Ο Στράτος Τζίτζης, σκηνοθέτης ανδρωμένος στο πλάι του Παντελή Βούλγαρη και στην παρέα του Σταύρου Τσιώλη, του Χρήστου Βακαλόπουλου και του Σταύρου Τορνέ, πέρασε τέσσερα χρόνια στο Βερολίνο «σαν τον Μαρξ στο Λονδίνο» όπως λέει, κάνοντας μακροβούτια στα βαθιά νερά της φιλοσοφίας. Εξ ου κι ο λόγος του που είναι λίγο πιο ασταμάτητος απ’ τον Νιαγάρα: το να συζητάς μαζί του, είναι σαν να ακούς ένα σύννεφο ιδέες να αδειάζει τα νερά του στη λαμαρίνα της βεράντας σου –αν έχεις βεράντα. Αν δεν έχεις, ευτυχώς υπάρχουν οι ταινίες του, που έρχονται κι αυτές σα τη βροχή –αραιά και πού πια, στην Ελλάδα– στις οποίες συμπυκνώνει κάθε φορά σε πακέτο ταλιράκια, το παιγνιώδες χιούμορ και τη σκανταλιάρικη ευρηματικότητα ενός αιωνίου νεανία, με την βαθιά ουμανιστική, και γι’ αυτό συγχωρετική του προσέγγιση σ’ όλη αυτή τη φαυλότητα της ανάγκης του ανθρώπου να κυριαρχίσει στο περιβάλλον του βάση της ιδεολογίας του. Κι όταν λέμε περιβάλλον του, εννοούμε και (κυρίως) το έμψυχο.
Στην Καύση, τη νέα του ταινία, το σενάριο της οποίας είχε δοκιμάσει πρώτα στη θεατρική σκηνή του Olvio πριν από λίγα χρόνια, ο Τζίτζης καταπιάνεται ακριβώς μ’ αυτό το έμψυχο: έχει ψυχή ο άνθρωπος; Κι όταν αυτός πεθάνει, αυτή πού πάει; Κάθεται μαζί με το σώμα να του μετράει το σάπισμα στο φέρετρο, ή πετάει ψηλά στον ουρανό να βρει παλιές παρέες; Κι αν πετάει, τότε τι το χρειαζόμαστε το σώμα, γιατί να μην το κάψουμε να αδειάσουμε τον τόπο; Βαριά θέματα πιάσαμε, θα μου πεις, αλλά για τον Τζίτζη αυτά είναι μονάχα αφορμή για να σατιρίσει σπαρταριστά το σύμπτωμα μιας πιο ευρείας κατάστασης, αυτήν τις γενικής ασυνενοησίας. Η οποία, στην προκειμένη περίπτωση της Καύσης, προκύπτει απ’ το θάνατο ενός παλιού φίλου μιας παρέας, η οποία συγκεντρώνεται στο σπίτι του εκκλιπόντα, για να δει πώς θα διαχειριστεί όχι την απώλεια του φίλου, αλλά τα πρακτικά της: τι θα κάνει το κουφάρι. Γιατί τριγύρω η πόλη καίγεται, η ζέστη είναι αφόρητη, η μυρωδιά βαριά, κι όλοι έχουν πολύ πιο επείγοντα και πιεστικά ζητήματα να τους απασχολήσουν.
Αυτή η εικόνα από μόνη της, είναι σαν μια ευθεία αντιστοίχιση με την πολιτκή κατάσταση της χώρας: όλα όσα ξέραμε και θέλαμε κι ελπίζαμε τα χάσαμε, και πού χρόνος να διαχειριστούμε την απώλεια; Πρέπει γρήγορα να παραχώσουμε το πτώμα, και να ασχοληθούμε με το χάος που έμεινε πίσω. Και τι είναι αυτό που που μας τυλίγει στην πορεία, αν όχι μια ευρύτατη, γενικευμένη ασυνενοησία; Κάτι τέτοια σκέφτομαι, μάλλον απ’ τη ζαλάδα που μου έρχεται απ’ τα σκαλοπάτια που ανεβαίνω να τον συναντήσω, σ’ ένα παλιό σπίτι στις παρυφές της Κυψέλης, με μεγάλη κουπαστή στη σκάλα, χωρίς ασανσέρ εννοείται, και παλιά ξύλινα πατώματα, απ’ αυτά που πατάς στο σαλόνι και τρίζει η κρεβατοκάμαρα. Μ’ αληθινό βερολινέζικο, μπορείς να πεις, αέρα.
