Μετά από τριάντα χρόνια στην υπηρεσία της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας ως ιερέας στην Αμερική, ο Τομ Αβράμης αποφασίζει να αποποιηθεί την ιδιότητά του, αιφνιδιάζοντας την οικογένειά του και τους ενορίτες που τον θαυμάζουν.
Όταν η κόρη του ανακαλύπτει ένα παλιό βίντεο που έφτιαξε ο ίδιος για τη ζωή του με λεπτομέρειες σχετικά με τα βάρη και τα μυστικά που κουβαλούσε, εκείνη στρέφει την κάμερα στον πατέρα της, αποκαλύπτοντας ακόμα περισσότερα μυστικά για το παρελθόν του.
H κόρη του είναι η Αλήθεια Αβράμης, μια πολυδιάστατη καλλιτέχνιδα, η οποία δημιουργεί στον χώρο ανάμεσα στο βιωματικό και διαδραστικό περιεχόμενο, και την παραδοσιακή κινηματογράφηση. Το 2019, εργάστηκε στην ομάδα παραγωγής της βραβευμένης VR ταινίας «Gloomy Eyes», την οποία αφηγείται ο Κόλιν Φάρελ.
Η μικρού μήκους ταινία της «The Foreigner», κέρδισε το βραβείο Emmy μαθητικής ταινίας το 2012 και έκανε την πρεμιέρα του στο Palm Springs Short Fest. Έχοντας στο επίκεντρο των ντοκιμαντέρ της ανθρωποκεντρικές αφηγήσεις και ιστορίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Αλήθεια έχει πάθος για κάθε περιεχόμενο που συνδέει κουλτούρες μέσα από τη νέα τεχνολογία.
Το «Sundays» είναι η πρώτη της ταινία τεκμηρίωσης μεγάλου μήκους.
Η γέννηση του ντοκιμαντέρ
Η γέννηση της ταινίας ξεκίνησε όταν ο πατέρας μου άρχισε να αμφισβητεί τη ζωή του ως ιερέας. Εκείνη την περίοδο, ήταν πολύ δύσκολο για μένα να κατανοήσω πως κάποιος που πάντα φαινόταν τόσο «χαρούμενος» έλεγε πως στην πραγματικότητα ήταν τρομερά διχασμένος εσωτερικά. Δεν μπορούσα να τα συνδέσω. Οπότε σκέφτηκα πως θα μπορούσα να πάρω συνέντευξη από τον πατέρα μου, ώστε με αυτόν τον τρόπο να κατανοήσω καλύτερα την εσωτερική του σύγκρουση. Εκείνη την περίοδο, δε σκεφτόμουν πως θα μπορούσε να είναι μια ολόκληρη ταινία, απλά τον βιντεοσκοπούσα καθώς ερχόταν αντιμέτωπος με τα ειλικρινή και ακατέργαστα συναισθήματα που συνόδευαν την ολοκληρωτική αλλαγή της ζωής του. Όταν ο πατέρας μου μού έδωσε ένα αντίγραφο του δικού του ντοκιμαντέρ, σκέφτηκα πως είναι τόσο δυνατό υλικό, που είχα την ιδέα πως θα μπορούσε να είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, το οποίο θα μπορούσε να αφηγείται την ιστορία του από το παρελθόν και να συνδυαστεί με την περιπέτειά του και όσα συμβαίνουν στο παρόν. Επιπλέον, σκέφτηκα πως θα ήταν ενδιαφέρον θέμα ακριβώς επειδή ένας ιερέας δεν είναι ο τύπος του χαρακτήρα που βλέπουμε να αποτυπώνεται στις ταινίες και ειδικά σε μορφή ντοκιμαντέρ – και με ενδιέφερε να ανακαλύψω την περιπέτεια κάποιου που αμφισβητεί τη σημασία του να έχεις την ιδιότητα του ιερέα μετά από 30 χρόνια.
