Ο Άγης Πετάλας προσπάθησε να ανέβει στο «Ουράνιο τόξο της Βαρύτητας» του Τhomas Pynchon αλλά δεν τα κατάφερε
«Ο Κανόνας της κλασικής λογοτεχνίας ανανεώνεται αραιά κι αργόσυρτα. Ακολουθεί τον δικό του, ιδιαίτερο χρόνο. Ανάμεσα στο χρόνο του Κανόνα και στον παροντικό μας χρόνο, μεσολαβεί πάντοτε ένα μεγάλο κενό: οι τελευταίοι καταχωρισμένοι ως «κλασικοί συγγραφείς» και τα έργα τους συνήθως φτάνουν το πολύ ως τη δεκαετία του 1960. Κι εμείς είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε ήδη στο 2015.
Αυτή η ασυμφωνία ανάμεσα στο χρόνο του Κανόνα και στον παροντικό μας χρόνο, δημιουργεί συχνά μιαν αναγνωστική αμηχανία. Πρόκειται για το τρομερό βάσανο της αναζήτησης του μοντέρνου κλασικού. Διότι, όσο και να απολαμβάνεις τον Μπαλζάκ ή τον Τόμας Μαν, η επιθυμία να διαβάσεις κάτι που είναι εξίσου λογοτεχνικά συγκλονιστικό, αλλά δεν διαδραματίζεται στο Παρίσι του Λουδοβίκου Φιλίππου ούτε σε κάποιο αλπικό σανατόριο των αρχών του 20ου αιώνα, σε επισκέπτεται ξανά και ξανά.
Το να χαρακτηρίζεται ένα μυθιστόρημα, «το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο του 20ου αιώνα, ύστερα από τον Οδυσσέα του Τζόυς» (σε κάποιους κριτικούς επαίνους προστίθεται ένα δειλό ίσως, στο τέλος αυτής της ενθουσιώδους φράσης), δεν είναι οπωσδήποτε μια σύσταση που θα την αποκαλούσες «χλιαρή». Με αυτήν ακριβώς τη σύσταση κατά νου και με την πληροφορία ότι το βιβλίο φιγουράρει ήδη ως «κλασικό» σε κάποιες εκδοχές του Κανόνα, δοκίμασα, κάποτε, να διαβάσω το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας του Τόμας Πίντσον. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές ψυχανεμίστηκα ότι μάλλον δεν θα προχωρούσα πέρα από τις πρώτες πενήντα σελίδες. Ένα περίπλοκο χάος ψυχωτικού λογοτεχνικού μοντερνισμού ξεχύθηκε μπροστά στα εμβρόντητα μάτια μου, γυρεύοντας να με εντυπωσιάσει. Το κατάφερε, κατά έναν τρόπο, διότι παραδέχομαι πως, πράγματι, δεν είναι καθόλου εύκολο, τουλάχιστον τεχνικά, να κατασκευάσεις ένα σύμπαν τέλεια παραληρηματικών εικόνων και λέξεων. Σύντομα όμως άρχισα να προσβάλλομαι από εκείνη την αναποφασιστικότητα που αισθάνεται κάποιος ο οποίος θέλει να δραπετεύσει επειγόντως από την παντέρημη λογοτεχνική ήπειρο στην οποία θεωρεί ότι τον έχουν ρίξει, την ίδια ακριβώς στιγμή που όλος ο κόσμος γύρω του τον βεβαιώνει ότι βρίσκεται, στ’ αλήθεια, σε μια λογοτεχνική Εδέμ.
Δεν ξέρω αν αυτοκτόνησα αναγνωστικά δραπετεύοντας από τις καθόλου θελκτικές, σε ό τι με αφορά, σελίδες ενός λαβυρινθώδους έργου που φιγουράρει ως εμβληματικός Παράδεισος της σύγχρονης λογοτεχνίας. Και φοβάμαι πως δεν θα το μάθω ποτέ. Διότι, αφού έφτασα στη σελίδα 49 και αφού αθέτησα την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου να προχωρήσω τουλάχιστον ως την σελίδα 50 (πράγμα για το οποίο καθόλου δεν επαίρομαι), τοποθέτησα το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας στο πιο δυσπρόσιτο, σκοτεινό και ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης μου.
Σα να ήθελα να εκδικηθώ το βιβλίο και τον τίτλο του (ή, ίσως, σα να ήθελα να θάψω την υποψία πως είμαι, απλώς, ένας ανεπαρκής και ανόητος αναγνώστης), το ταξιθέτησα σε εκείνη την άφωτη γωνιά της βιβλιοθήκης όπου δεν λάμπει κανένα από τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ούτε καν το κίτρινο φως της λάμπας του δωματίου δε φτάνει ως εκεί. Το σημείο στο οποίο το έβαλα βρίσκεται μάλιστα τόσο ψηλά, ώστε ελπίζω το βιβλίο να μη με εκδικηθεί κι αυτό με τη σειρά του, πέφτοντας- λόγω του νόμου της βαρύτητας ασφαλώς- από το ακρότατο εκείνο ράφι, κατευθείαν στο κεφάλι μου».
Στην επόμενη σελίδα: έχουμε πρόβλημα με τον Μουρακάμι.