Από τις αρχές του νέου έτους, κάθε Σάββατο, στις 17.00, βρίσκομαι στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος για τις προβολές του ντοκιμαντέρ Στο Σώμα Της.
Το ντοκιμαντέρ καταγράφει μια θρησκευτική παράδοση της Θηρασιάς, το άγνωστο έτερον ήμισυ της Σαντορίνης, που λέγεται «Δεκαπέντε». Κάθε χρόνο, στις 31 Ιουλίου, οι «δεκαπεντάριδες» μετακομίζουν στην ανενεργή Μονή της Κοίμησης στο νότιο άκρο του μικροσκοπικού νησιού. Μένουν για δεκαπέντε μέρες στα κελιά της Μονής προετοιμάζοντας το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου μετά από το οποίο επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Για δύο συνεχόμενα καλοκαίρια παρέα με τη Ζωή Μαντά, φωτογράφο της ταινίας, καταγράψαμε αυτό τον εφήμερο σουρεαλιστικό μικρόκοσμο που μοιάζει σαν μια ζωντανή καρτ–ποστάλ από το πρόσφατο παρελθόν. Μετά από άλλα δύο χρόνια μοντάζ με την Σμαρώ Παπαευαγγέλου το ντοκιμαντέρ ολοκληρώθηκε.
Φτάνοντας στη διανομή, τα βρήκα σκούρα: ελληνικό ντοκιμαντέρ, μεγάλου μήκους, με πρωταγωνίστριες ηλικιωμένες θρησκευόμενες γυναίκες. Η περιγραφή προκαλεί σαρκαστικό μειδίαμα και στον πιο καλοπροαίρετο έλληνα διανομέα. Μ’ άλλα λόγια, as bad as it gets. Εντάξει, τουλάχιστον η ταινία δεν είναι ασπρόμαυρη…
Η μάχη της διανομής είναι η πιο άνιση που καλείται να δώσει κάθε κινηματογραφιστής.
Μετά από πολύμηνες προσπάθειες κατάφερα να εξασφαλίσω δύο Σαββατιάτικα απογέματα του Ιανουαρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Ώρα έναρξης προβολής: 17.00. Σίγουρα όχι ιδανική για την προσέλκυση κοινού. Από την άλλη, μια ώρα όπου παίζεις χωρίς ανταγωνισμό.
Προκειμένου να δώσω ένα έξτρα κίνητρο στο κοινό, μετά από κάθε προβολή ακολούθησε συζήτηση με εκλεκτούς καλεσμένους – Εύα Στεφανή, Άγγελος Φραντζής, Λευτέρης Χαρίτος, Ηλέκτρα Βενάκη, Φίλιππος Κουτσαφτής, Κλαίρη Παλυβού, Ίρις Τζαχίλη, Μάρθα Μαυροειδή, Μιράντα Τερζοπούλου. Το κοινό ανταποκρίθηκε, η αίθουσα γέμισε, τα δυο Σάββατα γίνανε τέσσερα κι αυτή τη στιγμή οδεύουμε προς το έκτο, με άλλα δύο επιβεβαιωμένα.
Όλα αυτά τα βαρετά είναι ταυτόχρονα πολύ ουσιαστικά για όποιον ασχολείται με τον ελληνικό κινηματογράφο. Η μάχη της διανομής είναι η πιο άνιση που καλείται να δώσει κάθε κινηματογραφιστής. Απέναντί του έχει ένα τυχοδιωκτικό και πελαγωμένο δίκτυο διανομής, κι ένα κοινό αρνητικά προδιατεθειμένο προς την εγχώρια παραγωγή. Και κάπως έτσι, οι περισσότεροι κινηματογραφιστές εγκαταλείπουν από νωρίς τα όπλα και οι ταινίες δεν φτάνουν στους θεατές ρίχνοντας νερό στον μύλο του αφηγήματος «ο κόσμος δεν πάει να δει ελληνικό σινεμά γιατί το ελληνικό σινεμά είναι μάπα». Το πρόβλημα δεν είναι ότι το ελληνικό σινεμά απογοητεύει το κοινό του. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει κοινό.
Σηκώνει πολύ συζήτηση το πώς χτίζεις αυτό το κοινό. Σίγουρα όχι με ιδεοληπτικούς αφορισμούς. Σίγουρα ναι με κινήσεις όπως Η Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Σινεμά. Με άλλα λόγια, με πολύ κόπο, σκέψη και συνεργασία, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι μας ενδιαφέρει να έχουμε κοινό για το εγχώριο σινεμά.