Η γνωριμία και η συνεργασία με την Heretic, Γιώργο Καρναβά και Κωνσταντίνο Κοντοβράκη
Έκανα μια ταινία στη Μάνη το 2012, όταν περίπου την ίδια περίοδο γνώρισα το Γιώργο Καρναβά και τον Κωνσταντίνο Κοντοβράκη μέσω κοινών γνωστών και συναδέλφων στον χώρο του κινηματογράφου στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο είχα ελάχιστο υλικό από το ντοκιμαντέρ αλλά το είδαν όλο και πίστεψαν στις δυνατότητες που είχε. Ήμουν πολύ τυχερή να τους γνωρίσω τότε γιατί δεν ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσα να ενώσω όλα τα κομμάτια μαζί. Με μια τόσο προσωπική ιστορία, ήταν σημαντικό για εμένα να αρχίσω να διαχωρίζω τη δική μου αντίληψη και το δικό μου ρόλο ως κόρη από εκείνο της σκηνοθέτριας. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί από τα πρωταρχικά στάδια και κατασκευάσαμε τη ραχοκοκαλιά της ταινίας, η οποία ήταν πολύ σημαντική για να μπορέσω να συγκεντρωθώ στην ιστορία και το εύρος των χαρακτήρων. Ο Γιώργος και ο Κωνσταντίνος ήταν σταθεροί υποστηρικτές της ταινίας ακόμα και σε εκείνες τις πρώτες μέρες και έφεραν στη διαδικασία και τους Γάλλους συμπαραγωγούς μας, τον Mathieu Bompoint από την εταιρεία Mezzanine Films. Αυτό κατέληξε να είναι μια πραγματικά εκπληκτική και δημιουργική συνεργασία και μου επέτρεψε να δουλέψω με μια Γαλλίδα μοντέζ, με την οποία είχα συνεργαστεί στο παρελθόν αλλά μόνο ως φοιτήτρια, την Esther Shubinski.
Πώς δούλεψα με το υλικό που είχε κινηματογραφήσει ο πατέρας μου
Ένα από τα βασικά στοιχεία του “Sundays” είναι το ντοκιμαντέρ που κινηματογράφησε ο πατέρας μου για τη δική του ζωή ως ιερέας στα τέλη του 1980. Είναι μια καταγραφή και αξιολόγηση των συναισθημάτων που βίωνε από μέρα σε μέρα καθώς τελούσε όλα τα καθήκοντά του, όπως όλοι οι ιερείς: να επισκέπτεται ετοιμοθάνατους ανθρώπους, να στηρίζει όσους αντιμετώπιζαν προβλήματα στη ζωή όπως διαζύγιο, σεξουαλικότητα, πόνος. Μία ζωή βλέποντας πολύ θάνατο, τελώντας κηδείες αλλά και με πολλές στιγμές ευτυχίας. Ολόκληρη η ταινία που έφτιαξε ο πατέρας μου διαρκεί περίπου 45 λεπτά. Ήταν κάτι πολύ προσωπικό που είχε φτιάξει ως άσκηση για ένα μάθημα ψυχολογίας που παρακολουθούσε εκείνη την περίοδο. Ο εσωτερικός μονόλογος, τον οποίο εξωτερικεύει σε όλη τη διάρκεια, είναι πολύ προσωπικός γιατί ήταν κάτι που δεν είχε σκοπό να δείξει σε κανέναν και συνεπώς μας προσφέρει μια αφιλτράριστη εικόνα για το τί συμβαίνει στο μυαλό κάποιου που κάνει αυτή τη δουλειά και αντιμετωπίζει δυσκολίες με το ρόλο και την ταυτότητά του.
Το ντοκιμαντέρ του είναι τόσο καλό, σχεδόν όλα όσα λέει θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πολύ δυνατή σκηνή από μόνα τους, επομένως στη διαδικασία του μοντάζ ήταν δύσκολο να αποφασίσουμε ποια κομμάτια να συμπεριλάβουμε ή να παραλείψουμε. Καταλήξαμε να τα χρησιμοποιήσουμε ως «σκηνές-σημεία αναφοράς» ή ως στιγμές μετάβασης στην ταινία, όπου ο Τομ εκφράζει κάτι που ως θεατές θέλουμε να κατανοήσουμε καθώς προχωράμε στη συνέχεια της αφήγησης. Σταδιακά, βλέπουμε όλο και λιγότερες σκηνές από τη δική του ταινία καθώς επικεντρωνόμαστε στο παρόν και στην περιπέτεια του Τομ.