«Για μένα είναι πολιτική ταινία» λέει ο Τζίτζης, και σκηνοθέτης ανδρωμένος στο πλάι του Παντελή Βούλγαρη είναι είπαμε, θα μπορούσε να κάνει μη πολιτική ταινία; «Είναι όμως μια πολιτική ταινία χωρίς στράτευση, χωρίς πολιτικές αναφορές όπως συνηθίζονται. Αλλά με τη βαθιά πολιτική έννοια του ότι ο τρόπος που οργανώνεις τη ζωή σου είναι πολιτικός, γιατί δεν μπορεί παρά να λειτουργεί μέσα από ένα σύστημα», κι αυτό το σύστημα απαιτεί μια κοσμοθεωρία, η οποία δεν μπορεί παρά να δημιουργηθεί μέσα από μια ιδεολογία, σωστά. «Το πάνω σε ποια αντίληψη συστηματοποιούμε όμως, πώς κανονίζουμε τη ζωή μας, αυτό σχολιάζει κατά βάθος η ταινία, αυτό όμως παρουσιάζεται μέσα από μια απλή κινηματογραφική ιστορία με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, μια εύληπτη και γλαφυρή κουφή κατάσταση». Λογικό το πάντρεμα, καθ’ ότι έκανε παρέα με τον Βακαλόπουλο, τον Τσιώλη, τον Τορνέ, να μην τα ξαναλέμε.
Η αφορμή της ταινίας είναι βέβαια θρησκευτική, «γιατί ένα απ’ τα προβλήματα που υπάρχουν, βασικό στην ασυνεννοησία, είναι το πώς θα τον θάψουν», όπως σημειώνει και ο Τζίτζης, αλλά σάμπως κι η θρησκεία δεν είναι μια πολιτική δύναμη; «Στην ουσία μιλάμε για πέντε ανθρώπους σε ένα σπίτι που δεν μπορούν να συνεννοηθούν. Γιατί; Γιατί είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έχουν και διαφορετικές πολιτικές στάσεις. Πέρα απ’ αυτό, το πολιτικό τους περιβάλλον δεν επιτρέπει να γίνει μια καύση, λόγω της πολιτικής ισχύος της Εκκλησίας. Ωραία, καταδικάζουμε την Εκκλησία, γιατί η ισχύς της μπλοκάρει τη δημοκρατική διαδικασία, όταν δεν σου επιτρέπει να διαλέξεις τον τρόπο ταφής σου. Εντάξει λοιπόν, πες δεν είμαστε Χριστιανοί. Τι είμαστε; Ποια είναι τα βαθιά μας πιστεύω πάνω στα οποία στηρίζουμε την πολιτική και την κοινωνική μας συμπεριφορά; Με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό το πίσω απ’ το θρησκευτικό, πίσω απ’ την εκκλησιαστική επιφάνεια, το πώς διαχειριζόμαστε πράγματα που εχουν να κάνουν και με το θάνατο. Το ερώτημα του Θεού, είτε ως θεός, είτε ως αυτό το “κάτι πέρα από εμάς”, το θείο, η έννοια αυτή είναι κάτι που δεν μπορούμε εύκολα να αγνοήσουμε. Κι η σχέση μας με αυτό, είναι το κλειδί πάνω στο οποίο στηρίζονται όλες οι πολιτικές και κοινωνικές μας συμπεριφορές».
