Πριν έρθει η κρίσιμη αυτή μέρα που θα πραγματοποιούνταν το Heavy By The Sea, δύο ήταν τα σημαντικότερα ζητήματα που συζητούσαν όλοι στα διαδικτυακά πηγαδάκια: το ρίσκο των διοργανωτών να φέρουν μια μπάντα όπως οι Deftones στην Αθήνα (ειδικά από τη στιγμή που το εγχώριο κοινό τους δεν είναι και το πιο «κραχτό») και η απαξίωση ορισμένων μεταλλάδων που έβριζαν το συγκρότημα και απειλούσαν (εδώ γελάμε) ότι θα φύγουν πριν την εμφάνιση των headliners, δηλώνοντας έτσι την πλήρη απαξίωσή τους. Το καυτό μεσημέρι της 23ης Ιουνίου μας βρήκε στην Πλατεία Νερού, όπου κάτω από το λιοπύρι προσπαθήσαμε να βγάλουμε άκρη μόνοι μας.
Το ανάμεικτο κοινό (μαυροφορεμένοι παρά τη ζέστη και «μη κατηγοριοποιήσιμοι εμφανισιακά» μουσικόφιλοι) ήδη πριν ανοίξει για τον κόσμο ο χώρος της διοργάνωσης είχε μαζευτεί για να τιμήσει τη δεύτερη συνεχόμενη χρονιά του φεστιβάλ, αν και ο χώρος –δεδομένης της αλύπητης ηλιοφάνειας- δεν κρίνεται και ως ο καταλληλότερος για μια συναυλία που ξεκινά από νωρίς το απόγευμα μιας καλοκαιρινής ημέρας. Με μικρή καθυστέρηση, οι πύλες ανοίγουν και η πλειοψηφία του κόσμου στήνεται μπροστά από τη μεγάλη σκηνή.
Ακριβώς δίπλα, στη μικρή σκηνή, λίγη ώρα μετά, το άχαρο έργο της έναρξης του event επωμίστηκαν οι Revenge of The Giant Face με ένα μικρό σετ. Μέχρι στιγμής το με math αναλογίες core τους δεν έχει ακουστεί σε κάποιο φεστιβάλ, παρά μόνο σε μεμονωμένες εμφανίσεις σε ορισμένα κλαμπ. Οι διαγωνιζόμενοι του Red Bull Bedroom Jam ανεβαίνουν επί σκηνής υπό τους ήχους του «You’re the best around» (ναι, από το Karate Kid) και ξεκινάνε χωρίς πολλά-πολλά. Πολύπλοκοι ρυθμοί, squealing φωνητικά, χαμόγελα και χαβαλέδες επί σκηνής, τραβάνε το πλήθος προς το μικρό stage και ανοίγουν το πρώτο pit της ημέρας. Και όχι μάταια, έχουν άποψη στο πώς να φιλτράρουν τους Dillinger Escape Plan και να τους μπολιάσουν με αμερικάνικης λογικής metalcore χωρίς να καταφεύγουν στα βαρετά και τετριμμένα κλισέ του ιδιώματος (επιτέλους μια μπάντα χωρίς βαρετά breakdowns διάολε)! Υποστηρίξτε τους, ετοιμάζουν και το πρώτο τους LP που αναμένεται γευστικότατο.
Συνέχεια στο core πρόγραμμα με τους «δικούς μας» ήρωες Tardive Dyskinesia. Το τεχνικό intelligent metalcore τους έχει προσελκύσει μια σημαντική μερίδα οπαδών, μέρος της οποίας έσπευσε να τους υποδεχτεί με σηκωμένα χέρια κάτω από τον καυτό ήλιο. Απτόητοι, όμως, παρουσίασαν ένα δείγμα του υλικού τους, με κάποια αρχικά προβλήματα στον ήχο που με την ώρα βελτιώθηκαν. Όσοι τους έχετε πετύχει είτε ως support είτε ως «οικοδεσπότες» ενός live, ξέρετε πάνω-κάτω τι έγινε.
