Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Τα 31 Καλύτερα Τραγούδια των Queen

31. Drowse
(1976, A Day at the Races)

Ό,τι πιο κοντινό ηχητικά κυκλοφόρησαν ποτέ σε Pink Floyd. Είναι σαν ο Roger Taylor να προσπάθησε να γράψει το προσωπικό του “Have A Cigar” -σε μουσικό επίπεδο, γιατί σε στιχουργικό κινείται επί τέσσερα λεπτά γύρω από το ότι «μόνη μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία». Το τραγούδι διαθέτει και μια απίστευτη «γέφυρα» στο 1:59, ένας τομέας που το συγκρότημα θα διέπρεπε με το πέρας των ετών.

30. We Are The Champions
(1977, News Of The World)

Με τον μύθο που περιβάλλει πλέον το τραγούδι αυτό να είναι απείρως μεγαλύτερος από την αξία του αυτή καθαυτή, δεν είναι τυχαίο το ότι κόντεψε να διαλύσει το συγκρότημα. Κι αυτό γιατί ο συνθέτης του, ο Μέρκιουρι, απαίτησε να κυκλοφορήσει ως σινγκλ, ενώ οι υπόλοιποι τρεις του το ξέκοψαν λέγοντας «ειναι ωραίο να βγάζουμε την εικόνα μιας μπάντας με περίσσεια αυτοπεποίθηση Φρεντ, αλλά εδώ μιλάμε για μια ξεκάθαρη δήλωση αλαζονείας και όλοι θα πέσουν να μας φάνε». Let them try it, ήταν η απάντηση του Μέρκιουρι.

29. Hammer to Fall
(1984, The Works)

«Τα τραγούδια μας είναι μιας χρήσης -σαν τα ξυραφάκια». Με βάση αυτή την ατάκα του Μέρκιουρι, κανείς δεν περιμένει βαθυστόχαστους στίχους στα τραγούδια των Queen, κάτι που κατά βάση, ισχύει, εκτός κάποιων εξαιρέσεων. Όπως λόγου χάρη τον, τραγικά υποτιμημένο ελέω Eighties, κιθαριστικό αυτό δυναμίτη, που μπλέκει στην στιχουργική του από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι τις συνέπειες των πυρηνικών δοκιμών κι από την πίεση που ασκεί σε όλους μας ο δυτικός καπιταλισμός μέχρι τον ντετερμινισμό του Σπινόζα, με κατάληξη ένα κυνικό «πλούσιοι ή φτωχοί, όλοι κάποτε θα δούμε τα ραδίκια ανάποδα».

28. Princes of the Universe
(1986, A Kind of Magic)

Αυτό δεν είναι τραγούδι, αλλά ένα αυτοκίνητο που πιάνει την τελική του ταχύτητα και προσκρούει με 200 σε τοίχο. Ξεκινά με το καλύτερο μουσικό όργανο στο οπλοστάσιο της μπάντας, την φωνή του Φρέντι –και μάλιστα ακαπέλα. Δεύτερη ταχύτητα στο 0:18, μια κιθάρα, δεύτερη κιθάρα, τρίτη κιθάρα, μάλλον ήθελαν να φτάσουν τα οκτώ πιανα στο φινάλε του Α Day In The Life, τρίτη ταχύτητα στο 0:39, να κι ο Χαϊλάντερ στο βιντεοκλίπ, διάολε, πόσες μελωδικές γραμμές έχουν στουμπώσει πάλι μέσα σε 200 δευτερόλεπτα, τέταρτη ταχύτητα στο 1:40, πλέον το όχημα είναι ακυβέρνητο, bring on the girls, πέμπτη στο 2:48, maximum velocity, απότομο τελείωμα. Τοίχος.

27. I Want It All
(1989, The Miracle)

Ο διάβολος βρίσκεται στις λεπτομέρειες –και στην ανθρώπινη τελειομανία. Με το σίκουελ-slash-δίδυμο αδελφάκι του “Ηammer to Fall” να είναι (σχεδόν) ολοκληρωμένο και τον Μέι να έχει παραδώσει μερικά από τα καλύτερα guitar licks της καριέρας του, ο Μέρκιουρι νιώθει πως κάτι λείπει και δεν δίνει το παρασύνθημα να προχωρήσουν στην ηχογράφηση του επόμενου τραγουδιού. Τελικά, αναγκάζοντας σχεδόν ετσιθελικά τον εαυτό του να υπερβεί όρια και καταστάσεις, κάθεται μια εβδομάδα στο στούντιο μόνος του και τελικά προσθέτει στο “I Want It All” αυτό που θεωρούσε πως έλειπε: το «σπάσιμο» με τα keyboards στο 2:15, μια από τις 2-3 πιο εμπνευσμένες στιγμές της μπάντας σε όλη την δεκαετία του ‘80. Ακούστε το στην full blown βερσιόν των 4:43 κι όχι στην τσουρούτικη έκδοση των 4:01 λεπτών με τα πετσοκομμένα σόλα της κιθάρας.

26. Some Day, One Day
(1973, Queen II)

Το κακό με τους τραγουδοποιούς είναι πως συχνά θέλουν να τραγουδάνε οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Πάρτε για παράδειγμα τον Μέι που, παρόλο που είχε μπροστά του κοτζάμ Μέρκιουρι με 4 οκτάβες εύρος φωνής, δεν κώλωσε και ευκαιρίας δοθείσης, άρπαξε το μικρόφωνο για τα πρώτα lead vocals της καριέρας του. Όχι πως δεν (τα) φοβήθηκε –απεναντίας, το ελαφρύ τρεμούλιασμα της –μιάμισης οκτάβας- φωνής του στην τελική ηχογράφηση αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Κι ο Ντίκον στο μπάσο πετάει από πάνω του την προβιά του «ψάρακλα» και βρίσκει χώρο για αυτοσχεδιαστικά patterns, κλείνοντας με δεξιοτεχνία την κάθε φράση του Μέι στα κουπλέ. Ο δε παραγωγός Ρόι Τόμας Μπέϊκερ κάνει το εξής ανήκουστο: στο τέλος του τραγουδιού βάζει τρία σόλα κιθάρας να «μονομαχούν» το ένα πάνω στο άλλο –ένας προάγγελος για τις φωνητικές ακροβασίες που θα ακολουθούσαν.

