Ο Δημήτρης-Χρυσός Τομαράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια ήταν χρόνια μανίας με τα βιβλία, το σινεμά και τη μουσική. Σπούδασε βιολογία στην Κρήτη και εξέλιξη στο Εδιμβούργο. Ξεκίνησε ένα διδακτορικό, που έπειτα εγκατέλειψε, γιατί δεν μπορούσε σε αυτό να βρει σκοπό.
Το πρώτο του βιβλίο, ο Π και η Μαργαρίτα, δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το 2009. Εξέδωσε και διηύθυνε τα ανεξάρτητα περιοδικά Last Tapes και Recto/verso. Εργάζεται ως μεταφραστής. Πλέον είναι διευθυντής έκδοσης του εξαμηνιαίου περιοδικού δοκιμιακού λόγου “recto/verso”, που έχει κυκλοφορήσει ήδη δύο τεύχη.
Αν και όλοι ανεξαιρέτως οι συγγραφείς και οι συνομιλητές του recto/verso είναι στην ουσία βασικά και πολύτιμα μέλη του, ένας κατάλογος συνεργατών που βρίσκονται πολύ κοντά στη δημιουργία του κάθε τεύχους είναι ο εξής: Ιάκωβος Ουρανός, γραφίστας-εικονογράφος. Εργάζεται στο τμήμα παραγωγής των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, συγγραφέας του ποιήματος Σύσσημον ή τα Κεφάλαια, Δημήτρης Καράμπελας, ιστορικός του Δικαίου και δοκιμιογράφος, Νικήτας Σινιόσογλου, συγγραφέας. Τα βιβλία του Αλλόκοτος Ελληνισμός (2016) και Μαύρες Διαθήκες (2018) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη, Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, κινηματογραφιστής και συγγραφέας. Το μυθιστόρημά του Ιάκωβος (2016) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες. Τη διόρθωση των κειμένων έχει αναλάβει η Αλεξάνδρα Δένδια και η εκτύπωση και η βιβλιοδεσία πραγματοποιούνται στα εργαστήρια Θυμέλη και Ψιμύθι.
Η διανομή και η κεντρική διάθεση του recto/verso γίνεται από το Ροδακιό – δηλαδή στον Φωταγωγό από τη Τζούλια Τσιακίρη, που χωρίς τη στήριξή της δεν θα ήταν δυνατή η έκδοση του περιοδικού στην παρούσα του μορφή.
Πώς προέκυψε η ιδέα για ένα περιοδικό με κείμενα δοκιμίου με θέμα τα γράμματα και τις τέχνες; Πόσο δύσκολη η υλοποίησή του; Η ιδέα ήταν φυσική συνέχεια του παλαιότερου ηλεκτρονικού περιοδικού Last Tapes, το οποίο αφού έκλεισε τον κύκλο του προετοίμασε το έδαφος για το επόμενο, πιο προσηλωμένο βήμα. Ο σκοπός ήταν η δημιουργία ενός ανεξάρτητου, αποκλειστικά έντυπου περιοδικού δοκιμιακού λόγου, όπου η ροή ορισμένων λιγοστών, επιλεγμένων κειμένων θα αποκαλύπτει έναν τόνο εσωτερικής ανάγνωσης πτυχών της ζωής και της σκέψης που εκδηλώνονται στα γράμματα και τις τέχνες.
Το δοκίμιο –επειδή τοποθετείται ανάμεσα στην κατ’ εξοχήν μελέτη και τη λογοτεχνία- είναι ένας ιδανικός τρόπος να μιλήσει κανείς για ζητήματα επείγοντα, που φανερώνονται και πολλαπλασιάζονται στα βιβλία και την τέχνη. Το δοκίμιο, σύμφωνα με μια εκδοχή του που αφορά ιδιαίτερα το recto/verso, συνιστά έναν τρόπο μελέτης που πραγματοποιείται σαν να αποτελούσε σύνθεση ποιητικού έργου· ένα ανοικτό κείμενο που μπορεί να διαβαστεί σαν μία εσωτερική ερμηνεία των συμβάντων της ζωής και των σχέσεών μας με τους άλλους.
Επειδή απουσιάζει ο κλασικός, καθιερωμένος τρόπος οργάνωσης βάσει θεματικών ενοτήτων, η τυπογραφία και ολόκληρος ο σχεδιασμός του περιοδικού έπρεπε να είναι αυθύπαρκτος και ουσιώδης. Αυτό κατόρθωσε να πετύχει ο Ιάκωβος Ουρανός, δημιουργός και υπεύθυνος για τον σχεδιασμό και τη σελιδοποίηση του περιοδικού, καθορίζοντάς το με το προσωπικό του καλλιτεχνικό αποτύπωμα.
