«Όταν κάναμε το secret gig με τους Tindersticks, αποκαλύψαμε τον χώρο μία ώρα πριν το live. Έφυγα από το στούντιο στη Βουλής και μέχρι να φτάσω στον Στάβλο, έβλεπα τους ανθρώπους να έρχονται σαν να ήταν κυνήγι θησαυρού. Μαζεύτηκαν εν ριπή οφθαλμού. Σαν να ήταν έτοιμοι, ντυμένοι και περίμεναν να πούμε πού θα γίνει το live. Με το που το είπαμε, βγήκαν από τα σπίτια τους και γέμισε το μαγαζί μέσα σε μία ώρα. Είχαμε βάλει ένα μικρό παταράκι για να παίξουν οι Tindersticks, στην ακρούλα. Γινόταν χαμός».
Η εκ των έσω περιγραφή όσων έγιναν βορειοδυτικά της Ακρόπολης στις 7 Ιουνίου 1996, από τον Μάκη Μηλάτο, τότε διευθυντή προγράμματος του Ρόδον FM, συνάδει με τις γλαφυρές ιστορίες που έχουν διαδοθεί από στόμα σε στόμα, ξεκινώντας από των happy few (όχι πάνω από 200 άτομα) που εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ βρέθηκαν σε ένα, κλειστό πια, ροκ μπαρ του Θησείου, όπου διοργανώθηκε από τον καλύτερο, τότε, μουσικό ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης, το πολυθρύλητο μέχρι σήμερα secret gig των Tindersticks.
Πολύ περισσότεροι, προφανώς, είναι όσοι ακόμη παραμιλάνε για το βαρύ κι ασήκωτο συναισθηματικό αποτύπωμα της προηγούμενης συναυλίας των Tindersticks στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου του 1995, που έχει προ πολλού περάσει στην ιστορία ως μία από τις καλύτερες συναυλίες που έγιναν ποτέ στο μετέπειτα σούπερ μάρκετ της οδού Μάρνη, φέροντας μάλιστα και το ειδικό βάρος της επίσημης αφετηρίας αυτής της μασίφ σχέσης των Tindersticks με την Ελλάδα – κάπως σαν η χώρα να είναι πάντα εκεί για τη μπάντα και η μπάντα (που κατά δική της ομολογία πήρε το όνομά της από ένα κουτί σπίρτα που ο ηγέτης τους βρήκε σε μια ελληνική παραλία) να είναι πάντα εκεί για τη χώρα.
Αυτό το «work in progress έργο» μέχρι στιγμής μετρά 15 συναυλιακές πράξεις -ανεβάζοντας, σύμφωνα με μία πολύ ενδιαφέρουσα συγκεντρωτική λίστα του mixgrill.gr, τους Tindersticks στην τριακοστή θέση ανάμεσα στα ξένα ονόματα που έχουν εμφανιστεί ζωντανά περισσότερες φορές στην Ελλάδα από τα 80s μέχρι σήμερα- με τη συνέχεια να δίνεται στις 13 Ιουλίου, οπότε και οι Tindersticks θα εμφανιστούν στο Ηρώδειο με πολύ μεγάλη όρεξη μιας και, όπως επισημαίνει ο βαρύτονος μπροστάρης τους, αυτή την περίοδο ολοκληρώνουν το επόμενό τους άλμπουμ.
Χώρια από όλα αυτά, ο Stuart Staples περνάει ούτως ή άλλως πολύ χρόνο στην Ελλάδα, ακόμη κι εκτός συναυλιακού context.
«Πιθανότατα έχω επισκεφθεί την Ελλάδα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο», λέει στην Popaganda από τη γαλλική εξοχή όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια. «Έχω καλούς φίλους εκεί, είναι ένα μέρος με πολύ ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου».
Αν βιάζεστε να μάθετε γιατί, η απάντηση βρίσκεται στο τέλος της συνέντευξης.
