Ανίκανος να διαχειριστεί τη θλίψη του (ή την έλλειψή της) για τον θάνατο της γυναίκας του, μανιακός γιάπης ξεκινά σχέση δι’ αλληλογραφίας με το τμήμα παραπόνων εταιρείας αυτόματων πωλητών, κι αργότερα σχέση χωρίς αλληλογραφία με την υπάλληλο που τον έχει αναλάβει, πριν ανακαλύψει την ψυχοθεραπευτική αξία των κατεδαφίσεων.
Ο καθένας διαχειρίζεται τη θλίψη του με τον δικό του τρόπο ως γνωστόν, τι γίνεται όμως με κάποιον που έχει μάθει τόσο να κρύβει τα συναισθήματά του, ώστε να έχει πείσει τον εαυτό του ότι δεν τα έχει καν; Αυτό αναρωτιέται κι ο Jean-Marc Vallee στην τελευταία του ταινία, που θα τη λέγαμε και νέα του, αν δεν της είχε πάρει ένα χρόνο ολόκληρο (!) ώσπου να φτάσει στις δικές μας αίθουσες: έχοντας κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τορόντο πέρυσι, το Demolition φτάνει στην Ελλάδα με αρκετή καθυστέρηση ώστε οι αφίσες του να ‘χουνε ήδη κιτρινίσει, αυτό όμως πέρα από πιθανές εισπράξεις, δε στερεί τίποτε άλλο από την ίδια την ταινία. Μάλλον η πιο αλλόκοτη μιας σύντομης καριέρας (που έχει προλάβει ωστόσο να φτάσει δύο φορές σε διάφορες οσκαρικές πεντάδες με τα Dallas Buyer’s Club και Wild), ετούτη η δουλειά του Καναδού σκηνοθέτη, που παρακολουθεί έναν τρελαμένο γιάπη να διαλύει τη ζωή του κυριολεκτικά, ανακαλύπτοντας την ψυχοθεραπευτική αξία των κατεδαφίσεων, μοιάζει σαν κάτι που θα μπορούσε να ‘χει βγει απ’ τη γραφομηχανή του Charlie Kauffman, έτσι που εξαρτάται ολοκληρωτικά απ’ το κουλό και το αλλόκοσμο των χαρακτήρων του και των περιστάσεών τους.
Πιο πιθανό είναι βέβαια να βγήκε από τον κάδο ανακύκλωσής του, με τη μισοψημένη, εκβιαστική, και κατά τόπους μουδιασμένη συναισθηματικούρα της δραματουργίας του, να ισοπεδώνει (σε σημείο ανεπανόρθωτο αρκετές φορές) αυτήν την λεπτή, ευαίσθητη ποιότητα που βρίσκει να αναδείξει ο Vallee, απ’ την ιστορία ενός συναισθηματικά ανήλικου 40άρη, που ανίκανος να συμφιλιωθεί με το παρόν του, προσπαθεί να σβήσει το παρελθόν καταστρέφοντας το μέλλον που του έφερε. Ακόμη και με τις ανεπάρκειες του σεναρίου που υπογράφει ο Bryan Snipe πάντως, ο Vallee επιδεικνύει για άλλη μια φορά την κορυφαία του ικανότητα στο κοουτσάρισμα των ερμηνευτών του: Εκτός του ότι γκρουμάρισε τον Matthew McConaughey για να κορυφώσει την αναγέννηση της καριέρας του με το Όσκαρ του Dallas Buyer’s Club, πρόκειται άλλωστε και για τον ίδιο σκηνοθέτη που κατάφερε να κάνει την Reese Witherspoon ολότελα αξιαγάπητη στο Wild. Εδώ λοιπόν, παίρνοντας στα χέρια του την εύπλαστη φιγούρα του ηθοποιού που έγινε φαινόμενο φορώντας μουσούδα μανιοκαταθλιπτικού στο Donnie Darko πριν μιάμιση δεκαετία, ο Vallee ξαναρίχνει τον Jake Gyllenhaal σε mode μουτρωμένης ψυχικής ανισορροπίας, και του αποσπά ένα ρεσιτάλ ερμηνευτικής ευσυνειδησίας, που κόντρα σε όλα τα αιθεροβατήματα του σεναρίου, προσφέρει στην ταινία μια άγκυρα συναισθηματικής ειλικρίνειας τόσο στιβαρή, ώστε σχεδόν παραβλέπεις κι όλα τα υπερλυρικά νιαουρίσματα της δραματουργίας. Σχεδόν όμως.