Αυτά τα πέντε Σάββατα περάσανε από την Ταινιοθήκη φίλοι, συγγενείς, γνωστοί και λιγότερο γνωστοί αλλά κι – ευτυχώς – πάρα πολλοί άγνωστοι. Άγνωστοι θεατές που μάθανε για την ταινία κι αποφάσισαν να περάσουν το απόγευμα του Σαββάτου τους βλέποντας ένα ελληνικό ντοκιμαντέρ. Από αυτούς τους αγνώστους, πολλοί παρακολούθησαν τις ομιλίες μετά τις προβολές και μοιράστηκαν το βίωμα της θέασης μαζί μας. Μια υπάλληλος από τον δήμο Κηφισιάς εξομολογήθηκε το πόσο την γαλήνεψε η ταινία. Το επόμενο Σάββατο ξανάρθε, συνοδεύοντας την ηλικιωμένη μητέρα της. Ένας φοιτητής Καλών Τεχνών δήλωσε μαγεμένος από την εικαστικότητα της ταινίας. Έχει έρθει σε τρεις συνεχόμενες προβολές. Πρωτόγνωρα πράγματα για ελληνική διανομή.
Υπήρξαν φυσικά και θεατές που δεν επικοινώνησαν με το έργο. Το να ταυτιστείς με τον Άλλο είναι συχνά επίπονο, ιδίως αν σας χωρίζουν ιδεολογικά φαράγγια. Αλλά και πέρα από ιδεολογίες, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Δεν είναι όλες οι ταινίες για όλους. Το σημαντικό είναι ότι κι αυτοί οι θεατές φτάσανε ως την αίθουσα. Είναι μερικοί ακόμη θεατές για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Η πιο συγκινητική στιγμή αυτής της διαδρομής ήταν το Σάββατο που ήρθε στην Ταινιοθήκη η κυρία Ειρήνη Βελούδου, η πρωταγωνίστρια της ταινίας. Μια αναλφάβητη συνταξιούχος καθαρίστρια που πέρασε μια ζωή σκληρής βιοπάλης στον Πειραιά, φροντίζοντας κάθε χρόνο, ανελλιπώς, να επιστρέφει στην Μονή της Κοίμησης για να «δεκαπεντίσει». Η κυρία Ειρήνη παρακολούθησε την ιστορία της επί της οθόνης κατασυγκινημένη. Βγαίνοντας από την αίθουσα πολλοί θεατές την πλησίασαν για να την επαινέσουν. Η συνάντησή της με το κοινό με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο ουρανοκατέβατη υπήρξε η άφιξη της κάμερας μας στη Μονή. Πόσο απροσδόκητο ήταν για αυτές τις ηλικιωμένες γυναίκες, απομονωμένες στην άκρη της Θηρασιάς, να βρεθεί ξαφνικά κάποιος για να τους δώσει τη δυνατότητα να μοιραστούν την ιστορία τους. Στις 4G μέρες μας το δημόσιο βήμα είναι μια καθημερινή εμμονή. Για αυτές τις γυναίκες όμως ήταν ένα ανέλπιστο δικαίωμα.
Κάθε Σάββατο, μετά τις προβολές, υπάρχουν θεατές που βγαίνουν από την αίθουσα με υγρά μάτια. Άνθρωποι που γνωρίζω κι άνθρωποι που δεν γνωρίζω. Άνθρωποι τόσο ετερόκλητοι μεταξύ τους – ηλικιακά, κοινωνικά, ταξικά – που με κάνουν να αναρωτιέμαι: από πού πηγάζει αυτή η κοινή συγκίνηση;
Το συζητάγαμε το περασμένο Σάββατο με τη Ζωή. Η απάντηση της ήταν «η απώλεια». Η απώλεια της γιαγιάς, του φυσικού τοπίου, της παιδικής ηλικίας, της ησυχίας, της γαλήνιας θερινής πλήξης σε μια δροσερή σκιά με θέα στο πέλαγος. Η απώλεια μιας συλλογικής ταυτότητας.
Το Στο Σώμα Της καταγράφει αυτήν την πολυδιάστατη απώλεια χωρίς να βάζει πρόσημο. Παρατηρεί με αυτοσαρκασμό και στωικότητα μια παράταιρη χρονοκάψουλα στην σκιά της Σαντορίνης, αφήνοντας στον κάθε θεατή τον χώρο να αναλογιστεί τι απωλέσαμε και τι κατακτήσαμε. Το ποιοι ήμασταν δεν είναι παρά ένας αλλόκοτος αντικατοπτρισμός του ποιοι είμαστε.