Πριν από τρία χρόνια είχες πει στην Popaganda ότι σας επηρεάζει πάρα πολύ ο εκάστοτε συναυλιακός χώρος και ως προς τον τρόπο που παίζετε και ως προς τη διαμόρφωση του setlist. Τι να περιμένουμε από εσάς τώρα που θα εμφανιστείτε δίπλα στον Παρθενώνα, σε ένα από τα αρχαιότερα θέατρα στον κόσμο; Μην ανησυχείς, δεν θα έχουμε props πάνω στη σκηνή. Το θέμα είναι πάντα το αίσθημα που αποπνέει ο κάθε χώρος και ο στόχος μας είναι να αναπτύξουμε μια διαδραστική σχέση για όση ώρα διαρκεί η συναυλία. Όταν σκεφτόμαστε το setlist προσπαθούμε να είμαστε χαλαροί, να ζούμε τη στιγμή και να αφήνουμε όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Είμαστε πέντε άτομα πάνω στη σκηνή και υπάρχει μία ιδιαίτερη επικοινωνία μεταξύ μας. Δεν θα έλεγα ότι είναι τηλεπαθητική, αλλά μερικές φορές κάπως έτσι την αντιλαμβανόμαστε. Όπως πάντα, έτσι και τώρα θα ξεκινήσουμε με μία χαλαρή εικόνα του setlist και θα δούμε πού θα οδηγηθούμε.
Φέρνω τον εαυτό μου στη θέση σας και σκέφτομαι ότι συναυλιακά γεγονότα σαν αυτό, που ξεφεύγουν από την πεπατημένη των εμφανίσεων σε «άλλο ένα live venue», θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αφορμή για να αναλογιστούν οι Tindersticks ότι έχουν διανύσει μία μεγάλη διαδρομή από το ξεκίνημα στο μουντό Νότιγχαμ, πίσω στο 1991. Σίγουρα δεν θα είναι μια βραδιά σαν όλες τις άλλες. Προφανώς θα είναι μία πολύ ιδιαίτερη συναυλία και νιώθω προνομιούχος που θα τη ζήσω. Εκ των πραγμάτων δεν θα είναι business as usual. Όταν ξεκινήσαμε ούτε καν φανταζόμουν ότι οι Tindersticks θα ήμασταν ενεργοί τόσα χρόνια μετά. Δεν μου αρέσει όμως να νοσταλγώ. Είναι παγίδα η νοσταλγία και νομίζω ότι αργά ή γρήγορα έρχεται εκείνη η στιγμή που πρέπει να αποφασίσεις αν θα συνεχίσεις τη ζωή σου κοιτάζοντας πίσω ή μπροστά. Με τους Tindersticks αυτό συνέβη περίπου όταν κλείναμε τα 15 χρόνια. Νιώθαμε ακόμη πολύ συνδεδεμένοι με το παρελθόν μας. Μετά αρχίσαμε να απελευθερωνόμαστε ολοένα και περισσότερο και τώρα πια μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι για εμάς μετράει μόνο ό,τι κάνουμε τη στιγμή που το κάνουμε. Έχουμε ξεμπερδέψει οριστικά με τη νοσταλγία.