25. Long Away
(1976, A Day At The Races)

Ο Μέι υπήρξε μεν εξαιρετικός ηλεκτρικός κιθαρίστας, αλλά αποδείχτηκε απείρως καλύτερος σε ακουστικά κομμάτια, όπως, π.χ., στο Long Away, που κλείνει μια άτυπη τριάδα ομοούσιων τραγουδιών («Some Day, One Day» και «’39»). Στιχουργικά βέβαια, ακόμη να ξεπεράσει το γεγονός πως δεν πήρε εκείνο το PhD στην Αστροφυσική (τελικά το ολοκλήρωσε το… 2015!), οπότε συνεχίζει να γράφει στίχους για αστέρια, φεγγάρια και πλανήτες, λες κι είναι ο Μικρός Πρίγκιπας. Τα ξεχνάς όμως όλα όταν ακούς την ηλεκτρακουστική 12χορδή κιθάρα του.

24. Save Me
(1979, The Game)

Είναι γνωστό προπατορικό αμάρτημα του κάθε συγκροτήματος να καταφεύγει σε τραγούδια-για-άναμμα-αναπτήρων* όταν όλη η έμπνευση κι ο πειραματισμός (μοιάζει να) έχει πλέον στερέψει. Οπότε με όρους μουσικής αντικειμενικότητας, το «Save Me» δεν χωράει σε ένα Τοπ 30 της μπάντας. Αλλά είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια, για λόγους που δεν είναι της παρούσης. Οπότε, αν πάτε να μου εξηγήσετε το πόσο βαρετή και προβλέψιμη είναι ως power ballad, θα σας απαντήσω «έχετε δίκιο σε όλα». Εγώ θα συνεχίζω να το στηρίζω, όπως στήριξε η Χίλαρι τον Μπιλ καθ’ όλο το Lewinsky-gate.
*Και, σε κάθε περίπτωση, τα τραγούδια-αναπτήρες των υπολοίπων είναι bic, ενώ των Queen ήταν πάντα zippo

 

23. Seaside Rendezvous
(1975, A Night at the Opera)

Προσπαθώ να σκεφτώ ένα συγκρότημα της δεκαετίας του ‘70 που να πήγε ένα παρόμοιου ύφους τραγούδι στην δισκογραφική τους και να μην τους έκαναν, την αμέσως επόμενη στιγμή, διακοπή συμβολαίου. Μιλάμε για ένα κομμάτι που κάπου στη μέση του έχει κλακέτες. ΚΛΑΚΕΤΕΣ, για όνομα του θεού δηλαδή. Ένα τραγούδι διάρκειας 148 δευτερολέπτων, μισό ragtime-μισό vaudeville, που χρησιμοποιεί γλωσσικούς αναχρονισμούς της δεκαετίας του 1930, μέχρι και την πιο-βρετανική-πεθαίνεις έκφραση «jolly good», που θα ξανακουγόταν… 20 χρόνια μετά, σε ένα άλμπουμ των Μenswear. Κι αν ψάχνετε την επιρροή του μέχρι σήμερα, θα την βρείτε σε τραγούδια όπως το «Ρrincess Crocodile» των FM Einheit and Gry.

22. The Show Must Go On
(1991, Innuendo)

Το 1990 ο Μέρκιουρι τσουρνεύει κι αυτός λίγη από την δόξα του «Κανόνα» του Πάχελμπελ για να συνθέσει την καλύτερη, ίσως, «γέφυρα» όλης της καριέρας του και κατόπιν την τραγουδάει στο 2:55 έχοντας πρώτα πιει μισό μπουκάλι Στόλι προκειμένου οι φωνητικές του χορδές να αντέξουν το ρόλερ κόστερ. Κατά το ήμισυ αυτοβιογραφικό (ο στίχος «το μεικάπ μου διαλύεται» αναφέρεται στο γεγονός πως από το 1988 μέχρι τον θάνατο του έβαζε βαρύ μεικάπ στο πρόσωπο του για να κρύψει τα σημάδια από το Σάρκωμα Καπόσι), κατά το ήμισυ μεταφορικό (η γνωστή ιστορία με τους «Παλιάτσους» του Λεονκαβάλο), το τραγούδι κυκλοφόρησε στις 14 Οκτωβρίου 1991, ακριβώς 40 ημέρες πριν τον θάνατο του –ένα από τα πιο ταιριαστά κύκνεια άσματα όλων των εποχών.

21. Radio Ga Ga
(1984, The Works)

Αναρωτιέμαι επί χρόνια αν το εν λόγω τραγούδι είναι το καλύτερο από τα χειρότερα τους ή το χειρότερο από τα καλύτερα τους. Πάντως, το “Radio Ga Ga” αποτελεί σίγουρα το πιο τρανό παράδειγμα του τί θα συμβεί αν αφήσεις έναν ντράμερ να συνθέσει (σχεδόν) ολομόναχος κάτι: τα κάνει όλα ανάποδα και βγάζει ένα τραγούδι με γαμάτο κουπλέ κι αδιάφορο ρεφρέν. Ακόμη και το βιντεοκλίπ είναι καλύτερο από το ρεφρέν. Τιγκαρισμένο όσο κανένα άλλο τραγούδι της μπάντας σε πάσης φύσεως σίνθια LinnDrum, Roland Jupiter, Fairlight, Oberheim, είναι αυτό που λέμε too fuckin’ much. Για να μη παρεξηγηθώ, δεν έχω κάτι με τα ηλεκτρονικά, έχω φίλους που τους αρέσουν τα ηλεκτρονικά, το πρόβλημα μου εδώ είναι με τον γνωστό underachiever Τέιλορ που χρειάστηκε (ξανά) την συνδρομή του Μέρκιουρι προκειμένου το κάρο να ξεκολλήσει από τη λάσπη και το κομμάτι να σουλουπωθεί, γιατί το αρχικό ντέμο –αν τύχει να το ακούσετε- οδηγεί, αργά ή γρήγορα, σε δυσπεψία.