Γιατί επιλέχθηκε ο τίτλος recto/verso; Στο περιοδικό δεν υπάρχει η πρόθεση της προγραμματικής διατύπωσης κάποιας παγιωμένης πνευματικής κατεύθυνσης ή –ακόμη περισσότερο- ταυτότητας· με την έννοια αυτή, το recto/verso δεν είναι ένα «στρατευμένο» περιοδικό. Οι άνθρωποι και τα κείμενα που το απαρτίζουν διατηρούν τη δική τους πνευματικότητα, τη δική τους παράδοση και προβληματισμό. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο διαφαίνεται, ελπίζω, ένα κοινό εσωτερικό τοπίο προθέσεων, συνομιλίας, βαθιάς ένωσης με ζητήματα που αναδύονται είτε ρητά, είτε με έναν μηχανισμό περισσότερο μυστικό.
Το λατινικής προέλευσης όνομα recto/verso (η εμπρόσθια και οπίσθια όψη εκτύπωσης ενός φύλλου χαρτιού) εκφράζει τις διαφορετικές και συχνά αντίθετες πλευρές των ανθρώπων και των πραγμάτων. Οι διαφορετικοί τόνοι όμως του συνόλου θα πρέπει κάπως να συνδέονται, να συνθέτουν όλοι μαζί μία μουσική.
Ο τίτλος επίσης σημαίνει ότι τα κείμενα του περιοδικού από τη μία αποτελούν πρωτότυπες μελέτες και από την άλλη διαθέτουν λογοτεχνική, αφαιρετική ποιότητα – με άλλα λόγια, ανήκουν στον ενδιάμεσο, διττό χώρο του δοκιμίου. Σημαίνει, ακόμα, ότι διατηρούν μία διαλεκτική θέση με το αντικείμενό τους, με τον ίδιο τον εαυτό τους, ότι συνεισφέρουν σε μία ουσιαστική εμβάθυνση της σκέψης και δεν υποπίπτουν στη γνωστή «παρουσίαση» θεμάτων.
Προσπαθούσα για καιρό –όσο προετοίμαζα νοερά το περιοδικό- να καταλήξω στο πιο κατάλληλο, το πιο εύστοχο όνομα, που να εμπεριέχει αυτές τις εγγενείς αντιφάσεις που συνθέτουν τον ίδιο μας τον εαυτό και που όταν γράφουμε και διαβάζουμε οφείλουμε να μην ξεχνάμε (σε αντίθετη περίπτωση γινόμαστε κατά πάσα βεβαιότητα έρμαια της πιο αντιπαθητικής και αδιέξοδης βεβαιότητας για τα πάντα). Ο καλός Γάλλος φίλος Gilles Ortlieb την κατάλληλη στιγμή και με χαρακτηριστική άνεση χάρισε στο δημιούργημά μας το αρμόζον όνομα, βαφτίζοντας το περιοδικό.
Πόσο οικείο είναι για τους Έλληνες αναγνώστες το δοκίμιο και πόσο παρεξηγημένο; Στη νεοελληνική γραμματεία έχουν ιστορικά αναπτυχθεί ορισμένες πτυχές του δοκιμίου, χωρίς όμως το είδος καθεαυτό να αποκτήσει ποτέ κάποια ιδιαίτερα αυτόνομη, ισχυρή δική του παράδοση. Ίσως αυτό να έχει να κάνει με τις εντόπιες αναγνωστικές συνήθειες και με τη γενικά αναιμική ανάπτυξη του θεωρητικού-φιλοσοφικού λόγου στην Ελλάδα. Η δοκιμιακή παράδοση, δηλαδή, που –σε αδρές γραμμές- θα λέγαμε ότι ξεκινά από τον Πλούταρχο, περνά στον Μονταίνιο, τους μεγάλους Άγγλους δοκιμιογράφους του 18ου και 19ου αιώνα και καταλήγει στον 20ο αιώνα με διάφορες μορφές, φαίνεται πως στην Ελλάδα λειτούργησε με κάποιους ιδιαίτερους όρους και αρκετά αποσπασματικά. Τις περισσότερες φορές ο όρος «δοκίμιο» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε θεωρητικό, φιλολογικό, επιστημονικό ή φιλοσοφικό κείμενο (κάθε είδος λόγου, δηλαδή, που ξεχωρίζει από την «καθαρή» λογοτεχνία). Η ακαδημαϊκή μελέτη –τρομερά σημαντική από μόνη της όταν είναι καλή- δεν συνιστά δοκίμιο γιατί τις περισσότερες φορές δεν εμπεριέχει το στοιχείο της δοκιμής, της απόπειρας, που συνήθως εκδηλώνεται στο πεδίο της γλώσσας, της σκέψης, του πνευματικού ανοίγματος και του επικίνδυνου άλματος.
