Το βιβλιοπωλείο «Λεμόνι» γεννήθηκε το 1998 στον πεζόδρομο της Ηρακλειδών στο Θησείο. Ο Σπύρος Ξένος, εκεί γύρω στα 35 του, κι ενώ πριν δεν είχε καμία επαγγελματική σχέση με τον χώρο του βιβλίου αποφάσισε να γίνει βιβλιοπώλης. Την απειρία του αντιστάθμιζε η γνήσια, βαθιά αγάπη του για τη λογοτεχνία και οι γνώσεις του, γνώσεις που απέκτησε και συνεχίζει να αποκτά συνεχώς ακριβώς εξ αιτίας αυτής της αγάπης.
Λίγο καιρό αργότερα ο Αυγουστίνος Γαρουφαλλής έγινε ο δεύτερος βιβλιοπώλης του «Λεμονιού». Εδώ και πολλά χρόνια αποτελούν το ντουέτο των πιο ενημερωμένων ιδιοκτητών βιβλιοπωλείου.
Εάν θέλεις να μάθεις για νέες εκδόσεις, για αξιόλογες μεταφράσεις, να ανακαλύψεις σπουδαία αλλά παραγνωρισμένα αναγνώσματα παλιότερων περιόδων ο Αυγουστίνος και ο Σπύρος είναι οι άνθρωποι σου.
Το χαρακτηριστικό που μοιράζονται είναι το πάθος που έχουν να μιλούν για βιβλία. Και την πρώτη φορά που θα έρθεις στο «Λεμόνι» σίγουρα κάτι θα μάθεις, θα σου προτείνουν τι οι ίδιοι αγαπούν, θα σε ακούσουν για το τι εσύ αναζητάς. «Μα το θέμα είναι ότι όσο μαθαίνεις εσύ άλλο τόσο μαθαίνω κι εγώ όταν έρχεσαι στο βιβλιοπωλείο και μιλάμε για βιβλία» είναι η κοινή αντιμετώπιση και των δύο για τους πελάτες τους, γι’ αυτό ίσως αναπτύσσουν τόσο ιδιαίτερη, εντελώς διαδραστική, σχέση με αυτούς. «Τη δουλειά σου αλλά και κάθε σχέση στη ζωή σου πρέπει να την αντιμετωπίζεις ως ερωμένη, γιατί αν γίνει σύζυγος χάνεται το πάθος, θα βαρεθείς και θα σε βαρεθεί κι αυτή. Σε όλα μας πρέπει να είμαστε εραστές», λέει ο Αυγουστίνος.
«Αντιμετωπίζω τη λογοτεχνία σαν ένα τόπο αλλού, ποτέ δεν είμαι σίγουρος αν είναι φανταστικός. Πάντα έχω ένα ερωτηματικό αν όλα αυτά που διαδραματίζονται και περιγράφονται σε ένα βιβλίο θα μπορούσαν να είναι και πραγματικά», εξηγεί ο Σπύρος.
Ένα χαρακτηριστικό του βιβλιοπωλείο «Λεμόνι» είναι το πολύ μικρό του μέγεθος, γύρω στα 20 τ.μ. Η γέννηση του σε μια εποχή που ξεφύτρωναν τα μεγάλα βιβλιοπωλεία ήταν ένα ρίσκο, ένα ρίσκο που πέτυχε. Σε έναν τόσο μικρό χώρο δεν μπορείς παρά να αντιμετωπίσεις τον άνθρωπο που θα έρθει σαν κάποιο πολύ κοντινό σου. Ο Αυγουστίνος λέει ότι οι πελάτες που πλέον είναι θαμώνες, και αυτοί αποτελούν την πλειονότητα στο «Λεμόνι», είναι γι’ αυτόν συγγενείς.
Όλα αυτά φαντάζουν ίσως ιδανικά, ίσως ουτοπικά. Λίγο χρόνο όμως να αφιερώσεις και να κάτσεις στα φιλόξενα τραπεζάκια στον πεζόδρομο ή στον εσωτερικό χώρο του βιβλιοπωλείου ή ακόμη και στην χαριτωμένη αυλή του -που το καλοκαίρι φιλοξενεί παρουσιάσεις βιβλίου- απλώς συνειδητοποιείς ότι είναι η καθημερινότητα του Σπύρου και του Αυγουστίνου. Όση ώρα ήμασταν εκεί, ο φωτογράφος κι εγώ, παρατήρησα ότι οι δύο βιβλιοπώλες ήξεραν με τα μικρά τους ονόματα όσους έμπαιναν στο μαγαζί. Ένας κύριος πήρε βιβλία συνολικής αξίας περίπου 150 ευρώ και είπε στον Αυγουστίνο «Ξέρεις ότι δεν χωρούν όλα σπίτι, παίρνω αυτό μαζί μου για την ώρα, τα υπόλοιπα σιγά σιγά» κι αυτό ήρθε απολύτως φυσικά όπως και η κυρία που άρχισε να συζητά με τον Σπύρο για έναν νέο μεταφραστή από τα γαλλικά.
Το «Λεμόνι» που έχει όλα τα σωστά χαρακτηριστικά ενός απόλυτα ζεστού, φιλόξενου, οικείου χώρου και αποτελεί ταυτοχρόνως μια μικρογραφία γειτονιάς που όλοι οι γείτονες έχουν το ίδιο πάθος, έχει ξεφύγει προ πολλού από τον χαρακτηρισμό «συνοικιακό» βιβλιοπωλείο, όχι μόνο γιατί είναι πραγματικά απίστευτος ο πλούτος γνώσεων αλλά το μεράκι των ιδιοκτητών του αλλά και γιατί εξ αιτίας τους κάθε λάτρης του βιβλίου έρχεται εδώ από κάθε γωνιά της Αθήνας, ειδικά αν αγαπά την ποίηση και βιβλία που ίσως δε θα βρει εύκολα σε ένα μεγάλο μεν, λογικής σούπερ μάρκετ δε, βιβλιοπωλείο.
Στο τόσο δα χώρο του φιλοξενούνται συχνά εικαστικές εκθέσεις, γιατί αν υπάρχει θέληση όλοι οι καλοί χωράνε. Αυτή την περίοδο στο «Λεμόνι» παρουσιάζεται η έκθεση «Ο τόπος των ονείρων», με έργα επτά καλλιτεχνών και συγκεκριμένα των Ηώς Αγγελή, Αλέξανδρου Ίσαρη, Λίζης Καλλιγά, Ισμήνης Καρυωτάκη, Βασιλικής Πανταζή, Μάριου Σπηλιόπουλου και Εύης Τσακνιά.
Λίγο πριν φύγω ο Σπύρος λέει ότι θέλει να μου δωρίσει ένα βιβλίο. Παίρνει στα χέρια του το μυθιστόρημα «Τα αστέρια του Σιντί Μουμέν» του μαροκινού συγγραφέα Mahi Bibebine (μετάφραση Έλγκα Καββαδία, εκδόσεις Άγρα) και μου εξηγεί την υπόθεση και ότι θέλει να μου δώσει ένα βιβλίο που αγαπά. «Θα το διαβάσεις; Θέλω να σου δώσω ένα βιβλίο που το βρήκα εξαιρετικό. Ωραία. Περιμένω οπωσδήποτε να μου πεις πώς σου φάνηκε».
Βγαίνοντας έξω στον πεζόδρομο έχω καταλήξει ήδη ότι δεν γίνεται να μην αγαπήσεις το «Λεμόνι» αν αγαπάς τη λογοτεχνία.