20. Teo Torriate (Let Us Cling Together)
(1976, A Day At The Races)

Μια μελωδία από αυτές που σου σκάνε 2-3 φορές στη ζωή σου κι ευχαριστείς τον εγκέφαλο σου γι’ αυτό, αντί να την κάνει ολόκληρο τραγούδι, το συγκρότημα επέλεξε να την στριμώξει στο 3:30 ανάμεσα σε κουπλέ και ρεφρέν. Έτσι. Απλά επειδή μπορούσε. Κι επειδή πλέον είναι 1976 και στον μουσικό οργανισμό που λέγεται Queen γεννάνε μέχρι και τα κοκόρια. Κι αν ποτέ χρειαστεί να πείσετε (που δεν, αλλά λέμε τώρα…) κάποιον για τα επίπεδα συναισθηματικής ενάργειας που έφτανε η φωνή του Μέρκιουρι, το συγκεκριμένο τραγούδι-αφιέρωση στους Ιάπωνες φαν τους είναι πραγματικό case study. Ως τελευταίο κομμάτι του ΑDATR, στο σημείο αυτό το άλμπουμ κλείνει με τον ίδιο τρόπο που άνοιξε στο “Tie Your Mother Down”, δηλαδή με μια έξυπνη ακουστική ψευδαίσθηση γνωστή κι ως «Shepard tone», δηλαδή επαναλαμβανόμενες νότες, που ενώ είναι απόλυτα ίδιες μεταξύ τους, δημιουργούν την εντύπωση ότι ολοένα κι ανεβαίνουν ψηλότερα στην μουσική κλίμακα.

19. Under Pressure
(1982, Hot Space)

Τι είναι το “Under Pressure”; Είναι η μουσική ονείρωξη της συνεργασίας δυο από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές του 20ου αιώνα; Είναι η μπασογραμμή της εισαγωγής-σήμα κατατεθέν των ‘80s και κατόπιν και των ‘90s; Είναι η απίστευτη μινιμάλ παραγωγή, λες και το τραγούδι ηχογραφήθηκε μέσα σε ένα ΙΚΕΑ; Ή μήπως είναι η ταπεινή παραδοχή του Ντίκον πως «η μπασογραμμή είναι εμπνεύσεως του Μπάουι κι όχι δική μου»; Είναι το σάουντρακ της ταινίας Grosse Point Black, στη σκηνή όπου ο Τζον Κιούζακ κοιτάζει ένα μωρό να του χαμογελάει και από πίσω ακούγεται ο συμβολικός στίχος «It’s the terror of knowing / What this world is about»; Είναι το απίστευτο φαλτσέτο του Φρέντι στο «These are the days it never rains but it pours»; Είναι ότι Μπ;oουι και Μέρκιουρι αυτοσχεδίασαν στην ηχογράφηση και διάλεξαν τυχαία τα κουπλέ που θα τραγουδούσαν σε αντίστιξη; Είναι ο κατά(π)ληκτικός στίχος «This is ourselves», σαν την νοητή συνέχεια του «Heroes»; Είναι όλα αυτά μαζί;

18. You And I
(1976, A Day at the Races)

Θεωρώ το ΑDATR καλύτερο άλμπουμ από το A Night At The Opera. Είναι πιο δεμένο, έχει -προσοχή- σε σύνολο πολύ καλύτερα τραγούδια από τον προκάτοχο του και δεν είναι επ ουδενί ένα άλμπουμ που πολλοί μουσικογραφιάδες σπεύδουν να αποδώσουν ελαφρά τη καρδία ως «αποκύημα κεκτημένης μουσικής ταχύτητας» εκ μέρους της μπάντας. Το “You and I” δεν είναι ένα σπουδαίο τραγούδι. Είναι όμως ένα feelgood κομμάτι, από αυτά που το συγκρότημα ήξερε πολύ καλά να συνθέτει. Και βασικά είναι ένα τεράστιο υποσυνείδητο «fuck off» του Τζον Ντίκον στους υπόλοιπους τρεις που συνέθεταν κάτι αλλοπρόσαλλα τραγούδια μεταξύ “Stairway To Heaven” και Πέμπτης Συμφωνίας. Και, μεταξύ μας, feelgood-ξεfeelgood, το τραγούδι δεν είναι καθόλου απλό: έχει συνεχόμενες αλλαγές στην ρυθμολογία του, και 3-4 ξεχωριστές μελωδίες να κολυμπάνε σε έναν ωκεανό από ηλεκτρακουστικές κιθάρες, στοιχείο που μαρτυρά μια συνθετική πένα υψηλού επιπέδου από έναν «απλό και ταπεινό» μπασίστα.

