Μοιράζονται συχνά το πρώτο αναλόγιο της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ενώ στην Πασχαλινή συναυλία θα εμφανιστούν ως σολίστ ερμηνεύοντας ένα από τα πιο αγαπημένα έργα κλασικής μουσικής: τις πρωτοποριακές για την εποχή τους Τέσσερις Εποχές του Αντόνιο Βιβάλντι. Οι Κορυφαίοι Α’- Αναπληρωτές Εξάρχοντες της ΚΟΑ, Γιώργος Μάνδυλας και Νίκος Μάνδυλας, μιλούν για τη σχέση ζωής με τη μουσική, το κυνήγι της τελειότητας, αλλά και τη θέση ευθύνης στην πιο ιστορική ορχήστρα της χώρας.
Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Κέρκυρα, έναν τόπο με πλούσια παράδοση στα πνευστά όργανα. Εσείς διαφοροποιείστε επιλέγοντας το βιολί. Υπήρξε κάποια εμπειρία που σας έστρεψε προς αυτή την κατεύθυνση;
Ν.Μ.: Στην πραγματικότητα η Κέρκυρα δεν έχει μόνο βαθιά παράδοση στα πνευστά, αλλά και στα έγχορδα. Στην Κέρκυρα παρουσιάζονταν όπερες την περίοδο που η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν υπό Τουρκοκρατία. Εκεί πήγαιναν θίασοι από την Ιταλία και παρουσίαζαν όπερες, οι οποίες παίζονταν στο θέατρο Σαν Τζάκομο (εκεί που είναι το σημερινό δημαρχείο) και αργότερα στο καινούργιο Δημοτικό θέατρο που ήταν αντίγραφο της Σκάλας του Μιλάνου και κάηκε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μάλιστα, στα εγκαίνια του, στις 7/12/1902, παρουσιάστηκε η όπερα Lohengrin του R.Wagner. Τη μουσική στις 10 όπερες ανά έτος που παρουσιάζονταν στο δημοτικό θέατρο, εκτελούσε ορχήστρα (και όχι μπάντα), η οποία ξέρουμε ότι αποτελούνταν από ντόπιους μουσικούς. Σχεδόν όλες οι ορχήστρες που συνόδευαν τις πάνω από 200 όπερες που παίχτηκαν στην Κέρκυρα συμπληρώνονταν από Κερκυραίους μουσικούς, προφανώς όχι μόνο στα πνευστά αλλά και στα έγχορδα. Επίσης η Κέρκυρα είχε την πρώτη συμφωνική ορχήστρα της Ελλάδος (σχολή Ρομποτή περίπου το 1930). Μικρό παιδί, περίπου 7-8 ετών, θυμάμαι τη συμφωνική ορχήστρα που υπήρχε στην Κέρκυρα, η οποία αποτελούνταν κυρίως από ερασιτέχνες αλλά είχε ικανό αριθμό εγχόρδων. Εκείνη την εποχή ξεκίνησα μαθήματα βιολιού. Όταν ήμουν 7 ετών και πήγα στο ωδείο της Παλαιάς Φιλαρμονικής και αργότερα στο ωδείο Κερκύρας υπήρχε ένας δάσκαλος βιολιού ονόματι Γιώργος Βραδής ο οποίος είχε αρκετά μεγάλη τάξη.
Γ.Μ.: Ο πατέρας μου αγαπούσε το βιολί, έπαιζε και ο ίδιος βιολί ερασιτεχνικά, και με «οδήγησε» σε αυτό το όργανο από μικρή ηλικία.
Καθηγητής σας στο Ελληνικό Ωδείο όπου εγγράφεστε μετά το Λύκειο ήταν ο διακεκριμένος Στέλιος Καφαντάρης. Ποια η συμβολή του στην εξέλιξή σας;
Γ.Μ.: Δεν θυμάμαι πότε έγινε η εγγραφή στο Ελληνικό Ωδείο, όμως μαθήματα έκανα με τον Στέλιο Καφαντάρη από την ηλικία περίπου των 16 ετών. Η συμβολή του ήταν πάρα πολύ καθοριστική. Κρίμα που δεν είχα ξεκινήσει μαθήματα μαζί του σε πιο μικρή ηλικία.
