Ένα από τα πιο κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ο «Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος» του Άλντους Χάξλεϋ παρουσιάζεται σε παγκόσμια πρώτη, παράλληλα με τον Λονδίνο, σε μια θεατρική σκηνή της Αθήνας. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κόσμος του Χάξλεϋ;
Σε αντίθεση με τον κόσμο του Όργουελ, που επιβάλλεται από το αυταρχικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού, στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο οι άνθρωποι ελέγχονται μέσω των ηδονών τους. Προκαθορίζονται να μην αισθάνονται, να απέχουν από την μόρφωση, να λατρεύουν την τεχνολογία και πάνω απ’ όλα την πανομοιότητα. «Μετά την Οικονομική Κατάρρευση ο κόσμος είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο: να αυτοελεγχθεί ή να εκλείψει» ….
Για να λυθούν όλες οι απορίες η Popaganda μίλησε με την Δήμητρα Τάμπαση, που ανέλαβε το παράτολμο εγχείρημα να διασκευάσει, να αποδώσει θεατρικά και να σκηνοθετήσει το συγκεκριμένο έργο. Και η πρώτη απορία είναι εύλογη: Πώς κι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας μεταφέρεται για πρώτη φορά στα χρονικά στο θέατρο; «Μα γιατί η δυσκολία του να αποδοθεί το βιβλίο ως θεατρικό βρίσκεται στην πύκνωση. Ειδικά τα 3 πρώτα κεφάλαια είναι σαν να διαβάζει κανείς δοκίμιο». Συνεπώς πρέπει να υπήρξε κάποιο κλειδί για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία, «Ναι, εστίασα στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, στην σχέση του ανθρώπου με την επιστήμη και στη σχέση του ανθρώπου με τον άλλο άνθρωπο. Αυτοί είναι οι άξονες πάνω στους οποίους επέλεξα να εργαστώ και δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Πέντε μήνες δούλευα για αυτό» Ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα λοιπόν.
Η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό: «Είμαι πολύ ένθεη. Πιστεύω στον Θεό, σε αυτή την ανώτερη δύναμη. Βλέπω ότι γύρω μου αυτό δεν υπάρχει, ούτε στους νέους, ούτε στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο γιατί βλέπω ότι ο άνθρωπος κινείται σαν να μην το έχει ανάγκη, σαν να είναι ο ίδιος ανώτερος όλων. Επέλεξα να ξεκινάει το έργο με τη Γέννεση όπου φαίνεται ότι ανεξάρτητα από το αν υπάρχει θεός ή όχι ο άνθρωπος έχει πάρει ήδη τον ρόλο του. Εάν οι άνθρωποι δεν πίστευαν ότι είναι το ανώτερο είδος τότε δε θα φερόντουσαν όπως φέρονται τώρα. Εννοώ ότι τα ζώα που έχουν μια άλλη σχέση με τη φύση άρα και με τον Θεό έχουν μια άλλη, ταπεινή συμπεριφορά. Οι άνθρωποι έχουν εξισώσει τον εαυτό τους με τον Θεό και γεννάμε ανθρώπους κατ’ επιλογή, προγραμματίζουμε και προκαθορίζουμε οι άνθρωποι που θα γεννηθούν να είναι γεννητικά τέλειοι, διαλέγουμε πια ακόμη και το φύλο, προκαθορίζουμε την μάθηση και την ευφυία μέσω της προπαγάνδας»
Ο άνθρωπος και η επιστήμη: «Αυτή η σχέση εννοείται ότι συνδέεται με την προηγούμενη. Ο άνθρωπος ανακάλυψε την επιστήμη για να καταλάβει τον κόσμο γύρω του. Εάν θέλεις να αναλύσεις πάρα πολύ αυτό που συμβαίνει τότε παύεις να πιστεύεις στο μεταφυσικό, στη στιγμή, στο συναίσθημα γιατί όλα πρέπει να τα αναλύεις με βάση τη λογική και τη γνώση. Ο άνθρωπος όταν άρχισε να επικεντρώνεται στην επιστήμη όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τις ασθένειες και να λύσει τα προβλήματα της καθημερινής διαβίωσης αλλά και να καταλάβει το γενικότερο πλαίσιο αλλά και να το ελέγξει έχει γίνει αυτό που έχει γίνει σήμερα. Το να δομείς τον εαυτό σου μέσω ενός τεχνολογικού κόσμου και να ζεις και να ελέγχεις τα πάντα μέσω αυτού η ιστορία έχει δείξει ότι είναι μόνο για κακό.
Ο άνθρωπος προς τον άλλο άνθρωπο «Πάλι νομίζω ότι ξεκινάει από την πρώτη σχέση δηλαδή του ανθρώπου με τον Θεό. Δηλαδή όταν είσαι πραγματικά ένθεος αγαπάς τους ανθρώπους, όσο μπορείς. Όταν ο άνθρωπος έχει τον πλήρη έλεγχο δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να αγαπήσει έναν άλλον άνθρωπο. Ο καλύτερος τρόπος για να ελέγξεις τους ανθρώπους είναι μέσω της ψευδαίσθησης ότι είναι ευτυχισμένοι, όπως λέει ο Χάξλεϋ μέσα στο κείμενο. Το ότι οι μισοί έλληνες πια παίρνουν xanax νομίζω ότι δικαιώνει αυτό που υποστηρίζει ο συγγραφέας».