17. Liar
(1973, Queen)

Φανταστείτε έναν μαθητή γυμνασίου που είναι ξύπνιος, επιμελής, αλλά και λίγο αυθάδης, λίγο κωλόπαιδο, απ’ αυτά που (καλά κάνουν και) αντιμιλάνε στον καθηγητή τους. Κάτι παρόμοιο είναι και οι Queen το 1973: είναι μεν ακόμη σε φάση μουσικής μάθησης καθώς διδάσκονται από τους καλύτερους (Led Zeppelin στην συγκεκριμένη περίπτωση), τολμούν όμως, όπως φανερώνει και το Liar, να «αντιμιλήσουν» και λίγο και να μην ακολουθήσουν τις διδαχές του καθηγητή τους. Να το πάνε λίγο παραπέρα το θέμα -και, φυσικά, να αποτύχουν λόγω απειρίας κι έλλειψης συμπυκνωμένης μουσικής γνώσης. Αυτή είναι κοντολογίς η ιστορία του παρθενικού άλμπουμ της μπάντας, με την φωτεινότατη εξαίρεση του εν λόγω τραγουδιού. Ενός κομματιού με ανύπαρκτο ρεφρέν που ξεκινάει σαν βασική σπουδή πάνω στους Zeppelin, με πολλά ντραμς («αλά Τζίντζερ Μπέικερ», που έλεγε και ο Τέιλορ), ακόμη περισσότερο cowbell και μπόλικη ΡομπερτΠλαντ-ική θεατρικότητα και καταλήγει σαν μια εξάλεπτη υφολογική μελέτη πάνω στην hard rock όπως την ανακάλυψαν οι Cream, την μετεξέλιξε ο Χέντριξ και την παρέδωσαν ατόφια στους μεταγενέστερους οι Faces.

16. Lazing on a Sunday Afternoon
(1975, A Night at the Opera)

Πόσο εύκολο είναι να γράψεις ένα τραγούδι διάρκειας 75 δευτερολέπτων χρησιμοποιώντας 19 διαφορετικά ακόρντα; Αν είσαι ο Μέρκιουρι, είναι piece of cake. Γιατί, αν μη τι άλλο, δεν τεμπέλιαζε την Κυριακή το απόγευμα. Και στριμώξε όντως 19 διαφορετικές συγχορδίες (για την ιστορία, Ab, A, Bb, Bbm, Bbaug, Bm, C, Cm, C#m, D, Dm, Eb, E, Em, Eaug, F, Fm, F#, Gm) μέσα σε ένα λεπτό και 15 δευτερόλεπτα. Ακόμη κι αν είσαι της σχολής “τρία ακόρντα και φύγαμε‘, του το δίνεις του κρέντιτ του Φρέντι για την παροιμιώδη του εμμονή σε κάθε οργανική ή ηχητική λεπτομέρεια –αλλά και το ότι η ηχογράφησή του έγινε με τον ίδιο να  τραγουδάει τους στίχους μέσα σε έναν… μεταλλικό κουβά. Αν η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι ήθελε να γίνει τραγούδι, θα ήταν αυτό: ένας ύμνος στην τεμπελιά, ερμηνευμένος με την αμφίσημη σεξουαλικότητα του Νόελ Κάουαρντ.

15. Fat Bottomed Girls
(1978, Jazz)

Με την φιλοδοξία να έχει χτυπήσει «ταβάνι», ο Μέρκιουρι θέτει ως resolution του ’78 να μιμηθεί τους αγαπημένους του Beatles και να κυκλοφορήσει ένα double A-side single όπως το “Penny Lane”/”Strawberry Fields Forever”. Το αποτέλεσμα είναι το “Bicycle Race”/”Fat Bottomed Girls”, που συμπτωματικά κυκλοφόρησε τέτοιες μέρες, πριν ακριβώς 40 χρόνια, θέτοντας (εντελώς άθελά τους, σαν μια μουσική εκδοχή του Butterfly Effect) τις βάσεις του sleaze rock και δίνοντας αρχικά την σκυτάλη στους Spinal Tap για το κομμάτι “Big Βottom” και κατόπιν στον Ντέιβ τον Κόβερντεϊλ, τον Ντέιβιντ Λι Ροθ και τους Motley Crew. Το δε ριφ του Μέι (ένα από τα 2-3 καλύτερα του) είναι αυτό που λένε big and phat, σαν τους πισινούς των στίχων –καθώς πολίτικαλι κορέκτ δεν τους λες τους Queen, ουδέποτε ήταν, πόσο μάλλον σε μια χρονική περίοδο που ο όρος αυτός ήταν ακόμη αδόκιμος. Η ουσία πάντως παραμένει μια κι αδιαπραγμάτευτη: “Queen like big butts and they cannot lie”.

14. Procession/Father to Son
(1974, Queen II)

Το σπουδαιότερο πρελούδιο σε άλμπουμ των Queen κι ένα από τα 2-3 καλύτερα των ‘70s -ή και γενικά, ας μην το κουράσουμε. Ξέρετε πολλά άλμπουμ που να ξεκινάνε έτσι; Με αυτό το ρέκβιεμ για έναν εφιάλτη; Σαν ο Ααρον Κόπλαντ να έκλεψε την ψυχή του Μπράιαν Μέι και να την έδωσε στα σκυλιά να την φάνε; Κι όμως αυτό το μικρό ορχηστρικό έπος που πολλοί έχουν δηλώσει «θέλω να παίξει στην κηδεία μου», δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για την γέννηση της μπάντας ως υπολογίσιμη πλέον μουσική δύναμη. Είναι η εποχή όπου ο Μέι (φαίνεται να) είναι το πιο εμφανώς ταλαντούχο μέλος της μπάντας με την κιθαριστική του απόδοση να «βγάζει μάτια» και τον Μέρκιουρι να περιμένει υπομονετικά την επίσκεψη της Μούσας. Ιδανικό συμπλήρωμα στο “Procession” αποτελεί αυτός εδώ ο χεβιμεταλικός ορυμαγδός πατρικών συμβουλών προς γιο. Στο 3:20 ο Μέι ξαμολάει το ηλεκτροφόρο κτήνος που κρύβει στην ταστιέρα του, καπάκι στα τύμπανα ο Τέιλορ για το πρώτο μεγάλο σόλο της καριέρας του κι ακολουθεί ένας τρίλεπτος αρμαγεδδώνας που όμοιό του δύσκολα θα βρείτε σε άλμπουμ της εποχής. Και στο 6:06, πίσω από το ανθεμικό ρεφρέν, είναι πλέον πασιφανές πως οι Queen είναι έτοιμοι να ανεβούν κατηγορία και να ταρακουνήσουν τις αρένες.

