Τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου, οι δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν μεταμορφωθεί, μετά από 50 χρόνια βιομηχανικής επανάστασης και φιλεύθερου καπιταλισμού. Περιοδικές οικονομικές κρίσεις, η μεγάλη εισοδηματική ανισότητα και η άνοδος του εργατικού κινήματος απειλούσαν όμως τα φιλελεύθερα αστικά καθεστώτα της εποχής. Στα αριστερά κυριαρχούσαν τα σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία αύξαναν την επιρροή τους και αργά ή γρήγορα η πολιτική σημασία τους δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί. Στα σοσιαλιστικά κόμματα κυριαρχούσε η μαρξιστική ορθοδοξία όπως αυτή είχε κατασταλάξει στην ερμηνεία της από τον Έγκελς και κυρίως από τα γραπτά του Καούτσκυ. Βασικές της αρχές ήταν η υλιστική θεώρηση της ιστορίας, κυρίως η πρωτοκαθεδρία της οικονομίας στην κοινωνία, η πίστη στην εργατική τάξη και στον ρόλο που θα κληθεί να παίξει όταν μετά από το χάος που θα φέρουν οι οικονομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού θα εξεγερθεί, θα επικρατήσει και θα χτίσει μια σοσιαλιστική κοινωνία. Δεν υπήρχε καμία σκέψη για συμμετοχή στο πολιτικό παιχνίδι στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτισμού και ούτε φυσικά κάποιο ενδιαφέρον για το κράτος, αφού το θεωρούσε έναν αστικό μηχανισμό ο οποίος θα ήταν άχρηστος σε μια μέλλουσα σοσιαλιστική κοινωνία.
Η ιστορία όμως εξελίσσοταν αρκετά διαφορετικά. Παρά τις αντιφάσεις του ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν βρίσκοταν σε κρίση, αλλά επιδείκνυε μια ευλιξία και μια συνεχόμενη ανάπτυξη. Οι συνθήκες για την εργατική τάξη γίνονταν καλύτερες, αφού η τεράστια οικονομική μεγέθυνση επέτρεψε και κάποια αύξηση στους μισθούς και μια βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Επίσης το δίπολο εργατική τάξη–αστική τάξη δεν μπορούσε να περιγράψει την κοινωνία καθώς από τη μια μεριά η αγροτική τάξη δεν είχε εξαφανιστεί, όπως προέβλεπε η μαρξιστική ορθοδοξία, αλλά επίσης είχε αρχίσει να δημιουργείται μια μεσαία τάξη (αποτελούμενη απο εξειδικευμένους εργάτες, μικροεμπόρους και μικροκαταστηματάρχες και από τα μικρομεσαία στελέχη στις επιχειρήσεις) με τις δικές της επιδιώξεις και συμφέροντα. Η απόσταση της μαρξιστικής ορθοδοξίας από την πραγματικότητα, οι καινούριες προκλήσεις που θα έφερνε η συνεχής εκδημοκρατοποίηση των θεσμών, όπως για παράδειγμα η εξάπλωση του δικαιώματος ψήφου, αλλά και η άνοδος στα δεξιά εθνικιστικών κινημάτων με αντισημιτικά χαρακτηριστικά (κυρίως στην Γαλλία και την Κεντρική Ευρώπη) έκανε πολλά στελέχη των σοσιαλιστικών κομμάτων να υποστηρίξουν μια αναθεώρηση των απόψεων της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι τους ήταν ο Μπέρνσταιν στην Γερμανία και ο Ζωρές στην Γαλλία. Ο αναθεωρητισμός απέρριψε τον ιστορικό υλισμό δηλαδή την πεποίθηση οτι ο σοσιαλισμός θα επιτευχθεί μέσα από την ιστορικά αναγκαία καταστροφή του καπιταλισμού. Απέρριψε την ταξική πάλη καθώς πίστευε ότι εργατική τάξη θα πρέπει να συμμαχήσει με άλλες κοινωνικές ομάδες και τάξεις έτσι ώστε να διευρυνθεί η δεξαμενή ψήφων για τα σοσιαλιστικά κόμματα. Το κυριότερο ήταν ότι υποστήριζε πως τα σοσιαλιστικά κόμματα θα πρέπει να πάρουν μέρος στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι, να πιέσουν για μεταρυθμίσεις στα πλαίσια του πολιτικού συστήματος (όπως εκδημοκρατισμό των θεσμών, καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους εργαζόμενους) αναζητώντας και πολιτικές συμμαχίες.
