Υπάρχει μια κοινή παρανόηση για το φεστιβάλ του Sundance, την ιστορία και τις απαρχές του, τις οποίες πολλοί τοποθετούν γύρω απ’ τη φιγούρα του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο ξανθομάλλης γόης με τα λακκάκια εκατέρωθεν του φωτεινού του χαμόγελου, έχει, φυσικά, αδιάρρηκτα συνδέσει το όνομά του με το φεστιβάλ του Παρκ Σίτι, το οποίο με τη σειρά του, λειτουργεί ως φάρος της ανεξάρτητης αμερικανικής κινηματογραφικής σκηνής, υπό τη λάμψη του οποίου, έχουν έρθει στο προσκήνιο τεράστια ονόματα της σύγχρονης κινηματογραφίας, με αυτά των Κουέντιν Ταραντίνο, Στήβεν Σόντερμπεργκ, και Ντάρεν Αρανόφσκυ, να ‘ναι μια χούφτα μονάχα απ’ τα ταλέντα που βοήθησε το φεστιβάλ να εκτοξευθούν. Όμως, το φεστιβάλ ήταν εκεί, πολύ καιρό πριν πάει ο Ρέντφορντ κι η παρέα του να το απογειώσουν. Ή, περίπου.
Για να πιάσουμε τα πράγματα απ’ την αρχή, μια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά, πολλά χρόνια (33 για την ακρίβεια), ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ήδη πολυτιμημένος ηθοποιός, ζεν πρεμιέ και poster boy της modest Americana, αποφάσισε να δημιουργήσει μια μη κερδοσκοπική οργάνωση, με στόχο την προώθηση της αμερικανικής κινηματογραφίας. Όχι αυτής που αγόραζε τη σελιλόζη σε κοντέινερς και παρήγαγε ταινίες με το κιλό, στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά μιας άλλης που έψαχνε το φιλμ με το κιάλι, και πάλευε με τα κύματα, για να μπορέσει να μπαρκάρει στο κινηματογραφικό της όραμα για ένα σινεμά πιο ανθρωποκεντρικό, καλλιτεχνικό και ανεξάρτητο.
Χρωστώντας το όνομά του όχι μόνο στον εικονικό ρόλο του Ρέντφορντ στο Butch Cassidy and the Sundance Kid, αλλά και στο Sundance Resort που φιλοξένησε την πρώτη σύναξη των δυνάμεών του, το Sundance Institute στήθηκε στην αχλή της επιτυχίας του Ordinary People, του σκηνοθετικού ντεμπούτου του Ρέντφορντ, που κατάφερε να μαζέψει 6 υποψηφιότητες και 4 όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων των Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου. Μερικούς μήνες μετά το θρίαμβο, τον Ιούνη του 1981, η ιδρυτική ομάδα του Ινστιτούτου, συγκεντρώθηκε στο ορεινό θέρετρο της Γιούτα, οργάνωσε το πρώτο της κινηματογραφικό εργαστήρι και εδραίωσε την γέννηση του Sundance Institute.
Με τον Ρέντφορντ στη θέση του μπροστάρη, το φεστιβάλ χάραξε το χάρτη που θα οδηγούσε τις νέες, άψητες, συναρπαστικές φωνές του, στα αυτιά που περίμεναν ακριβώς τέτοιες φωνές ν’ ακούσουν, και καθόρισε την έννοια και φινίρισε το πρόσωπο του αμερικανικού ανεξάρτητου.