13. ’39
(1975, A Night at the Opera)

Ο Κρίστοφερ Νόλαν συναντάει τον Αλβέρτο Αϊνστάιν στο -κατά πάσα πιθανότητα- καλύτερο τραγούδι που συνέθεσε ποτέ ο Μέι. Σε μια μπάντα που (σχεδόν) ποτέ κανείς δεν έγραφε στίχους της προκοπής, ο αστροφυσικός Μπράιαν έγραψε για ένα ταξίδι στο χρόνο, κι ειδικά για ένα (διαστημό)πλοιο που ξεκινάει το 2039 και φτάνει στον προορισμό του το 2139 -ή μήπως πίσω στο 1939; Εκεί ο Μέι ρίχνει στο καζάνι την διαστολή του χρόνου που διατύπωσε ο Αϊνστάιν στη Θεωρία της Σχετικότητας (το λεγόμενο «Παράδοξο των Διδύμων»), εξ’ ου κι ο στίχος “For so many years have gone / though I’m older but a year” και στο τέλος βάζει και ολίγη από «Interstellar» με το εξίσου συνταρακτικό “Your mother’s eyes / from your eyes cry to me” (σαν την συνάντηση του Μακόναχι με την γερασμένη κόρη του στο τέλος της ταινίας). Η εξυπνάδα του Μέι -ο οποίος αποκαλούσε το τραγούδι “a sci-fi sciffle”- έγκειται στο ότι στον τίτλο δεν διευκρινίζει σε ποιον ακριβώς αιώνα βρίσκεται το ’39, αφήνοντάς το, σαν σωστός σκηνοθέτης, στην κρίση και την φαντασία του κάθε ακροατή.

12. The Fairy Feller’s Master-Stroke/Nevermore
(1974, Queen II)

Aν το Achtung Baby ήταν «η προσπάθεια τεσσάρων μουσικών να κατεδαφίσουν το Joshua Tree», το “Fairy Feller’s” αποτελεί την αντίστοιχη προσπάθεια του Μέρκιουρι να πριονίσει την καρέκλα του Μέι, μια καρέκλα που έγραφε «βασικός συνθέτης στη μπάντα». Όλα  ξεκίνησαν από έναν πίνακα, τον ομώνυμο του τραγουδιού, φιλοτεχνημένο από τον Richard Dadd μεταξύ 1855-64. O Mέρκιουρι πήγαινε στην Tate, όπου εκτίθετο, και καθόταν με τις ώρες θαυμάζοντας τον. Ένα βράδυ, γυρνώντας από την γκαλερί, έκατσε και έγραψε αυτό: το πρώτο πραγματικά σπουδαίο δείγμα γραφής ενός 28χρονου μουσικού που μέσα του «βράζει» νιώθοντας πως έχει τόσες δημιουργικές ιδέες, αλλά δεν μπορεί να τις μετουσιώσει σε μουσική. Με το “Fairy Feller’s” τα καταφέρνει σε εντυπωσιακό, για νέο συνθέτη, βαθμό όχι μόνο σε μουσικό αλλά και σε στιχουργικό επίπεδο –ακούστε το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, σαν να ακούτε μια σεξπηρική κωμωδία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κολλάει στο καπάκι το “Nevermore” (σε ένα άλμπουμ με στοιχειωμένη ατμόσφαιρα παραμυθιού, γινόταν να λείπει ο Έντγκαρ Άλαν Πο;), που μέσα σε ενάμιση λεπτό καταλαμβάνει τόσο πολύ και τις πέντε σου αισθήσεις ώστε όταν τελειώνει έχεις την αίσθηση ενός μουσικού coitus interruptus.

11. The Prophet’s Song
(1975, A Night at the Opera)

Όταν το ακούς πρώτη φορά (ειδικά με ακουστικά στα αυτιά), εντυπωσιάζεσαι –αποτελεί, άλλωστε, το αντίστοιχο “July Morning” της μπάντας. Στην πορεία αρχίζεις να το μισείς, κυρίως λόγω του σημείου εκείνου στη μέση του τραγουδιού με τις βαθμιδωτές φωνητικές αρμονίες που ακούγεται σαν κάποιος να γδέρνει ένα τσούρμο κεραμιδόγατες. Στο τέλος όμως –και με την σοφία της ηλικίας, λέμε τώρα- καταλήγεις να το λατρεύεις (κυρίως τις ίδιες αυτές φωνητικές ακροβασίες που κάποτε σε εκνεύριζαν) επειδή αφενός η ηλικία σε έχει κάνει πιο ανεκτικό μουσικά, κι αφετέρου επειδή κατανοείς πόσο τολμηρό κομμάτι είναι –και ενδεικτικό του πόσο πολύ λάτρευε ο Μέι τις επαναλαμβανόμενες φούγκες του Μπαχ. Κι όμως, στα οκτώμισι λεπτά που διαρκεί αυτό το prog-metal έπος, ο κιθαρίστας έχει καταφέρει -διότι περί κατορθώματος πρόκειται- να μην περιέχει ούτε μια περιττή νότα, ούτε έναν περιττό στίχο (μιλάει για έναν κόσμο που σταδιακά αποσυντίθεται, με τους ανθρώπους να μην ξέρουν σε ποιον να εναποθέσουν την σωτηρία τους, να και λίγο Μπαουικό “Saviour Machine”). Everything in its right place. Η εισαγωγή σε βάζει απευθείας στο δυστοπικό κλίμα, το πραγματικό χάιλαιτ, ωστόσο, είναι το εκπληκτικό, πέραν πάσης προσδοκίας, καθαρτικό ξέσπασμα στο 5:50, μετά από όλη αυτήν την κλιμάκωση που έχει προηγηθεί (με τις κεραμιδόγατες). Τρανό παράδειγμα του τι είδους αποτελέσματα μπορεί να παράγει ένα σπουδαίο στούντιο μαζί με έναν εξαιρετικό παραγωγό ήχου, το Τραγούδι του Προφήτη παραμένει αξεπέραστο -ειδικά από το ίδιο το συγκρότημα.