«Αντί να θεωρεί ότι η ιστορία εξελισσόταν αναπόδραστα στην κατεύθυνση της αυξανόμενης κοινωνικής πόλωσης και της εντεινόμενης ταξικής σύγκρουσης, ο Μπέρνσταιν πίστευε ότι διαμορφωνόταν μια κοινότητα συμφερόντων ανάμεσα στους εργάτες και σε άλλες κοινωνικές ομάδες οι οποίες υπέφεραν από τις ανισότητες και την αποδιάρθρωση που έφερνε ο καπιταλισμός. Αντιλαμβανόταν ότι πολλοί που δεν ανήκαν στην εργατική τάξη ένιωθαν απειλούμενοι οικονομικά και απροστάτευτοι κοινωνικά. Υποστήριζε, λοιπόν, ότι οι σοσιαλιστές έπρεπε να αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους αυτούς ως δυνητικούς συμμάχους, ακόμη και ως συναγωνιστές. Γι’ αυτό παρακινούσε τους σοσιαλιστές να μην στηρίζουν τα αιτήματα τους στις συγκεκριμένες ανάγκες του προλεταριάτου και στην αναπόφευκτη ταξική σύγκρουση αλλά “ στο αίσθημα της κοινής ανθρώπινης ιδιότητας και στην αναγνώριση της κοινωνικής αλληλεξάρτησης”. Μάλιστα ο Μπέρνσταιν ήταν πεπεισμένος ότι κάτω από τις κοινωνικές συγκρούσεις υπάρχει ένα θεμελιακό κοινό συμφέρον, ή αγαθό, που οι σοσιαλιστές όφειλαν να το αναγνωρίσουν και να το προστατεύσουν. Έτσι, παρουσίαζε τον σοσιαλισμό ώς ένα θεμελιακά συνεργατικό ή ακόμη και κοινοτικό εγχείρημα, που μπορούσε και έπρεπε να προσφέρει στην μεγάλη πλειονότητα των πολιτών ένα όραμα για μια καλύτερη ζωή.»
Η πολιτική στις δημοκρατίες θα πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο πάνω στην οικονομία, ότι η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να συνοδεύεται με μέτρα αναδιανομής eξασφαλίζοντας της κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα.
Ο δημοκρατικός αναθεωρητισμός αν και απέτυχε να πλειοψηφήσει στα σοσιαλιστικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης (με εξαίρεση την Σουηδία) πρέπει να θεωρηθεί ο πρόγονος των μεταπολεμικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Στην Ευρώπη έμελλε να κυριαρχήσουν τα επόμενα χρόνια δύο άλλου είδους αναθεωρητισμοί με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, και οι δύο εξίσου εχθρικοί με την δημοκρατία όσο και με τον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Ο Λένιν υποστήριξε ότι ακόμα και μια μικρή μειοψηφούσα εργατική τάξη θα μπορούσε να επιφέρει την σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων, συνεπικουρούμενη από ένα κόμμα επαγγελματιών επαναστατών. Ένας άλλος ριζοσπαστικός αναθεωρητισμός με εκπρόσωπο τον Σορέλ και άλλους, θα προσπαθήσει να συμφιλιώσει σοσιαλιστικές ιδέες με τον εθνικισμό. Σε αυτήν την εκδοχή δεν είναι η εργατική τάξη ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας αλλά ο λαός ή καλύτερα το έθνος.