Αλοίμονο, ζούμε στη χώρα που έχει για μεσαίο της πυλώνα τη Θρησκεία, με Ελλάς και Οικογένεια στο πλάι σα συνοδευτικά. «Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους πιστούς που είναι όντως πιστοί» συνεχίζει ο Τζίτζης με τον οίστρο του, «αλλά το ότι υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες, οι οποίοι υποκρίνονται τους θρησκευόμενους μια φορά το χρόνο, ή κάθε που κάποιος παντρεύεται ή βαφτίζει, το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό για να εξηγήσω τη συμπεριφορά των Ελλήνων. Δεδομένου δε, ότι αυτό δεν συμβαίνει στην Ευρώπη: η Ευρώπη έχει κάνει το Διαφωτισμό της, έχει ξεμπερδέψει με όλα αυτά. Όποιος είναι θρησκευόμενος το δηλώνει στην εφορία του και πληρώνει το φόρο της Εκκλησίας, κι όποιος δεν είναι, δεν είναι. Δεν χρηματοδοτεί το κράτος την εκκλησία, και είναι όλα καθαρά, κι ο καθένας έχει μια συνέπεια ως προς την ταυτότητά του, χωρίς κανείς να τον πιέζει να κάνει το σταυρό του, να αγιάζεται στα σχολεία, ή να ορκίζεται για να κάνει κυβέρνηση, ή να κάνει θρησκευτική ταφή. Στην Ελλάδα μόνο καθαρά δεν είναι τα πράγματα, υπάρχει μια τεράστια υποκρισία, ένα ψέμα. Κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, και θεωρώ αυτήν την κοροϊδία του εαυτού συστατικό στοιχείο της Κρίσης, η οποία προέκυψε από μια μη ειλικρινή σχέση με τον εαυτό μας και την πραγματικότητα».
Υποθέτω ότι, εκτός από τον Τσιώλη, ο Τζίτζης θα μπορούσε και με τον Μητροπολίτη Άνθιμο να κάνει ωραία παρέα, και πιάνει το μάτι μου μια ΕφΣυν διπλωμένη λίγο άτσαλα πιο πέρα στο τραπέζι. Εντάξει, δε μπορεί να μάς φταίει μονάχα η Εκκλησία για το χάλι μας, κι η ίδια η ταινία του μοιάζει να ‘ναι στημένη για να σατιρίσει όλη αυτή τη διαρκή αμηχανία της Αριστεράς να φτάσει σε συμπέρασμα, αυτό το ανερμάτιστο της γενικής συνέλευσης, την ζωή ως ένα ατέλειωτο αμφιθέατρο. «Α ναι, αυτό είναι πραγματικά και η ουσία της ανεκδοτολογίας της ταινίας, κι έπαιξα πολύ με αυτά, για να καταλάβουμε ότι τα πράγματα είναι και αστεία, έως και γελοία, και χωρίς χιούμορ δε βγαίνει άκρη». Τον ρωτάω μήπως το χιούμορ μασκάρει και μια πίκρα, κάποια απογοήτευση που να σχετίζεται με τον αριστερό –τον Εξαρχειακό, για την ακρίβεια– χώρο των νιάτων του. «Δεν είναι απογοήτευση», με διορθώνει, «είναι απόγνωση».
«Κοίτα», μου λέει, και κοιτάω. «Κάθε ιδεολογία, ακόμα κι ο Χριστιανισμός, αλλά και οι διάφορες φιλοσοφίες, οδηγούν σε συμπεριφορές απάνθρωπες –ο Κομουνισμός έφτασε στον Στάλιν, ο Χριστιανισμός στα ξεκληρίσματα αλλοθρήσκων. Υπάρχει η τάση να ρίχνουμε το φταίξιμο στον άνθρωπο, ότι είναι ένα ζώον και τα σκατώνει. Όμως και τις θεωρίες πάλι άνθρωποι τις φτιάχνουν, δεν έρχονται ουρανοκατέβατες. Αν προσέξεις λοιπόν τη θεωρία, το σφάλμα υπάρχει ήδη εκεί, μέσα της. Το σφάλμα της Αριστερής σκέψης, λοιπόν, το οποίο οδήγησε στην αυτοαναίρεσή της, είναι ότι στηρίζεται σε μια αίσθηση δικαίου βασισμένου στην ισότητα. Στηρίζει όλη της την θεώρηση στην έννοια της εξίσωσης: Χτυπάμε τον πλούτο, για να τον κατεβάσουμε στα μέτρα των υπολοίπων. Ωραία, άντε και την πετύχαμε. Είναι όντως η ισότητα το βαθύτερο ζητούμενο του ανθρώπου; Δηλαδή, όταν γεννιέται ένα παιδί, γι’ αυτό το ρίχνουμε στη ζωή; Τι μας κινεί στη ζωή, τι μας συγκινεί; Δουλεύουμε όλη μας τη ζωή, παλεύουμε, αγωνιζόμαστε, κυνηγάμε να χτυπήσουμε την πιο ωραία γκόμενα, γιατί; Για να είμαστε ίσοι; Ε δεν νομίζω! Εννοείται ότι τελικά θα πρέπει να είμαστε ίσοι, αυτό όμως είναι δευτερεύον, είναι μια διορθωτική παρέμβαση πάνω στην κίνηση του ανθρώπου, δεν είναι το κινούν του. Αυτό που λέγαν οι αρχαίοι, οι μετασωκρατικοί κυρίως: ποιο είναι το αγαθόν, φίλε. Το απώτερο. Βάση αυτού θα χτιστούν οι πόλεις μας, πάνω στην έννοια του αγαθού. Του τι θέλω εγώ στη ζωή μου. Εγώ δε θέλω να είμαι ίσος. Θέλω να εκπληρώσω τα φέροντά μου, τις επιθυμίες μου. Έχω εγώ τις ίδιες επιθυμίες με όλους τους άλλους για να είμαι ίσος; Κι αν εγώ θέλω την ίδια γκόμενα με εσένα, τότε φίλε μου εκεί στ’ αλήθεια να μην περιμένεις ισότητα».
«Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους πιστούς που είναι όντως πιστοί, αλλά το ότι υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες, οι οποίοι υποκρίνονται τους θρησκευόμενους μια φορά το χρόνο, ή κάθε που κάποιος παντρεύεται ή βαφτίζει, το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό για να εξηγήσω τη συμπεριφορά των Ελλήνων»
Ο Τζίτζης είχε άμεση τριβή και με το πριν, και με το μετά της εφαρμογή της ισότητας, όταν ξεκίνησε να κάνει τη ταινία του. «Το πέρασμα του θεατρικού σε ταινία είναι κάτι που είχε συζητηθεί εξ αρχής» σημειώνει, «ήταν πάντα το σχέδιο». Όταν όμως ήρθε η ώρα να μπει σε εφαρμογή το σχέδιο, όπως γίνεται συνήθως με τα σχέδια των ανθρώπων, οι θεοί έβαλαν τα γέλια: «Αμέσως μετά το θεατρικό πήγαμε να το κάνουμε την ταινία, η οποία είχε χρηματοδοτηθεί κι από την ΕΡΤ, και με το που ξεκινάμε κλείνει η ΕΡΤ! Και πλακώνουν τα χρέη, και λέω εντάξει, δε βγαίνει άκρη εδώ πέρα, όσο και να δουλεύεις πάει χαμένο. Κάνουμε δουλειά για να βγούμε με χρέη, και να φάμε και ξύλο. Έκλεισα τα βιβλία, τα πάντα, και πήγα πίσω στο Βερολίνο». Εντάξει όμως, μετά την ΕΡΤ ήρθε η ΝΕΡΙΤ. «Ναι, η οποία είπε εντάξει, θα σας δώσουμε τα μισά λεφτά, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου τα άλλα μισά, και ήρθα πίσω να κάνουμε την ταινία. Ε, στη μέση των γυρισμάτων μάς πλακώσανε τα capital controls! Εκεί να δεις τα ωραία, που δεν είχαμε λεφτά για τίποτα. Βγάζαμε ό,τι είχαμε όλοι στην τσέπη μας, το συνεργείο και οι ηθοποιοί είπανε μη το συζητάτε θα την κάνουμε την ταινία, και κάναμε γύρισμα και δεν είχαμε μία. Μία! Γιατί μια ταινία έχει έξοδα, δεν είναι τα 400 στην ουρά, που θα περιμένεις για να βγάλεις τη βδομάδα…».