10. Stone Cold Crazy
(1974, Sheer Heart Attack)

Ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα της ροκ ιστορίας είναι το «ποιο θεωρείται ως το πρώτο χέβι μέταλ τραγούδι;» Είναι όντως το “Nile Song” των Pink Floyd, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1969, σχεδόν ένα χρόνο πριν το ντεμπούτο των Black Sabbath; Είναι όντως. Μόνο που μεταξύ Floyd και Sabbath μεσολαβεί ο Μέρκιουρι ο οποίος είχε γράψει τη μουσική για το Stone Cold Crazy την εποχή που ήταν στο πρώτο του συγκρότημα, τους Wreckage, δηλαδή μέσα προς τέλη του ‘69. Ο Φρέντι το ξαναθυμήθηκε το 1974, όταν άρτι αφιχθέντες από μια πολύμηνη περιοδεία στο εξωτερικό, έπρεπε να ηχογραφήσουν μάνι μάνι μερικά τραγούδια για να τα παρουσιάσουν στην δισκογραφική τους. Ο Μέρκιουρι ξέθαψε αυτό κι όλη η μπάντα από κοινού συνεισέφερε στίχους σε έναν speed/thrash δυναμίτη σαν φεστιβάλ πυροτεχνημάτων, που σε κάθε στροφή σκάει κι από ένα βεγγαλικό, είτε με την μορφή των μπαγκέτων που χτυπάει ο Τέιλορ και μιμείται τον ήχο του αυτομάτου πολυβόλου του Αλ Καπόνε (στον οποίο είναι, τύποις, αφιερωμένο το κομμάτι), είτε με το βασικό ριφ του Μέι που σίγουρα το ζήλεψε όχι μόνο ο Τόνι Αϊόμι αλλά μέχρι κι ο Σιντ Βίσιους. Πάντως το “Stone Cold Crazy” αποτελεί την απόδειξη πως οι Queen έκτος από σούπερ μαραθωνοδρόμοι οκτάλεπτων prog κομματιών, ήταν και εξαιρετικά καλοί 100άρηδες.

9. Tie Your Mother Down
(1976, A Day at the Races)

To 1971, πολύ πριν την ίδρυση της μπάντας, o Μέι βρέθηκε στην Τενερίφη, στο αστεροσκοπείο Τέιντε, ως μέρος της έρευνας του για την διδακτορική του διατριβή. Ένα βράδυ που βαριόταν, έπιασε την ηλεκτρική κιθάρα του και κοιτώντας τα αστέρια, δεν έγραψε κάτι βαθύ και ποιητικό, αλλά ένα τραγούδι που μιλάει για έναν (αγνώστου ταυτότητας κι ηλικίας) άντρα που επιδίδεται σε διαρκές κι ανελέητο σεξ με ένα κορίτσι λυκείου. Φαντασίωση του Μέι; Πραγματικό περιστατικό; Ουδείς γνωρίζει. Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως το ριφ της κιθάρας είναι τόσο πολύ Μέι, όσο τα πεπόνια για το Αργος. Κι αυτό που έπεται είναι ένα τετράλεπτο battle royale ανάμεσα στο βαρύ stomp της ηλεκτρικής με τα τύμπανα που προσπαθούν να ακολουθήσουν ασθμαίνοντας –και δεν τα καταφέρνουν πάντα. Ανάμεσα στα δυο, νικητής αναδεικνύεται (φυσικά) η φωνή του Μέρκιουρι. 

8. Killer Queen
(1974, Sheer Heart Attack)

«Όλες οι πραγματικά σπουδαίες μπάντες περνάνε από την αυτοκρατορική τους περίοδο» – Neil Tennant.
Η «αυτοκρατορική περίοδος» των Queen ξεκινάει εδώ με αυτό εδώ το τραγούδι, έναν μπαρόκ θρίαμβο μελωδίας, αρμονίας και μουσικής «οικονομίας» -κανένα ψεγάδι και ταυτόχρονα κανένα υπερβολικό φτιασίδι. Πολύ πριν η Κίντμαν αποτείνει στον Κρουζ αυτό το θρυλικό «let’s fuck», το είπε ο Μέρκιουρι τραγουδώντας για ένα κολ-γκερλ που προτείνει στον Χρουστσόφ και τον Κένεντι την πανάκεια για την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή το σεξ, με τον Μέι, με την σειρά του, να προσφέρει απλόχερα ένα από τα καλύτερα σόλο κιθάρας όλης της καριέρας του. Πιστεύω δε, πως αν οι υπόλοιποι τρεις δεν του τα έσπαγαν για να γράφει πιο straightforward rockers, ο Φρέντι θα μπορούσε να γράφει σχεδόν ad infinitum ένα “Killer Queen” κάθε χρόνο σε διάφορες παραλλαγές.