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και οι ανυπολόγιστες υλικές και ανθρώπινες απώλειες που θα πλήξουν την Ευρώπη, θα ροκανίσουν τα κοινωνικά θεμέλια των κοινοβουλευτικών καθεστώτων. Στη Ρωσία το 1917 οι μπολσεβίκοι του Λένιν έρχονται στην εξουσία. Δύο χρόνια μετά στην Ιταλία, ένας πρώην σοσιαλιστής, ο Μπενίτο Μουσολίνι, σχηματίζει ένα νέο πολιτικό κίνημα, τις Fasci di Compbattimento (Δέσμες Μάχης) που συνδύαζαν εθνικιστικές και σοσιαλιστικές απόψεις. Το πρόγραμμα τους ήταν αντικαπιταλιστικό, αντιμοναρχικό και εναντίον του κλήρου. Πάνω από όλα πίστευαν ότι βρίσκεται το εθνικό συμφέρον. Το κράτος θα πρέπει να εξαλείψει κάθε βλαβερή ταξική σύγκρουση και να επιβάλει την ενότητα. Ο φασισμός απέρριπτε επίσης μια από τις βασικές αρχές του φιλευθερισμού (και της σοσιαλδημοκρατίας ). Τη θεμελιακή ισότητα των ανθρώπων, το βασικό επιχείρημα υπέρ της δημοκρατικής εξουσίας.
Μέσα από το πολιτικό χάος της ιταλικής πολιτικής ζωής οι φασίστες θα ανέβουν στην εξουσία το 1922. Θα επιβάλλουν τον ασφυχτικό έλεγχο του κράτους σε κάθε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα. Όπως σημειώνει ένας παρατηρητής: «Στο φασιστικό κράτος δεν υπάρχουν πολίτες, υπάρχουν απλώς υπήκοοι. Η κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται στη θέληση του λαού παρά μόνο στη δική της συνείδηση».
Στην ρευστή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Ευρώπης την δεκαετία του 20 έρχεται να προστεθεί και η Μεγάλη Ύφεση και να κάνει το μείγμα πιο εκρηκτικό. Τέλη της δεκαετίας, η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία είχε μειωθεί στο μισό, ενώ κατά τα έτη 1931 έως 1933 οι άνεργοι είχαν ξεπεράσει τα 6 εκατομμύρια. Μπροστά σε αυτή την δραματική κατάσταση το SPD (το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) πιεζόμενο από τη μια να διατηρεί τις ισορροπίες στο κοινοβούλιο της πολύπαθης δημοκρατίας της Βαϊμάρης και από την άλλη από τις δικές του ιδεολογικές αγκυλώσεις θα διστάσει και δεν θα υποστηρίξει ένα σχέδιο κρατικών επενδύσεων (κυρίως δημόσιων έργων) με σκοπό την τόνωση της παραγωγικής δραστηριότητας και υποχώρησης της ανεργίας, που είχαν επεξεργαστεί κάποια μέλη του κόμματος. Αυτοί που δεν θα διστάσουν θα είναι τα στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος που θα εξαγγείλουν ένα αντίστοιχο πρόγραμμα στο προεκλογικό τους αγώνα το 1932. Η ρητορική μίσους για τους «εσωτερικούς εχθρούς», το φιλολαϊκό προφίλ σε συνδυασμό με τα ενδογενή προβλήματα του καθεστώτος θα φέρουν στην εξουσία τους εθνοσοσιαλιστές το 1933.
Απο τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και μετά έγινε κατανοητό από τους ψύχραιμους παρατηρητές της εποχής αλλά και από αυτούς που έμελε να αποτελέσουν το πολιτικό προσωπικό της μεταπολεμικής Ευρώπης, ότι η πολιτική στις δημοκρατίες θα πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο πάνω στην οικονομία, ότι η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να συνοδεύεται με μέτρα αναδιανομής εξασφαλίζοντας της κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα. Αντιλήφθηκαν την σημασία που μπορεί να έχει ένα κράτος πρόνοιας τόσο ουσιαστικά (πρόνοια για τους αδύναμους πολίτες) όσο και συμβολικά, διότι δείχνει την βούληση για κοινωνική αλληλεγγύη αλλά και την ενότητα ανάμεσα σε πολίτες ή τάξεις στα πλαίσια ενός έθνους κράτους (τραβώντας το χαλί παράλληλα κάτω από κάθε λογής εθνικισμούς).