Ν.Μ.: Θα συμφωνήσω. Η συμβολή του Στέλιου Καφαντάρη από την ηλικία των 15 ετών όταν ξεκίνησα μαθήματα μαζί του ήταν καθοριστική στην εξέλιξή μου ως βιολιστή. Δίδασκε με μεγάλη αφοσίωση και αγάπη και ήξερε ακριβώς πώς να διαχειριστεί τις ανάγκες του κάθε μαθητή του, προσαρμόζοντας ανάλογα και τη διδασκαλία του. Στα μαθήματα μαζί του θυμάμαι τη σοφία και βαθιά γνώση που είχε για το όργανο. Τα μαθήματα ήταν τόσο έντονα και ζωντανά που ακόμα θυμάμαι λεπτομέρειες σαν να ήταν χθες. Μετά το δίπλωμα συνέχισα μαθήματα μαζί του για αρκετά χρόνια παράλληλα με τις σπουδές μου στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής Λονδίνου και την Ανωτάτη Σχολή Μουσικής Στουτγκάρδης.
Συνεχίσατε με σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία και το Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής του Λονδίνου αντίστοιχα. Πώς νιώσατε/επηρεαστήκατε ως μουσικός σε αυτό το ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον;
Ν.Μ.: Το ανταγωνιστικό περιβάλλον με βοήθησε πολύ να εξελιχθώ. Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι για να πάρω τη θέση που επιθυμώ και που μου αξίζει, πρέπει να μελετήσω σκληρά.
Γ.Μ.: Η επαφή και γνωριμία με μουσικούς στο εξωτερικό διεύρυνε τους ορίζοντές μου και συνέβαλε σε μεγαλύτερη αυτογνωσία. Προσπαθώ όμως να μην βλέπω τη μουσική ανταγωνιστικά.
Όσο μελετά ένας μουσικός, εξελίσσεται. Είναι ωστόσο κάποιες φορές αποκαρδιωτικό το αίσθημα ότι ποτέ δεν φτάνει κάποιος στην τελειότητα;
Ν.Μ.: Το αίσθημα ότι κάποιος δεν φτάνει ποτέ την τελειότητα είναι αυτό που τον βοηθάει και να εξελιχθεί. Αν κάποιος προσπαθήσει να φτάσει το τέλειο θα καταφέρει το πολύ καλό, αν προσπαθήσει για το πολύ καλό θα καταφέρει το καλό κι αν προσπαθήσει για το καλό θα καταφέρει μόνο το μέτριο. Όμως δεν θα πρέπει να αποκαρδιώνεται κάποιος όταν δεν καταφέρνει το τέλειο, η τελειομανία είναι ωφέλιμη με την καλή έννοια, αλλά όχι με την κακή.
Γ.Μ.: Για μένα είναι μερικές φορές στενάχωρο όταν δεν φτάνω στον στόχο μου όσο γρήγορα θα ήθελα ή όταν διαπιστώνω τα όριά μου. Υπενθυμίζω όμως στον εαυτό μου ότι η μουσική είναι θεϊκό δώρο και είναι καλύτερο να απολαμβάνω αυτό που μπορώ να κάνω. Ούτως ή άλλως, η τελειότητα με την απόλυτη έννοια δεν είναι εφικτή από κανέναν άνθρωπο.
Πώς ορίζετε εσείς την τελειότητα;
Γ.Μ.: Οτιδήποτε εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε είναι τέλειο.
Ν.Μ.: Τελειότητα για μένα είναι κάποιος να καταφέρνει αυτό που πραγματικά μπορεί. Το πρώτο βήμα που κάνει ένα μωρό είναι εξίσου τέλειο με το χρυσό μετάλλιο σε αγώνες ταχύτητας.
Πέρα από την ορχήστρα συμμετέχετε σε σύνολα μουσικής δωματίου. Τί σας προσφέρει αυτό το ρεπερτόριο;
Γ.Μ.: Η μουσική δωματίου προσφέρει πάρα πολλά σε έναν μουσικό. Βελτιώνει την ικανότητα να ερμηνεύεις ένα έργο μαζί με άλλους μουσικούς αποκτώντας κοινή αντίληψη ερμηνείας, ήχου και ρυθμού. Και όλοι οι μεγάλοι συνθέτες έχουν γράψει σπουδαία έργα μουσικής δωματίου.
Ν.Μ.: Η συμμετοχή μου σε σχήματα μουσικής δωματίου με βοηθάει να διατηρώ και να εξελίσσω την ποιότητα του παιξίματός μου καθώς λειτουργούμε όπως και στην ορχήστρα, δηλαδή ακούμε ο ένας τον άλλον, με την επιπρόσθετη όμως απαίτηση του σολιστικού παιξίματος.