Θα έλεγες λοιπόν ότι αυτό είναι το ζητούμενο για μια μπάντα που θέλει να παραμείνει δημιουργική επί δεκαετίες; Να αποφύγει τον σκόπελο της νοσταλγίας; Δεν έχει να κάνει με το αν είσαι μέλος μιας μπάντας. Έχει να κάνει με το να είσαι άνθρωπος γενικά. Λίγο μετά το 2000 περάσαμε μια δύσκολη περίοδο κυρίως γιατί ο καθένας από εμάς ένιωθε ακόμη συνδεδεμένος με τη νιότη του. Όλοι μεγαλώνουμε όμως, ποιος ο λόγος να το αρνούμαστε; Άλλωστε, όταν είσαι νέος, πολλές φορές δεν αναγνωρίζεις τι το ξεχωριστό έχει αυτό που κάνεις. Σημασία έχει να συνεχίζεις τη ζωή σου χωρίς να αρνείσαι την πραγματικότητα και το γεγονός ότι αλλάζουν οι επιθυμίες σου, οι αντοχές σου, τα πάντα. Είναι θέμα αυτοπεποίθησης. Κι εμείς μετά από μία μεγάλη κρίση, ευτυχώς είχαμε αρκετή για να καταλάβουμε ότι η μουσική είναι που μετράει, τίποτα άλλο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
ΡΟΔΟΝ 94.4: Η Saga ενός Ραδιοφωνικού Σταθμού που Έζησε Γρήγορα και Πέθανε Νέος. Κάπως σαν Ροκ Σταρ…
Δεν πιστεύω να εννοείς ότι «η νιότη χαραμίζεται στους νέους»; Όχι, κάθε άλλο. Δεν είναι καθόλου θετικός τρόπος να βλέπεις τα πράγματα και δεν μπορώ να καταλάβω όσους ασπάζονται αυτή την άποψη. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι πρέπει να ζεις την κάθε στιγμή, να μην αναλώνεσαι σε μια προσπάθεια αναβίωσης του παρελθόντος αλλά ούτε να αγχώνεσαι διαρκώς για το μέλλον.
Ναι, εντάξει, αυτός είναι ο ευσεβής πόθος όλων μας. Ακούγονται σαν οδηγίες χρήσης από κάποιο βιβλίο αυτοβοήθειας όλα αυτά, ε;
Συ είπας… Η ζωή είναι μια διαρκής πάλη ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Το μεγάλο στοίχημα είναι να καταφέρεις να χρησιμοποιήσεις αυτά που σου δίνει η πραγματικότητα για να «ταϊσεις» το τέρας της φαντασίας και της δημιουργικότητάς σου.
Πόσο εύκολο είναι όμως να μην επαναλαμβάνεται ένας καλλιτέχνης που ασκεί επί δεκαετίες την τέχνη του; Δεν έχω ιδέα. Μερικές φορές ακούω στο ραδιόφωνο κάποιο τραγούδι μου από πριν δέκα χρόνια και αναρωτιέμαι: πώς το έγραψα; Σίγουρα το έγραψα εγώ; Ελπίζω το ίδιο να μου συμβαίνει και στο μέλλον.
Γενικά σου αρέσει να ακούς τα τραγούδια σου στο ραδιόφωνο; Φυσικά! Μόνο που δεν συμβαίνει πολύ συχνά. Όταν δημιουργείς κάτι στο οποίο πιστεύεις, γιατί να μη χαίρεσαι όταν γίνεται κτήμα του κόσμου;
Εφόσον αντιλαμβάνεσαι τη δισκογραφική πορεία των Tindersticks σαν μία διαδοχή ενοτήτων, κάθε μία από τις οποίες αποτελείται από τρεις δίσκους, πώς σκοπεύετε να ολοκληρώσετε την ενότητα που ξεκίνησε με το Across Six Leap Years του 2013 και συνεχίστηκε με το The Waiting Room του 2016; Τώρα ολοκληρώνουμε το επόμενο άλμπουμ, γι’ αυτό και θα έρθουμε στην Αθήνα με μεγάλη ορμή. Αυτή τη φορά θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε περισσότερα φυσικά όργανα και λιγότερο τους υπολογιστές. Οι ηχογραφήσεις κράτησαν μόλις μία εβδομάδα. Κλειστήκαμε σε ένα δωμάτιο, γράψαμε, αμέσως κάναμε τη μίξη, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Τα τελευταία δύο χρόνια έβγαλα ένα σόλο άλμπουμ (Arrythmia, 2018) κι έγραψα το σάουντρακ για την ταινία High Life της Claire Denis. Πέρασα πάρα πολύ χρόνο κλεισμένος μόνος μου σε ένα δωμάτιο, μπροστά σ’ ένα κομπιούτερ. Γι’ αυτό τώρα ήθελα να ζήσω ξανά την εμπειρία μιας μπάντας που προβάρει στα γρήγορα, μετά μπαίνει σ’ ένα στούντιο και ηχογραφεί ζωντανά, χωρίς να ασχολείται εξονυχιστικά με τις λεπτομέρειες.