Πώς αντέδρασε ο πατέρας μου και ποια είναι τα συναισθήματά του για το ντοκιμαντέρ
Η διαδικασία του να φτιάξω αυτή την ταινία άλλαξε τη σχέση με τον πατέρα μου, αλλά με τρόπους που δεν είχα προβλέψει. Πάντα ήξερα ότι θα ήταν μεγάλη δοκιμασία να δημιουργήσω κάτι τόσο προσωπικό για την ίδια μου την οικογένεια, αλλά νιώθω πως όλοι βγήκαμε από αυτό με μια βαθύτερη κατανόηση ο ένας για τον άλλον, για το πόσο πολύτιμη είναι η σχέση μας και σχετικά με το πόσο λεπτά είναι αυτά τα ζητήματα. Στην αρχή των γυρισμάτων, ο πατέρας μου περνούσε μια τεράστια εσωτερική αναταραχή για τις επιλογές που είχε κάνει και αμφισβητούσε πολλά πράγματα για τη ζωή του. Κατά κάποιο τρόπο, πιστεύω πως το να μιλάει σε εμένα γι’ αυτό τον βοήθησε σε αυτή τη διαδικασία. Καθώς περνούσε ο καιρός και τα πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν για εκείνον, οι συνεντεύξεις έγιναν πιο απαιτητικές και η σχέση μας είχε περισσότερο τη μορφή μιας τυπικής συνέντευξης. Αδιαμφισβήτητα, υπήρχαν πολλές δυναμικές που έπρεπε να ληφθούν υπ’όψιν. Αλλά το επίπεδο εμπιστοσύνης που έχει σε εμένα, τόσο σαν κόρη του όσο και ως σκηνοθέτρια, ήταν κάτι τρομερά ιδιαίτερο, το οποίο σταθεροποίησε κι έναν δεσμό μεταξύ μας που θα κρατήσει για πάντα.
Τώρα που έχει ολοκληρωθεί η ταινία, είναι περήφανος για εμένα και για το ντοκιμαντέρ και θέλει να με υποστηρίξει ως πατέρας, αλλά σίγουρα νιώθει και ευάλωτος καθώς μοιράζεται τη δική του ιστορία με το κοινό. Είναι ένα νέο έδαφος και για τους δυο μας.
Δυσκολίες στη διαδικασία δημιουργίας του ντοκιμαντέρ
Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας, προσωπικά ωρίμασα τρομερά. Η μεγαλύτερη αλλαγή για εμένα ήταν που μπόρεσα να δω τον πατέρα μου ως άνθρωπο, και όχι μόνο ως πατέρα μου. Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου, όπου καταφέρνουμε να διαχωριστούμε από τους γονείς μας, και αυτή ήταν η στιγμή για εμένα. Υπάρχει μια αίσθηση ελευθερίας σε αυτή τη διαδικασία αλλά και κάποιος πόνος. Από πρακτικής άποψης, η τεράστια ποσότητα του υλικού που είχαμε αποδείχτηκε μεγάλη δυσκολία– γιατί απλά είχαμε πάρα πολύ! Ο πατέρας μου βιντεοσκόπησε τόσα πολλά πράγματα στη δεκαετία του ’80 και ’90, που είχαμε έναν μεγάλο όγκο αρχειακού υλικού. Μερικές φορές ήταν εύκολο να χαθείς σε αυτό. Πάντα ένιωθα ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν διαφορετικές οπτικές γωνίες μέσα στην ίδια την ιστορία. Δουλεύοντας με τη μοντέζ μου για να πλησιάσουμε στην καρδιά της ιστορίας, ήταν μια διαδικασία που πήρε πολύ χρόνο, χρειάστηκε πολλή συζήτηση και πολλές προσεγγίσεις. Επίσης με το ντοκιμαντέρ, ποτέ δεν ξέρεις όταν κάτι έχει τελειώσει. Δεν υπάρχει σενάριο, επομένως πρέπει κάποια στιγμή απλά να τραβήξεις το καλώδιο.
Σκέψεις και συναισθήματα για τη διαδικτυακή πρεμιέρα του SUNDAYS στα πλαίσια του Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Είμαι απερίγραπτα ευγνώμων που μπορεί το κοινό να δει την ταινία μου, έστω κι αν για την ώρα μπορεί να την παρακολουθήσει μόνο διαδικτυακά. Το πιο σημαντικό είναι να δημιουργηθεί ένας διάλογος με το κοινό για την ταινία, και πιστεύω ότι αυτό μπορεί να γίνει, ακόμα κι αν φαίνεται διαφορετικό από ό,τι έχουμε συνηθίσει. Με τον κόσμο γύρω μας να αλλάζει τόσο γρήγορα, θα συνηθίσουμε σε νέους τρόπους ουσιαστικής σύνδεσης. Εξακολουθώ να είμαι θερμή υποστηρίκτρια της πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνίας και του να ζούμε την κινηματογραφική εμπειρία στη μεγάλη οθόνη. Πιστεύω πως υπάρχει κάτι ιερό στο να κάθεσαι στη σκοτεινή αίθουσα του σινεμά με αγνώστους, με τους οποίους μοιράζεσαι μια κοινή εμπειρία. Αλλά για την ώρα, συνεχίζουμε με τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν ένα από τα πρώτα Φεστιβάλ Κινηματογράφου που ακυρώθηκε, και από πολλές απόψεις οι πρώτοι που έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και εξακολουθούν να τιμούν τις ταινίες και τους δημιουργούς με μια διαδικτυακή έκδοση του φεστιβάλ.