Το ερώτημα είναι, γιατί στη Γιούτα; Η πολιτεία – αποικία των Μορμόνων, με την αποστειρωτική αυστηρότητα κανόνων συμπεριφοράς, διασκέδασης και χρήσης διεγερτικών, εν γένει, ουσιών, δεν είναι και το ιδανικότερο μέρος να μαζευτούν καλλιτέχνες να βάλουν μπρος τα δημιουργικά τους ζουμιά. Η Γιούτα, όμως, με την επίβλεψη του τότε Κυβερνήτη της, είχε ήδη στρέψει το βλέμμα της στην εμπορική αξιοποίηση των τουριστικών και επιχειρηματικών δυνατοτήτων που θα μπορούσε να της παρέχει η βιομηχανία του θεάματος. Και μάλιστα, ο τότε επικεφαλής της Wildwood, της εταιρείας παραγωγής του Ρέντφορντ, μαζί με το Utah Film Commission, είχε απ’ το 1978 ιδρύσει στο Σολτ Λέικ, το Utah US Film Festival. Μια ετήσια διοργάνωση προβολών αυστηρά αμερικανικών ταινιών ανεξάρτητων δημιουργών, εμπλουτισμένων με ρετροσπεκτίβες, πάνελς και συζητήσεις, που είχαν στόχο την ανάδειξη του εξωχολιγουντιανού κινηματογραφικού δυναμικού της χώρας –κι όποτε ήταν δυνατόν, της πολιτείας της ίδιας.
Παρ’ όλο που το Utah US Film Festival είχε, απ’ την πρώτη του κιόλας χρονιά, τίτλους όπως το Λεωφορείον ο Πόθος, οι Κακόφημοι Δρόμοι και ο Καουμπόης του Μεσονυκτίου στο διαγωνιστικό του, το φεστιβάλ του Σολτ Λέικ δυσκολευόταν να συγκεντρώσει την προσοχή που θα του παρείχε τα εχέγγυα να αναπτυχθεί. Το 1981, ύστερα από φημολογούμενη συμβουλή του Σίντνεϊ Πόλακ, το φεστιβάλ μετέφερε την έδρα του απ’ το Σολτ Λέικ στο χειμερινό θέρετρο του Παρκ Σίτι, κι άλλαξε την ημερομηνία του από Σεπτέμβρη σε Γενάρη, προσγειώνοντας τις ταινίες του ακριβώς στην καρδιά της σαιζόν του σκι. Ήταν μια προσπάθεια να προστεθεί ακόμη ένα δέλεαρ στους χολιγουντιανούς ατζέντηδες –τους υπηρέτες του συστήματος που το φεστιβάλ ήθελε να αποφύγει, αλλά χρειαζόταν για να επιβιώσει.
Ούτε αυτή η αλλαγή, όμως, ήταν από μόνη της ικανή να βοηθήσει τη διαχείριση του Utah Film Commission να δώσει στο φεστιβάλ την απαραίτητη κατεύθυνση για να ορθοποδήσει. Μέσα στην επόμενη πενταετία, τα οικονομικά της διοργάνωσης είχαν αρχίσει να βαραίνουν περισσότερο απ’ όσο άντεχαν οι διοργανωτές, κι έτσι, με τα ενδιαφέροντα και τους στόχους της διοργάνωσης, να συγκλίνουν εμφανώς με αυτά του Ινστιτούτου του Ρέντφορντ, το πάντρεμα των δυο οντοτήτων, έμοιαζε παραπάνω από φυσικό. Έτσι, το 1985, το Sundance Institute ανέλαβε εξολοκλήρου τη διοργάνωση, η οποία εκτός από πλήρη αναδιάρθρωση της διαχείρισής της, απέκτησε και το καινούριο της όνομα.
Το Sundance Film Festival ήταν γεγονός, και μέσα στην επόμενη πενταετία, έγινε *το* γεγονός. Με τον Ρέντφορντ στη θέση του μπροστάρη, το φεστιβάλ έχτισε τις γέφυρες ανάμεσα στην ανεξάρτητη παραγωγή και την εξαρτημένη διανομή, χάραξε το χάρτη που θα οδηγούσε τις νέες, άψητες, συναρπαστικές φωνές του, στα αυτιά που περίμεναν ακριβώς τέτοιες φωνές ν’ ακούσουν, και με τις επιλογές του, καθόρισε την έννοια και φινίρισε το πρόσωπο του αμερικανικού ανεξάρτητου. Με άλλα λόγια, μάζεψε την αμμουδιά, έφερε τη θάλασσα, έβαλε τον αέρα και δημιούργησε το κύμα. Και όπως ήταν φυσικό, το καβάλησε.