Από τα νταραβέρια με την hardcore, περνάμε σε πιο groovy ρυθμούς, ο ταιριαστός ήχος για να συνοδεύσει τη ντάγκλα της ζέστης και τις πρώτες μπύρες της ημέρας. Νοητικά τηλεμεταφερόμαστε σε κάποιο μπαράκι της Lousiana, όπου οι Planet of Zeus επιδίδονται στο αντρίκειο, χορευτικό stoner τους που χτυπάει καρφί στην τεστοστερόνη. Τα sold out live τους έχουν αποδείξει την αγάπη του κόσμου προς αυτούς, τα sing alongs πάνε και έρχονται, το σύνθημα «Σεξ και βία στον Πλανήτη Δία» ακούγεται ανάμεσα στα κομμάτια και γενικώς επικρατεί μια party διάθεση. Διασκεδαστικότατοι, αν και μακριά από τους ήχους που προτιμώ πλέον.
Οι Nightstalker παραείναι ψυχεδελικοί για τα γούστα μου, μα αναγνωρίζω τη συνεισφορά τους στην ελληνική σκηνή και την ποιότητα των συνθέσεων τους. Φαίνεται και από τη λατρεία του κόσμου στο πρόσωπο του Αργύρη και του σιναφιού του ότι δεν είναι απλά άλλη μια μπάντα, μα οι κυρίαρχοι της εγχώριας stoner σκηνής. Ο ήλιος αρχίζει να καταλαγιάζει ενώ κομμάτια όπως τα «Dead rock commandos», «Trigger happy», «Superfreak» και «Baby, God is dead» φτιάχνουν μια rockin’ έρημο ακριβώς δίπλα από τη θάλασσα. Το must κλείσιμο με «Children of the sun» αναλαμβάνει το ρόλο της «κατακλείδας» της εμφάνισής τους μα και της μικρής δεύτερης σκηνής, αφήνοντας τον κόσμο ικανοποιημένο. Εμένα επιτρέψτε μου να προτιμώ το «Children of the sun» των Dead Can Dance και έτσι όλοι είμαστε εντάξει.
Και κάπως έτσι ήρθε η ώρα να περάσουμε στα αποκρυφιστικά μονοπάτια των Behemoth. Όταν ήμουν έφηβος (μέχρι και το Demigod, δηλαδή) καιγόμουν να τους δω. Μετά υπέγραψαν στη Nuclear Blast, «πλαστικοποιήθηκαν» και έχασα το ενδιαφέρον μου. Η ευκαιρία να αναθεωρήσω μου δίνεται, μα αναθεωρώ; Μπα, μάλλον βαριέμαι. Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι φταίξιμο της μπάντας, έχει αποφασίσει προς ποια μονοπάτια του αποκρυφιστικού death metal θέλει να κινηθεί, και αυτά δεν είναι τα μουχλιασμένα μπουντρούμια του underground, μα οι χλιδάτες στοές του εμπορικού death. Θεατρικότητα και τεχνική συνέρχονται εις σάρκα μία, ένα σόου με δαυλούς, βάψιμο προσώπων και ανελέητες δίκασες/ανεβοκατεβάσματα στα τάστα, μοιρασμένα φωνητικά ανάμεσα στον μπροστάρη Nergal, τον μπασίστα Orion και τον δεύτερο κιθαρίστα Seth, συνοδευόμενα από προτροπές στο κοινό να συνεχίσει το moshing. Τίμιοι σε αυτό που αντιπροσωπεύουν, ικανοποίησαν το κοινό τους και θα ικανοποιούσαν όποιον αρέσκεται στον ήχο τους μα δε μπορούσε να παρευρεθεί (έπαιξαν και παλιό υλικό όπως το «Slaves shall serve» και το χιτάκι «Decade ov Therion»). Δύο παρατηρήσεις, όμως: πρώτον, πιστεύω πως το στυλ τους ταιριάζει περισσότερο σε μια headlining εμφάνιση σε κλειστό χώρο και, δεύτερον, εφόσον έχουμε, πλέον, σχήματα όπως τους Teitanblood και τους «ντόπιους» Dead Congregation, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε μαζί τους σε τέτοιο βαθμό.