7. Death on Two Legs (Dedicated to…)
(1975, A Night at the Opera)

Αν το “Killer Queen” ήταν o Μέρκιουρι στα πιο μπαρόκ του, με το “Death on Two Legs” αποδεικνύεται πως «το’ χει» εξίσου καλά και με το ροκοκό καθώς με την πιανιστική εισαγωγή του και μόνο, άλλοι συνθέτες θα γέμιζαν τα κονσερβατόρια. Τραγούδι που προέρχεται από την Sturm und Drang περίοδο της μπάντας κι απευθύνεται στον τέως μάνατζερ τους, Νορμαν Σέφιλντ, ο οποίος τους έπαιξε πουστιά και τους έφαγε χρήματα τριών ετών που έβγαλαν με κόπο κι ιδρώτα –οπότε το να το χαρακτηρίσουμε ως «θυελλώδες κι ορμητικό» είναι τουλάχιστον understatement. O Μέρκιουρι προφέρει κάθε συλλαβή όχι απλά σαν να είναι πολύ εκνευρισμένος. Όχι απλά σαν να είναι εξοργισμένος. Όχι απλά σαν να είναι αφιονισμένος. Φτύνει τις λέξεις με απέχθεια σαν να μισεί πραγματικά τον Σέφιλντ. Σαν να θέλει να τον δει νεκρό, στα δυο του πόδια να παρακαλάει για την ζωή του, λίγο πριν φάει την τελειωτική σφαίρα στο κεφάλι. Και λίγο πριν πέσει η τελευταία νότα του τραγουδιού είσαι σχεδόν σίγουρος πως το έχει, όντως, καταφέρει.

6. Innuendo
(1991, Innuendo)

Όταν βγήκε το “Bohemian Rhapsody” ήμουν αγέννητος -δεν το έζησα, δεν το άκουσα στην εποχή του. Είναι ένα τραγούδι που ανήκει στους Βabyboomers φαν της μπάντας. Το “Innuendo” όμως το έζησα και το καραέζησα όταν βγήκε, το γλέντησα και με γλέντησε, είναι το “Bohemian Rhapsody” για εμάς τους Gen X-ers. Και τι αριστούργημα! Αρχίζει με μπολερό, έχει φλαμένκο για «γέφυρα» και κλείνει με οπερατική χαρντ-ροκίλα. Δεν γίνεται να μην θαυμάσεις την σημασία στην κάθε οπτικοακουστική λεπτομέρεια –τρανταχτό παράδειγμα, στο βιντεοκλίπ το κάθε μέλος απεικονίζεται διαφορετικά, τεχνοτροπικά μιλώντας: ο Τέιλορ αλά-Τζάκσον Πόλοκ, ο Ντίκον αλά-Πικάσο, ο Μέρκιουρι αλά-ΝταΒίντσι και ο Μέι σε βικτωριανό στυλ. Ούτε να μην ταυτιστείς έστω με έναν από τους στίχους-αφορισμούς που έγραψαν από κοινού ο Μέρκιουρι (με το βλέμμα στο τέλος) και ο Τέιλορ (με το βλέμμα στο μέλλον). Κι ο Μέι έχει ξεχάσει πως παίζει κιθάρα και χρησιμοποίει την πένα του σαν πινέλο και την ταστιέρα του σαν καμβά για να ζωγραφίζει εικόνες -σε μια μόνο κώλωσε: στο ανδαλουσιανό φλαμένκο στη μέση του τραγουδιού και φώναξε τον φίλο του, τον Στιβ Χάου  των Yes (o Κώστας Χατζής βρισκόταν σε περιοδεία) να αναλάβει την μουσική μετάφραση στα ισπανικά. Κι όπως το Blackstar του Μπάουι, έτσι και το Innuendo, που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν τον θάνατο του Φρέντι, περιβάλλεται από την αύρα της θλίψης για το αναπόφευκτο που πλησιάζει.

5. Brighton Rock
(1974, Sheer Heart Attack)

Ο ανυποψίαστος ακροατής ακούει στην εισαγωγή ήχους από λούνα παρκ και σκέφτεται «α, τι ωραία, θα είναι φασούλα for the benefit of Mr. Kite», αμέσως όμως ακούγεται στο βάθος η κιθάρα του Μέι, ο οποίος ως σωστός axeman αρχίζει να «σκάβει» και να «σκάβει», μέχρι που ο ήχος δυναμώνει και πλέον είμαστε σε ξεκάθαρα χαρντ ροκ/μέταλ territory (σαν την αρχή στη διασκευή του “Orgasmatron”). Μπαίνει η φωνή του Φρέντι σε φαλτσέτο, λες «α, τέλεια, κι είχα να ακούσω πολύ καιρό το Tommy των Who», ώσπου στο 0:53 ο Μέρκιουρι κάνει αυτό για το οποίο είναι διάσημος: αφήνει το φαλτσέτο, κατεβαίνει μια οκτάβα με την φωνή του και τραγουδάει με την κανονική του χροιά πια τον στίχο «It’s so good to know there’s still a little magic in the air». Λοιπόν, ακούστε στο σημείο που προφέρει τη συλλαβή “gi” στο «magic» και προσπαθήστε να με πείσετε πως αυτή η συγκεκριμένη στιγμή δεν είναι ο ένας, ο μοναδικός, ο σπουδαιότερος λόγος για τον οποίο πρέπει σήμερα, 27 χρόνια μετά, να μνημονεύεται ένα λαρύγγι σαν του Μέρκιουρι. Και αμέσως μετά ο ακροατής καταλαβαίνει πλέον τι παίζει: ο Φρεντι τραγουδά αμφότερα κι εναλλάξ τα φωνητικά μέρη των δυο ερωτευμένων ηρώων του τραγουδιού, του Τζίμι και της Τζένι. Και μετά στο 2:50, αρχίζει και «δίνει» ο Μέι για ένα σόλο 2-3 λεπτών από αυτά που λες πως «ξεχωρίζουν τα παιδιά από τους άντρες», μέχρι που στο 4:29 ακούς το υπέροχο μπάσο του Ντίκον να σηκώνει την αυλαία για να μπει ξανά το κουπλέ, σε έναν ακόμη Μερκιουρικό «διάλογο» μεταξύ του ζευγαριού και ένα τελευταίο σφυροκόπημα. Μαγεία.

