Θέλω να σε μιλήσω κ’ εμποδίζουμαι.
Aχ του κόσμου σπίτια, γιατί νάστε πέτρινα;
Γιατί η πλάση σαν ψωμί αγίνωτο να μη φουσκώνει,
ακούγοντας στον χτύπο της καρδιάς την πνοή του πλάστη;
Aνοίχτε τα παράθυρα για νάμπει ο ήλιος,
γκρεμίζοντας τις μάντρες πόκτισαν οι ανθρώποι,
του Θεού στην κορυφή σημάδι ν’ ανατείλει
η απλή ανθοφορεμένη γλυκιά ελπίδα.
Σένα θέλω να τραγουδήσω λουλούδι της γης,
καθώς το χέρι μου βυθίζω στο παρελθόν της γενιάς,
μες από σωρούς πεσμένα φύλλα νεκρά,
ίσαμε το μίσχο που σηκώνει το κεφάλι σου ψηλά.
Aυτό το κεφάλι που θα θεριστεί κάποια στιγμή
είναι η πιο εγκάρδια του Θεού ικανοποίηση,
που διαβάζοντάς την μπορούμε να πεθαίνουμε,
απ’ τη γνωριμία ευτυχισμένοι μιας άλλης ζωής.