Τους Ghost τους είχα απολαύσει στην προηγούμενή τους ελληνική εμφάνιση στο φεστιβάλ με Candlemass, Trouble, Hell και Lord Vicar. Τότε αν και περίμενα τα χειρότερα, δεδομένου και του ξαφνικού hype του ονόματός τους, ψάρωσα. Σε σημείο να θέλω να τους ξαναδώ. Ειδικά από τη στιγμή που στο δεύτερο τους δίσκο άφησαν τα πολλά-πολλά με τους Mercyful Fate και έπιασαν τους Beach Boys και (μάλλον) τους Aphrodite’s Child, έγιναν ένα όνομα πολύ πιο ενδιαφέρον κατ’ εμέ. Ο ήλιος έχει πέσει για τα καλά, τα ανώνυμα Ghouls ανεβαίνουν στη σκηνή, οι πρώτες νότες του «Infestissumam» ακούγονται και ο Papa Emeritus II εμφανίζεται.
Ομιλητικότερος αυτή τη φορά, χωρίς σημαντικές διαφορές στην επί σκηνής παρουσία τους, παρουσίασαν τη σατανική, feelgood vintage rock τους στο πλήθος του Heavy By The Sea, το οποίο έδειξε να ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό. Κομμάτια όπως το «Con Clavi, Con Dio», το «Ritual», το «Stand By Him», το «Year Zero» και το «Monstrance Clock» ομορφαίνουν με ένα «διαβολικό» τρόπο το βράδυ μας, μα η αμεσότητα και η ατμόσφαιρα της εντός θυρών εμφάνισής τους δεν επιτυγχάνεται, παραμένοντας ένα μεγάλο πάρτυ. Παράπονο, και ίσως μικρό, μα η ώρα για το πρώτο headline live τους σε κάποιον κλειστό συναυλιακό χώρο πρέπει να έρθει κάποια στιγμή. Και ας ήταν αξιοπρεπέστατοι και διασκεδαστικότατοι.
Ώρα για τους headliners της βραδιάς. Μια μπάντα που, αν και μετρά 26 χρόνια ύπαρξης, μας τιμά τώρα με την παρουσία της. Μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα, ο κόσμος υποδέχεται με υστερία τον Chino Moreno και την παρέα του επί σκηνής. Δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο stage show, κάποιο συνοδευτικό βίντεο ή κάτι παρόμοιο, μόνο τη μουσική και την παρουσία τους. Και αν ξεκινάς με «Diamond Eyes» τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά. Τίποτα. Σε εκπληκτική φόρμα και οι πέντε τους, με τον Chino να κλέβει τα βλέμματα, είτε με την ερμηνεία του ως τραγουδιστής, είτε με το συνδυασμό της φωνής του με την ηλεκτρική του κιθάρα –όταν την έπιανε δηλαδή-, ενώ δεύτερος κατά σειρά έρχεται ο ενεργητικότατος μπασίστας και «βοηθός» με τα φωνητικά του, Sergio Vega. Παλιά και νέα αριστουργήματα της μπάντας ακούγονται, με προσωπικές κορυφώσεις τη μαύρη τρύπα πεσιμισμού που άνοιξε στο «My own summer», τη συγκλονιστική εκτέλεση του «Romantic Dreams», την παράνοια του «Poltergeist», την ανατριχίλα του «Change (in the house of flies)» –με όλο το κοινό να ζητωκραυγάζει- και το ξέσπασμα/φινάλε του «7 words». Από πλευράς απόδοσης δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, ας πούμε ότι μουσικά παραμένουν working class heroes που αφοσιώνονται στο πώς παίζουν και διοχετεύουν την ενέργειά τους στα κομμάτια τους παρά στο πώς τα ντύνουν με εξωγενή στοιχεία. Τι nu metal ρε; Αυτό που βιώσαμε θυμίζει πολύ περισσότερο πρωτόλειο, τσιτωμένο μα και ευφυές post hardcore.
Η φετινή διοργάνωση διόρθωσε πολλά από τα προβλήματα της περσινής χρονιάς (κυρίως τεχνικού-ηχητικού χαρακτήρα) μα και πρόσφερε ένα όνομα που διανύει δεύτερη νιότη για headliners, όπως και ένα ευρύ φάσμα ήχου με την πληθώρα των συγκροτημάτων. Ας ελπίσουμε ότι του χρόνου θα συνεχιστεί ο θεσμός, καθώς μόνο θετικό πρόσημο και διάθεση βελτίωσης, μα και ρίσκου έχει επιδείξει προς το παρόν. Κι ας μην ήταν υπερβολικά μεγάλη η προσέλευση.
Δείτε ακόμη περισσότερες φωτογραφίες από το Heavy by the Sea στο blog του Θοδωρή Μάρκου.