Η άνοιξη των American indies στα 90s, στόλισε το Παρκ Σίτι με λουλούδια όπως το Poison (1991), το El Mariachi (1992) και το Reservoir Dogs (1992), το Clerks (1994), οι Συνήθεις Ύποπτοι (1995), το π (1999), το Blair Witch Project (1999). Δεξιά κι αριστερά απ’ όλα αυτά, δυο τίτλοι εικονικοί: το Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες (1989) και το Memento (2000). Δυο ταινίες που, αν κι είχαν κάνει την πρεμιέρα τους στα Ευρωπαϊκά φεστιβάλ (όπως κι άλλες απ’ τις παραπάνω), μέσω του Sundance γνωρίστηκαν με και αποθεώθηκαν από το αμερικανικό κινηματογραφικό κύκλωμα, και φυσικά το αμερικανικό κοινό. Και δυο τίτλοι που περιχαράκωσαν την αρχή και το τέλος της πρώτης, αθώας εποχής του Sundance. Τότε που δεν είχε ακόμη φανεί το βάθος του αποτυπώματος που θα άφηνε το πόδι της παραστουντιακής μηχανής στο ευαίσθητο ανεξάρτητο τεραίν.
Η διεισδυτική ικανότητα του περί το Sundance συστήματος, στις συμβατικές χολιγουντιανές δομές, έδειξε την πραγματική δυναμική της το 1996. Το έτος που πέρασε στην κινηματογραφική ημερολογιακή ιστορία ως Η Χρονιά των Ανεξάρτητων. Τότε που μια χούφτα εξωστουντιακών ταινιών, ηγούμενες απ’ το Shine της Jane Scott, με οπισθοφυλακή το Fargo των αδερφών Κοέν, κι ανάμεσά τους τον Άγγλο Ασθενή και τα Μυστικά και Ψέματα, κατάφεραν να τρυπώσουν στο απόλυτο οχυρό των συντεχνιακών δομών, και να αρπάξουν τέσσερις απ’ τις πέντε υποψηφιότητες Καλύτερης Ταινίας στα Όσκαρ. Η κατεύθυνση ήταν σαφής, η ανεξάρτητη παραγωγή ήταν η νέα Εδέμ, και οι πύλες της ήταν οι πύλες του Sundance.
Όπως έλεγε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην παρουσίαση του προγράμματος της επετειακής, τριακοστής διοργάνωσης, «έχεις μια επιλογή: ή αντιστέκεσαι στην αλλαγή, ή πας μαζί της και προσπαθείς να την κάνεις θετική».
Στα τέλη των ‘90s και τις αρχές των ‘00s, το prestige καινοτομίας του Sundance άρχισε να βάλλεται απ’ την εισβολή των καρχαριών του Hollywood και τις συμπαιγνίες τους με τα ολοένα και πιο ανερχόμενα διαδικτυακά media, που συναγωνίζονταν για το ποιος θα χτίσει μεγαλύτερο hype γύρω απ’ τον παραμικρότερο ψίθυρο επιδοκιμασίας τις τυχαιότερης προβολής. Σα να μην έφτανε το βρισίδι που τρώγανε οι overhyped τίτλοι όταν έφταναν στα μάτια των ζαλισμένων θεατών, τα μεγαλύτερα αστέρια του Χόλιγουντ τσιμέντωναν τις ημερομηνίες του Sundance στις ετήσιες περιοδείες τους, οι μουράτες εταιρείες high-end καταναλωτικών προϊόντων γέμιζαν τσαντίρια τριγύρω απ’ τα venues του φεστιβάλ και τα studio το αγκάλιαζαν ως την αγαπημένη χύτρα μαγειρέματος και πλατφόρμα εκτόξευσης οσκαρικών δολωμάτων.