Παρεμπιπτόντως, δεν ξέρω αν το σάουντρακ του High Life είναι το καλύτερο που έχεις γράψει μέχρι σήμερα, πάντως είναι σίγουρα το πιο πειραματικό. Τα εύσημα πρέπει να πάνε στην Claire Denis που μου μετέδωσε τόση έμπνευση.
Όταν γράφεις ένα σάουντρακ, είναι κομμάτι του σχεδίου σου η μουσική να στέκεται και από μόνη της; Σίγουρα δεν θα ήταν πλήγμα στον εγωισμό μου αν κάποιος άκουγε τη μουσική στο σπίτι του. Εγώ όμως δεν μπορώ να τη σκέφτομαι ξέχωρα από την ταινία, πρέπει να τα έχω όλα μαζί στο μυαλό μου, όλη την ώρα, το πώς συνδέονται οι ήχοι με τις εικόνες. To High Life ήταν ξεχωριστή εμπειρία για μένα. Η ταινία απαιτούσε από τη μουσική να είναι καίριο κομμάτι της ατμόσφαιρας. Ήταν πολύ συναρπαστική διαδικασία. Αναμίχθηκα γενικά με τον σχεδιασμό ήχου, με το πώς ακουγόταν το διαστημόπλοιο, οι σκέψεις των πρωταγωνιστών, το ίδιο το διάστημα.
Πίσω στον πλανήτη Γη: ως κάτοικος Γαλλίας εδώ και πολλά χρόνια, πώς είναι να παρακολουθείς τα του Brexit από απόσταση; Η πατρίδα μου είναι διαιρεμένη. Τίποτα καλό δε μπορεί να βγει από αυτό.
Όση ώρα μιλάμε ακούω πουλιά να κελαηδούν στο background. Είναι η ζωή πιο ωραία στη γαλλική εξοχή απ’ ότι στο Λονδίνο; Ξέρεις ότι έχει και το Λονδίνο πουλιά, έτσι;
Έχει όμως και πολλά εκατομμύρια ανθρώπους. Πριν μετακομίσουμε στη Γαλλία με την οικογένειά μου, ζούσαμε σε ένα από τα πιο πολυπολιτισμικά σημεία του Λονδίνου και αυτό είναι που μας λείπει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Είναι σπουδαίο να ζεις ανάμεσα σε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους. Χαίρομαι που τα παιδιά μου κουβαλάνε μέσα τους αυτή την εμπειρία.
Φαντάζομαι ότι θα κουβαλάνε μέσα τους και πολλές εικόνες από την Ελλάδα, μέσω των δικών σου διηγήσεων. Δεν ξέρω αν τις μετράς, αλλά έχετε παίξει 15 φορές εδώ. Περνάω πολύ χρόνο στην Ελλάδα ακόμη κι όταν δεν παίζω μουσική. Πιθανότατα έχω επισκεφθεί την Ελλάδα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο. Έχω καλούς φίλους εκεί, είναι ένα μέρος με πολύ ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.
Ποιο είναι το ένα πράγμα που ανυπομονείς να ζήσεις εδώ κάθε φορά που έρχεσαι; Πέρα από το να παίξεις live φυσικά. Ζω σε μια μικρή πόλη της Γαλλίας με έξι χιλιάδες κατοίκους. Όταν πέφτει εδώ η νύχτα, επικρατεί σιωπή, τα πάντα είναι κλειστά. Στην Ελλάδα, ακόμη κι αν βρεθώ σε μια πόλη των χιλίων κατοίκων, στις 3 το πρωί, ο κόσμος είναι έξω, οι άνθρωποι μιλάνε, αλληλεπιδρούν. Αυτό λατρεύω στην Ελλάδα. Την ενέργειά του τόπου σας.