Μεταπολεμικά στην Ευρώπη αποδείχτηκε ότι η ανοικοδόμηση των οικονομιών χωρίς την ενεργή συμμετοχή του κράτους δεν ήταν ρεαλιστική. Ωστόσο ο ρόλος του κράτους ή καλύτερα ο τρόπος που συμμετείχε στην οικονομική δραστηριότητα διέφερε από χώρα σε χώρα. Στη Γαλλία χρησιμοποιήθηκε ο όρος ενδεικτικός σχεδιασμός. Το κράτος μέσω κινήτρων και αντικινήτρων φρόντιζε έτσι ώστε οι επενδύσεις να κατευθύνονται σε κάποιους τομείς της οικονομίας και όχι σε άλλους. Στη Γερμανία διατηρήθηκε ο χαρακτήρας του φιλελευθερισμού στην οικονομία αλλά το κράτος απορροφούσε 35% του ΑΕΠ σε φόρους που μετά τους χρησιμοποιούσε για την τόνωση της ζήτησης και ακόμα είχε συμμετοχή στις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας. Στην Ιταλία ήταν ακόμα μεγαλύτερη η συμμετοχή του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα. Μέχρι το 1970 περίπου είχαν επιτευχθεί η ανοικοδόμηση των οικονομιών, υψηλή ανάπτυξη και χαμηλή ανεργία και μια αύξηση του βιοτικού επιπέδου χωρίς προηγούμενο στην Ευρώπη.
Η Σέρι Μπέρμαν στην μελέτη της μας οδηγεί στην ιστορία των θεωριών και των ιδεών πάνω στην πολιτική στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα. Ο δημοκρατικός αναθεωρητισμός ή η σοσιαλδημοκρατία φαίνεται να ξεχωρίζει. Ωστόσο το μονοπάτι που διένυσε ήταν γεμάτο λάθη, παρερμηνείες ή παρεξηγήσεις μεχρί να συγκεραστούν κάποιες σαφείς απόψεις. Γίνεται αντιληπτό γιατί ότι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός σαν πολιτικά κινήματα άσκησαν γοητεία στα ακροατήρια που απευθύνθηκαν. Προσπάθησαν να ακυρώσουν τις οικονομικές και κοινωνικές αντιφάσεις που επέφερε ο καπιταλισμός της αγοράς αλλά αντί για αυτό δημιούργησαν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Η προσέγγιση της σοσιαλδημοκρατίας για σεβασμό σε αξίες του διαφωτισμού όπως η ανθρώπινη ελευθερία, ο σεβασμός της ιδιοκτησίας αλλά και ταυτόχρονα και μια πολιτική αρχή απαράβατη ότι θα διασφαλίζεται παράλληλα για όλους ένα κοινωνικό αγαθό , ένα θεμελιακό συλλογικό συμφέρον όπως το δικαίωμα στην εργασία ή η πρόσβαση σε υγεία και παιδεία για όλους, ήταν μια προσέγγιση που έφερε για 35 χρόνια θαυμαστά αποτελέσματα. Η Μπέρμαν επιχειρηματολογεί για τους λόγους που το σύστημα παράκμασε. Η έλλειψη ιδεών, η στροφή των πολιτικών σε εργαλειακή τύπου λογική είναι κάποιες από τις εξηγήσεις. Ίσως θα λέγαμε πιο απλά ότι το μάθημα ξεχάστηκε. Αλλά τον 21ο φαντάζει πιο επίκαιρο καθώς η σχετική συζήτηση έχει αναζωπυρωθεί.
Η Σέρι Μπέρμαν είναι καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο Barnard College του Columbia University. Έχει γράψει επίσης το The Social Democratic Moment: Ideas and Politics in the Making of Interwar Europe