Εντάξει, πάντως για να ζει κάποιος στο Βερολίνο, και να επιμένει να γυρίζει ταινίες στην Ελλάδα, με όλα αυτά τα ανάποδα, δεν μπορεί, κάποια λόξα θα έχει. «Εγώ διεθνή ταινία ήθελα να κάνω», μού λέει. «Με τις δυο προηγούμενες ταινίες μου, το Σώσε με και τα 45 Τετραγωνικά, είχα ξεκινήσει μια τριλογία για τη γυναίκα και την πόλη, την οποία ήθελα να κλείσω στο Βερολίνο. Αλλά μετά σκάει η Κρίση, και δεν μπορώ να ησυχάσω ρε Ιωσήφ. Δηλαδή, η ερώτησή σου είναι πολύ εύλογη, αλλά εγώ το αντίθετο ένιωθα. Ότι “καλά ρε φίλε, στη χώρα σου καίγονται, κι εσύ έρχεσαι τώρα να μας κάνεις γερμανική ταινία”; Δηλαδή, σα να μη δικαιούμαι, ως Έλληνας, να αγνοήσω αυτό που συμβαίνει εδώ και να μην κάνω κάτι γι’ αυτό. Σχεδόν αισθάνομαι ότι η ελληνική πραγματικότητα και η ελληνική πολιτική κατάσταση, μού αφαιρούν το δικαίωμα να έχω πολιτική πρόταση για την Ευρώπη, ή για τον κόσμο! “Κάνε κουμάντο στη χώρα σου, βρες τα εκεί, κι έλα μετά να μάς πεις τις μεγάλες σου τις θεωρίες”, κατάλαβες; Δεν μπορώ να απογαλακτιστώ, είναι αυθόρμητο».
Είναι κι αυτό το σύνδρομο του Οδυσσέα που έχουν οι μετανάστες της γενιάς του, μπορεί να υποθέσει κανείς, μήπως όμως είναι και το γεγονός ότι ζει στη Γερμανία, τη χώρα-τοτέμ των κατάρων των Ελλήνων, ένας παράγοντας της νοσταλγίας του; «Μου κάνει εντύπωση το πώς η Γερμανία έχει γίνει αυτό το τοτέμ», λέει γελώντας, «και ειδικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο προσφυγικό, όπου η Ελλάδα μόνο έναν σύμμαχο έχει σ’ όλην αυτήν την κόντρα που τρώει, κι είναι η Γερμανία», συμπληρώνει. «Δεν έχω διαγνώσει εγώ κάποια κακή πρόθεση ενάντια στην Ελλάδα δηλαδή, και ούτε έχουν και κανέναν λόγο να ασχολούνται με την καταστροφή της Ελλάδας, ούτε να την αγοράσουνε για ένα πιάτο φακή. Αυτό που προσπαθούν είναι να σώσουν τον κώλο τους, και την Ευρώπη μαζί, που είναι το βρακί τους. Να κρατήσουν σ’ ένα επίπεδο τη δική τους οικονομία, η οποία παράλληλα να λειτουργεί σ’ ένα πλαίσιο ευρωπαϊκό. Άσε που δεν πιστεύω ότι θέλουν να καταλύσουν το ευρωπαϊκό πλαίσιο και να κάνουν τη μεγάλη Γερμανία. Ούτε το έχω δει, ούτε μού έχει προκύψει από πουθενά».
Πάει, αποξενώθηκε κι αυτός, έγινε διπλός κατάσκοπος, κι έρχεται εδώ να μάς πουλήσει φούμαρα τού λέω, οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, και γελάει. «Εγώ το αντίθετο προσπαθώ να κάνω», ισχυρίζεται, «να κατασκοπεύσω τους Γερμανούς δηλαδή, κι αυτό που έχω καταλάβει, αυτό που έχω εντοπίσει ως το μεγαλύτερο πρόβλημά τους, είναι ότι είναι ο ορισμός αυτού που λέμε νοικοκυραίοι. Δεν είναι τυχαίο που μαγαζιά τύπου Praktiker σαρώνουν στη Γερμανία, οι άνθρωποι φτιάχνουν τα σπίτια τους μόνοι τους, έχουν όλοι γκαράζ με εργαλεία που φτιάχνουν τις αποθήκες τους, τα τέτοια τους, είναι νοικοκύρηδες σε σημείο αηδίας. Μια νοικοκυροσύνη που στερείται ευφυίας, και έχει μια αυστηρότητα πολύ εύκολα παρεξηγήσιμη. Δεν κάνουν τρίπλες ρε παιδί μου, δεν κάνουν παιχνίδι. Δεν έχουν την τρέλα των Γάλλων, τη μυθολογία των Ισπανών, είναι νοικοκύρηδες. Γι’ αυτό και δεν κάνουν και μεγάλη τέχνη και μεγάλο σινεμά». Χαλάλι τους όμως, γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ. Ε;