Η θέση του Κορυφαίου Α’- Αναπληρωτή Εξάρχοντα ποιες ευθύνες φέρει; Πώς αντιμετωπίζετε αυτόν τον ηγετικό ρόλο;
Ν.Μ.: Η θέση του Κορυφαίου Α’ φέρει μεγάλη ευθύνη καθώς το πρώτο αναλόγιο της ορχήστρας πρέπει να είναι πολύ σταθερό. Ένα μικρό λάθος θα μπορούσε να αποσυντονίσει αλυσιδωτά όλη την ορχήστρα. Για κάθε συναυλία πρέπει να προετοιμάζομαι πάντα έχοντας υπόψη ότι μπορεί να χρειαστεί να αναπληρώσω και τη θέση του εξάρχοντος, κάτι που έχει άλλωστε χρειαστεί πολλές φορές. Η θέση αυτή με ικανοποιεί απόλυτα από καλλιτεχνική άποψη, είναι ακριβώς αυτό που θέλω να κάνω στην Ορχήστρα.
Γ.Μ.: Κάθε μέλος της ορχήστρας είναι σημαντικό και η ποιότητα του συνόλου εξαρτάται από την απόδοση του κάθε μουσικού. Όμως οι Κορυφαίοι κάθε ομάδας οργάνων έχουν μια επιπλέον ευθύνη, εφόσον ευρισκόμενοι στο οπτικό αλλά και στο ακουστικό πεδίο των υπόλοιπων μουσικών της ομάδας, την οδηγούν στην κοινή προσπάθεια για ομοιογενή ήχο, ερμηνεία και συντονισμό. Παίρνω στα σοβαρά αυτή την ευθύνη και πάντα με σεβασμό προς τους συναδέλφους μου, τους οποίους εκτιμώ και σέβομαι ειλικρινά.
Παράλληλα με την σολιστική και ορχηστική σας καριέρα, διδάσκετε. Ποια θα λέγατε ότι είναι τα χαρακτηριστικά ενός νέου μουσικού που μπορεί να ξεχωρίσει;
Ν.Μ.: Τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας νέος μουσικός για να ξεχωρίσει είναι σίγουρα το ταλέντο, αλλά αυτό για να αξιοποιηθεί χρειάζεται θέληση, υπομονή, επιμονή, πειθαρχία, μεθοδικότητα, οργάνωση, στόχοι, αφοσίωση και υποστήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον.
Γ.Μ.: Πέραν του ταλέντου στη μουσική, είναι σημαντική η διάθεση για δουλειά (φιλοπονία) και η μεθοδικότητα. Σημαντική όμως είναι και η σωστή καθοδήγηση από τον δάσκαλο.
Έχετε συμπράξει ως σολίστ με σημαντικές Ορχήστρες του εξωτερικού. Είναι διαφορετική η αίσθηση τώρα που συμπράττετε με την ΚΟΑ;
Ν.Μ.: Έχω συμπράξει ως σολίστ και με άλλες ορχήστρες και η αίσθηση είναι κάθε φορά διαφορετική. Οι ορχήστρες διαφέρουν μεταξύ τους όσο διαφέρουν και οι άνθρωποι μεταξύ τους, όμως αυτό που μου άρεσε περισσότερο με την ΚΟΑ ήταν η συνεργασία σε οικείο περιβάλλον για μένα με τους αγαπητούς συναδέλφους.
Έχετε λάβει σημαντικές διακρίσεις, όπως το Howard Prize του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής του Λονδίνου. Ποια η σημασία διακρίσεων στην καριέρα σας;
Γ.Μ.: Για κάθε καλλιτέχνη μία διάκριση αποτελεί αναγνώριση των προσπαθειών του. Για μένα η καλύτερη «διάκριση» είναι να φεύγει το ακροατήριο χαρούμενο από την αίθουσα συναυλιών, να απολαμβάνω και να σέβομαι τη δουλειά μου.
Από το 1995 έως το 2008, διατελέσατε Εξάρχων βιολιστής στην Συμφωνική Ορχήστρα της Βάδης – Βυρτεμβέργης. Πώς πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε στην Ελλάδα;
Γ.Μ.: Οι λόγοι της επιστροφής μου στην Ελλάδα ήταν περισσότερο προσωπικής φύσεως και λιγότερο καλλιτεχνικοί. Πιστεύω ότι ήταν μια καλή απόφαση.