Όσο το ενδιαφέρον της mainstream σκηνής αυξανόταν, φυσικά, τόσο η ανεξάρτητη πλευρά αδυνάτιζε δραματικά. Το Παρκ Σίτι γινόταν ο χιονισμένος παιδότοπος των ισχυρών και διάσημων, τα θρυλικά στενά μαρκαρίσματα του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν έκαναν περισσότερους τίτλους απ’ τις ίδιες τις ταινίες που τα προκαλούσαν, και πάλαι ποτέ χρυσά παιδιά του φεστιβάλ, όπως ο Κέβιν Σμιθ, έκρουαν τον κώδωνα, εκφράζοντας αμφιβολίες για το αν αυτή η αλλαγμένη, γιγαντωμένη εκδοχή του φεστιβάλ, κρατούσε τα μάτια και τα slots της ανοιχτά για τα καινούρια Clerks, ανάμεσα στις gala προβολές στουντιακών γαργάρων όπως Το Φαινόμενο της Πεταλούδας του Άστον Κάτσερ. Όταν ο δήμος απαγόρευσε και την χρήση flyers, την πιο διαδεδομένη guerilla μορφή προώθησης των διαφόρων προβολών, οι πραγματικά μικροί και ανεξάρτητοι, άρχισαν να σπαρταράνε. Κι όχι μονάχα από το κρύο.
Στην αναμπουμπούλα, δεκάδες παραφεστιβάλ όπως το Slumdance, το Nodance, το Tromadance κι ακόμα και το Lapdance, άρχισαν να στήνουν αντάρτικο στις παρυφές του Sundance. Νέα ανεξάρτητα κινήματα σαν το (ευτυχώς, θνησιγενές) mumblecore πήραν τα μπογαλάκια τους για αλλού, διοργανώσεις όπως το SXSW στο Τέξας κατάφεραν να βρεθούν στο προσκήνιο του hip, εναλλακτικές προσεγγίσεις της φεστιβαλικής έννοιας, όπως το event του Τέλιουραϊντ, χώθηκαν εντελώς απροσδόκητα κι αντισυμβατικά στην προ-οσκαρική κούρσα, και λίγο πιο βόρεια, το Τορόντο εδραίωνε στιβαρά το παρόν του στον ανεξάρτητο φεστιβαλικό χάρτη, που λοξοκοιτά και προς τους τίτλους βραβειακού κύρους κι εμπορικού δυναμικού.
Κι έτσι, το Sundance βρέθηκε, στο μεγαλύτερο κομμάτι της προηγούμενης δεκαετίας, να προσπαθεί να συμβιβάσει την παλιά με τη νέα του ταυτότητα. Να διατηρήσει την επιρροή του στην εμπορική κοινότητα, επανακαλλιεργώντας ταυτόχρονα την φιλικότητα προς την καλλιτεχνική του βιοποικιλότητα. Η καμπάνια του, το 2007, με τίτλο Focus on Film, είχε ακριβώς αυτόν τον στόχο, να επαναφέρει την προσοχή στις ταινίες που μαζεύει κι όχι στο πανηγύρι που το συνοδεύει, κι η αλλαγή καλλιτεχνικού διευθυντή το 2009, συνοδεύτηκε από τίτλους όπως το An Education (2009), το Winter’s Bone (2010), το The Kids Are Alright (2010), ή το Beasts of the Southern Wild (2012), που σήμαναν μια κάποια επιστροφή σε μια κάπως πιο προσεγμένα ριψοκίνδυνη συνολική επιλογή κινήσεων στο χιονισμένο θέρετρο.
Η πορεία όμως του φεστιβάλ του Sundance, είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορία της σκηνής που υπηρετεί. Κι όπως ποτέ δεν θα ‘ναι ξανά ίδια η ανεξάρτητη αμερικανική, έτσι δεν θα ‘ναι ξανά ίδιο και το Sundance, στο τι ακριβώς εκπροσωπεί. Αλλά, όπως έλεγε κι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ προχθές, στην παρουσίαση του προγράμματος της επετειακής, τριακοστής διοργάνωσης, «έχεις μια επιλογή: ή αντιστέκεσαι στην αλλαγή, ή πας μαζί της και προσπαθείς να την κάνεις θετική». Ε, πού θα πάει, θα τον βρεις τον τρόπο, Μπόμπι.