκνή ομίχλη σκεπάζει το Λάρβικ. Καθώς αρχίζει να διαλύεται, αποκαλύπτεται ένα γυναικείο κεφάλι τοποθετημένο σε ένα βάθρο, στη μέση της κεντρικής πλατείας. Ο Βίλιαμ Βίστιν βρίσκεται μπροστά στην πιο αποτρόπαια δολοφονία που έχει αντιμετωπίσει ποτέ στην καριέρα του ως αστυνομικός. Ολόκληρη η Νορβηγία συνταράσσεται και τα Μέσα πιέζουν για γρήγορη εξιχνίαση. Η πίεση αυξάνεται όταν ένα νέο πτώμα ανασύρεται από τον βυθό του ποταμού. Σκοτεινά μονοπάτια με εμπόρους ναρκωτικών και όπλων και παράσιτα που τρέφονται με την ανθρώπινη αδυναμία περιμένουν τον Βίλιαμ Βίστιν. Καθώς ενώνει τα νήματα που συνδέουν πρόσωπα και γεγονότα, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι κάτι πολύ μεγαλύτερο κρύβεται στις σκιές, κάτι που ξεπερνά τα σύνορα της χώρας αλλά και της πιο νοσηρής φαντασίας. Οι ασυνήθιστες υποθέσεις απαιτούν ασυνήθιστες μεθόδους.
«Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου – Δίγλωσση έκδοση»
Μετάφραση: Δημήτρης Μαύρος
Εκδόσεις: Gutenberg
Σελίδες: 195
Τα ποιήματα που έκαναν τον Ocean Vuong διάσημο σε όλο τον κόσμο και του χάρισαν το σημαντικότερο βραβείο αγγλόφωνης ποίησης, το T.S. Eliot, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Γεννημένος το 1988 σ’ έναν ορυζώνα στο Βιετνάμ ο Βουόνγκ μετανάστευσε σε ηλικία δύο ετών στις ΗΠΑ όπου μεγάλωσε χωρίς πατέρα, μόνο με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. Η δραματική ιστορία της οικογένειάς του και τα δικά του βιώματα είναι το θέμα του μυθιστορήματος του Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Gutenberg, αλλά και της «σπουδαίας αυτής ποιητικής συλλογής που χρησιμοποιεί με μαγικό τρόπο τις λέξεις για να μιλήσει για το παρελθόν», αλλά και «καταγράφει τι σημαίνει να είσαι ξένος και ομοφυλόφιλος» (The New York Times). Αντίθετα όμως με το μυθιστόρημά του, όπου πρωταγωνιστεί η μητέρα, στα ποιήματα αυτά ο Βουόνγκ εφευρίσκει πατέρες που του παρέχουν, μέσω επίπλαστων βιωμάτων, τη σχέση παιδιού-πατέρα που δεν έζησε -με τα καλά της και κυρίως με τα κακά της.
«Η πλεξούδα»
Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 272
Στην «Πλεξούδα» διασταυρώνονται οι ζωές και η μοίρα τριών γυναικών που δε θα συναντηθούν ποτέ. Η πρώτη είναι η Σμίτα, η οποία ανήκει στην κάστα των Ανέγγιχτων, δηλαδή στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της ινδικής κοινωνίας. Οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες ζει είναι άθλιες, όπως και η δουλειά της στα αποχωρητήρια. Έχει όμως άλλα όνειρα για τη μικρή της κόρη κι αυτό θα την οδηγήσει στο να πάρει μια παράτολμη απόφαση. Η δεύτερη είναι η Τζούλια από το Παλέρμο. Είναι αποφασισμένη να βρει λύση ώστε να μη χαθεί η βιοτεχνία του πατέρα της, που μοιάζει να βρίσκεται σε αδιέξοδο λόγω της αλλαγής των συνθηκών. Η τρίτη είναι η Σάρα, εξαιρετικά επιτυχημένη δικηγόρος στο Μόντρεαλ, που βλέπει τον κόσμο της να κλυδωνίζεται μαζί με την υγεία της, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τον κοινωνικό αποκλεισμό του εργασιακού της περιβάλλοντος όταν αποκαλύπτεται πως πάσχει από καρκίνο. Οι ιστορίες αυτών των τριών γυναικών, οι οποίες καλούνται να παλέψουν ενάντια στη μοίρα τους, είναι άρρηκτα δεμένες με ένα παράξενο νήμα που και οι ίδιες δεν γνωρίζουν.