4. Don’t Stop Me Now
(1978, Jazz)

Γραμμένο σε μια χρονιά με πολλά γκάζια (ηχογραφήσεις, περιοδεία, ηχογραφήσεις, περιοδεία νον στοπ) και «γκάζια» (ο Μέρκιουρι βρίσκεται σε φάση «να βγει το μεροκάματο για την κόκα την επιούσια»), το τραγούδι αυτό αποτέλεσε μουσικό αποκύημα ενός πραγματικού night out gone wild με τον μύθο να λέει πως γράφτηκε μια ωραία πρωία μεταξύ τυρού και βολιβιανής και πως όλα αυτά που αναφέρει στους στίχους τύπου “I’m out of control/I am a sex machine ready to reload/Like an atom bomb about to explode”, μπορεί να ακούγονται από οριακά γραφικά έως μεταφορικά, αλλά έχουν όντως συμβεί –πιθανώς κι εις την νιοστή. To “Don’t Stop Me Now”, εκτός του ότι βρέθηκε να μνημονεύεται σε πρόσφατες επιστημονικές δημοσιεύσεις νευροεπιστημόνων ως το τελειότερο feelgood τραγούδι όλων των εποχών, αποτελεί ουσιαστικά το «τελευταίο σύνορο» της ενασχόλησης της μπάντας με τον art-rock πειραματισμό, σηκώνοντας την αυλαία για την πιο εμπορική και pop-oriented περίοδο του συγκροτήματος.

3. Somebody to Love
(1976, A Day at the Races)

Κάτι που ξεκίνησε ως φόρος τιμής στην αγαπημένη τραγουδίστρια του Μέρκιουρι, την Αρίθα Φράνκλιν, στην πορεία κατέληξε να είναι ένα πολυφωνικό αντίο σε μια σχέση που τελείωσε. Η χροιά του τραγουδιού είναι καταφανώς σόουλ, μόνο που λόγω πληθωρικής προσωπικότητας, οι Queen δεν κάνουν αυτό που οι υπόλοιποι θεωρούν pastiche, αλλά το πάνε αρκετά παραπέρα μπολιάζοντας το με ισόποσες δόσεις ποπ και ροκ ψυχής. Αποτελεί αδιαμφισβήτητα την ερμηνεία ζωής του Μέρκιουρι καθώς οι αναπνοές και η φωνητική πειθαρχία που π.χ. απαιτείται για να βγει ένας στίχος σαν το “They say I got a lot of water in my brain” είναι εξωπραγματική. Γι’ αυτό άλλωστε κι είναι ένα από τα πιο uncoverable τραγούδια στον ροκ «κανόνα» -δεν είναι τυχαίο το ότι κάποιος πολύ τολμηρός ή πολύ μεθυσμένος μπορεί κάποια στιγμή να αποπειραθεί να διασκευάσει το “Bohemian Rhapsody”, αλλά αυτό… όχι, αυτό είναι το κομμάτι για το οποίο τραγουδούσε ο MC Hammer στο “U Can’t Touch This”.

2. The Millionaire Waltz
(1976, A Day at the Races)

Θεωρείται, κι όχι άδικα, ως ο μικρός αδελφός του “Bohemian Rhapsody” ενώ ο Μέι το θεωρούσε ως το σπουδαιότερο τραγούδι που έγραψε ποτέ ο Μέρκιουρι, ο οποίος πραγματικά υπερέβαλλε εαυτόν -από τους συνομηλίκους του μόνο ο Μπάουι και ο Μάικ Γκάρσον μπορούσαν να συνθέσουν ένα τέτοιο πιανιστικό έπος. Κι όντως, το “Millionaire Waltz” είναι ένα μικρό αριστούργημα στο οποίο μέσα σε πέντε και κάτι λεπτά συνυπάρχουν (και συνακούγονται) αρμονικά τουλάχιστον 4 μουσικά είδη: από το εναρκτήριο βαλσάκι (βασισμένο στο “Frühlingsstimmen” του Johann Strauss), περνάμε σε πιανιστική μπαλάντα, μετά σε hard rock, κατόπιν ξανά βαλς ενώ προς το τέλος ο Φρέντι εισάγει μέχρι και… μεσοπολεμικό μπουρλέσκ της Βαϊμάρης, μιμούμενος την αγαπημένη του Mάρλεν Ντίντριχ. Δηλαδή, ειλικρινά, τί άλλο να ζητήσει κανείς από ένα τραγούδι; Και πόσο ταλέντο χωράει μέσα σε μια τόσο σύντομη μουσική σύνθεση;

1. Bohemian Rhapsody
(1975, A Night at the Opera)

παρακαταθήκη, η: πολύτιμη πνευματική ή άλλου είδους κληρονομιά που οφείλουμε να σεβαστούμε και να διαφυλάξουμε, ειδικά μαζί με άλλους 70.000 μέσα σε ένα αχανές πάρκο

Ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος είναι δημοσιογράφος. Έχει συγγράψει τρεις μουσικές βιογραφίες (Freddie Mercury, Pink Floyd, Rolling Stones) που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Sonik.
Το Bohemian Rhapsody παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από την 1η Νοεμβρίου σε διανομή της Odeon Entertainment.
Κωνσταντίνος Τσάβαλος

Share
Published by
Κωνσταντίνος Τσάβαλος