Επειδή δεν είναι του παρόντος να μιλήσουμε εδώ για την πιο θεωρητική ή επιστημονική πλευρά μιας δοκιμιογραφίας την οποία υπηρέτησαν άνθρωποι όπως για παράδειγμα ο Δημαράς, ο Κονδύλης ή ο Μαρωνίτης, ίσως αξίζει να σημειωθεί ότι ο Έλληνας αναγνώστης είχε την ευκαιρία να γνωρίσει μία σειρά δοκιμιακών κειμένων που συνδέονται με τους ποιητές του τόπου του – και ορισμένες φορές μάλιστα να εξοικειωθεί αξιοσημείωτα με αυτά. Ένα από τα πιο θεμελιώδη, για παράδειγμα, κείμενα της σύγχρονης ελληνικής παιδείας (δεν εννοώ βέβαια της θεσμικής, με την οποία το δοκίμιο είναι μάλλον ασυμφιλίωτο) είναι οι Δοκιμές του Σεφέρη. Αντίστοιχο σχολείο ανάγνωσης είναι το έργο του Λορεντζάτου. Από μια παλαιότερη εποχή φτάνουν ως εμάς επίσης εξαιρετικά σημαντικά δοκιμιακά κείμενα, όπως εκείνα του Παλαμά ή του Τέλλου Άγρα, του Πολυλά και άλλων, σχεδόν ξεχασμένων πλέον μορφών, όπως παραδείγματος χάριν του Μαλακάση. Πιο κοντά στην εποχή μας, μπορούμε να σημειώσουμε την –έστω παράπλευρη- δοκιμιακή δραστηριότητα του Ελύτη, του Βύρωνα Λεοντάρη, της Ζωής Καρέλλη, του Γιώργου Σαραντάρη ή του Δημήτρη Χατζή μεταξύ άλλων. Ένας σύγχρονός μας par excellence δοκιμιογράφος ήταν επίσης ο Κωστής Παπαγιώργης, του οποίου το έργο θα αποτελεί για τις επόμενες γενιές πραγματικό σημείο αναφοράς.
Αν και όλα τα παραπάνω γραπτά επηρέασαν μάλλον δευτερευόντως ή και καθόλου τον επίσημο πολιτισμό της Ελλάδας, μίλησαν βαθιά σε μια αρκετά διακριτή και μοναχική κατηγορία μορφωμένων ανθρώπων του τόπου μας, παλαιότερων και σημερινών.
Ποια είναι η μέχρι τώρα ανταπόκριση; Υπάρχει ένας κύκλος ανθρώπων στους οποίους ελπίζω το recto/verso να μιλά με έναν τρόπο άμεσο και ουσιαστικό, προσφέροντας και αυτό κάτι στα διαβάσματά τους. Πρόκειται για κάτι όμορφο και ενθαρρυντικό για όλους τους συντελεστές του περιοδικού.
Πώς έχουν επιλεχθεί τα κείμενα του πρώτου και δεύτερου τεύχους; Αν και το περιοδικό δεν αποσκοπεί στη δημιουργία αφιερωμάτων με την κλασική έννοια, στην πραγματικότητα σε κάθε τεύχος υπάρχει ένα υπόρρητο νήμα που συνδέει τα κείμενα μεταξύ τους ή τουλάχιστον κάπως έτσι αισθάνομαι κατά τη διάρκεια της επιλογής τους, όταν τα διαβάζω και συζητάω για αυτά. Με έναν τρόπο, δηλαδή, τα σύγχρονα δοκίμια που γράφονται για το περιοδικό, οι μεταφράσεις και τα παλαιότερα, κλασικά κείμενα που απαρτίζουν το κάθε τεύχος βρίσκονται σε μία συνομιλία μεταξύ τους, πολιορκούν τον ίδιο πυρήνα από διαφορετικές αφετηρίες το καθένα. Σαν να αποτελούν συνομιλητές από διαφορετικές εποχές και τόπους.
Έχει λοιπόν τεράστια σημασία η γνωριμία και η συζήτηση με τους ανθρώπους που γράφουν τα κείμενα και σχεδιάζουν τις εικόνες ή τραβούν τις φωτογραφίες.
Τι ετοιμάζετε για το τρίτο τεύχος;
Λέω να διατηρηθεί λίγο ακόμα το στοιχείο της έκπληξης για τους αναγνώστες που ενδεχομένως περιμένουν την κυκλοφορία του! Ωστόσο θα είναι ισχυρός ο πυρήνας της αρχαίας γραμματείας, όπως και του κινηματογράφου.
Ποιο είναι το τοπίο σήμερα όσον αφορά τα λογοτεχνικά περιοδικά και πού βρίσκεται μέσα στο τοπίο αυτό το recto/verso; Τα λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα διατηρούν παραδοσιακά μία δυναμική γιατί απευθύνονται ουσιαστικά σε έναν συγκεκριμένο κύκλο αναγνωστών που τα στηρίζει – έναν «ταγμένο», θα λέγαμε, πυρήνα φίλων της λογοτεχνίας και των βιβλίων, για τους οποίους το διάβασμα και ενδεχομένως το γράψιμο συνιστά αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους, σύνδεσμο με τις εσωτερικές τους καταβυθίσεις, χάρτη για τη σχέση τους με τον κόσμο. Τα περιοδικά αυτά συνιστούν στην ουσία ομάδες αναγνωστών-δημιουργών. Εκεί κρύβεται η δύναμή τους, όπως όμως και ο μεγάλος τους κίνδυνος, ενδεχομένως.
Υπήρξαν αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα, που διαδραμάτισαν πραγματικά σημαντικό ρόλο για τα γράμματα και τις τέχνες (μου ‘ρχονται κατ’ ευθείαν στο μυαλό το 3ο Μάτι, ο θρυλικός Κοχλίας ή η Λέξη, το Τραμ και ο Εκηβόλος!) Αυτό με έναν τρόπο συνεχίζει να ισχύει και σήμερα (η παράδοση της Νέας Εστίας που συνεχίζεται, το Δένδρο, η Ποίηση-Ποιητική, το Νέο Πλανόδιον, το Φρέαρ, ο Χάρτης, το Φάρμακο μεταξύ άλλων) – καλά περιοδικά υπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν λοιπόν.
Η μεγάλη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι παλιά ο κόσμος ήταν ούτως ή άλλως περισσότερο «κειμενοκεντρικός» – τα κείμενα και τα κλασικά γράμματα είχαν μία κοινώς αποδεκτή σημασία. Σήμερα όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων πρέπει να ανακαλύψουν εκ νέου τον πυρήνα της σχέσης του λόγου τους με τον κόσμο. Ας ρίξουμε μια ματιά στο τι κυριαρχεί έξω: Μία ιδιότυπη δικτατορία της «γνώμης», όπου εντελώς ανέξοδα και εύκολα αναπαράγεται ένας λόγος μονόπλευρος, συνήθως φανατικός, στρατευμένος και μη διαλεκτικός, που καταργεί το εξαιρετικά πολύτιμο για τον πολιτισμό ιστορικό όριο μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου λόγου και που δεν αποσκοπεί στη συζήτηση ή την πολυεπίπεδη διερεύνηση των πραγμάτων, αλλά στο κλείσιμο της σκέψης, στην εγωιστική σύγκρουση, στον περιορισμό. Μέσα σε αυτό το τοπίο κινούνται τα λογοτεχνικά περιοδικά και φυσικά το recto/verso.
Τα λέω όλα αυτά, γιατί πιστεύω ότι γενικά τα περιοδικά λόγου είναι κρίσιμοι επιλεκτικοί χώροι ζύμωσης και δημιουργίας, που δεν πρέπει να κλείνονται στον εαυτό τους. Είναι αναγκαίο όσο ποτέ να καλλιεργηθεί και να συντηρείται διαρκώς ανοικτός ένας χώρος διαλόγου, κριτικής και μελέτης των εσωτερικών θεμάτων των γραμμάτων και της τέχνης, από τον οποίο να απουσιάζει η έννοια της εμπορικότητας, ένας χώρος στον οποίο να εισέρχεται με άνεση η φιλοσοφία, η θεωρία, η λογοτεχνία, ο κριτικός στοχασμός. Ας δούμε κάτι άλλο: Σήμερα δεν διαθέτουμε ευρύτερα περιοδικά λόγου για τον κινηματογράφο και το θέατρο, δεν έχουμε πια Σύγχρονο κινηματογράφο, Φιλμ, Θέατρο ή ακόμη Επιθεώρηση Τέχνης. Ενώ αντίθετα οι Γάλλοι έχουν ακόμα φυσικά το Cahiers du cinéma ή το Positif και οι Αμερικάνοι το Film Comment και οι Άγγλοι το Sight and Sound – για να αναφέρουμε λίγες μόνο διάσημες περιπτώσεις εντύπων. Έχω καταλήξει πια στο ότι το φαινόμενο δεν οφείλεται αποκλειστικά στο μέγεθος της ελληνικής αγοράς ή στην έλλειψη των απαραίτητων πόρων.