Στην κηδεία μου θέλω να παίξουν Εvanescence
- Πόσο μοιάζουν με θάνατο μου όσα περνάω αυτές τις μέρες! Η μητέρα μου επέστρεψε. Η σοφία πέρασε από δίπλα της αλλά δεν την κοίταξε. Περίμενα απ’ τα ταραγμένα βράδια της και τα χαπάκια Zanax που έπαιρνε πως θα έκανε την αναγωγή στην προσωπική μου μάχη με τα 650 mgr. χημικών ουσιών που καταναλώνω ημερησίως. Πόση ενσυναίσθηση χρειάζεται για να γίνει ένα τέρας ο άνθρωπος που ήταν κάποτε; Η συνομιλιακή μας διέπιδραση καταλύθηκε στα επίπεδα ανυπαρξίας επικοινωνίας που ήταν πριν από το περιστατικό του εμφράγματος της. Εγώ προσέβλεπα σε μια επιτέλους παραδοχή του γεγονότος ότι η κατάθλιψη είναι αρρώστια. Η μητέρα μου επέστρεψε σε καλύτερη κατάσταση από μένα. Και φυσικά YOLO. Χθες το βράδυ ήμουν στο κρεβάτι νιώθοντας υπερβολικά ανήσυχος. Έψαχνα μια δραστηριότητα να αγκιστρωθώ πάνω της, να ηρεμήσω και ν’ ασχοληθώ μαζί της μέχρι να αποκοιμηθώ. Δεν έβρισκα τίποτα. Ή ό,τι έβρισκα το απέρριπτα ως ακατάλληλο για την ψυχική μου ανάταση. Άρχισα να έχω νεύρα και να είμαι βαρύθυμος. Ένιωθα την ζέστη σε πενταπλάσιο βαθμό από έναν υγιή άνθρωπο. Όλα με έπνιγαν. Λες και βρισκόμουν σε μια σπηλιά από λάβα, ένιωθα σχηματισμούς εγκαυμάτων να με σημαδεύουν και να επεκτείνονται σ’ όλο μου το σώμα. Θα μπορούσα να γράψω λογοτεχνικά πως βίωνα μια πρόγευση της κόλασης. Και όλο αυτό δεν μπορούσα να το συζητήσω με κανένα. Σεβόμουν την κατάσταση της μητέρας μου και ήμουν υπό τον ήχο της σιωπής. Όλη όμως αυτή η οργή έπρεπε να εκτροχιαστεί τεχνηέντως σε κάποιο αντικείμενο. Έπιασα λοιπόν και έσκισα τη φανέλα με την οποία είχα απομείνει πάνω στο κρεβάτι. Μεγάλη δυσκολία να σέβεσαι τους ανθρώπους μονομερώς και μια ζωή να ψάχνεις την αμφίδρομη εκδοχή αυτού του συναισθήματος. Όταν πεθάνω θα ήθελα να γραφτεί πάνω στο τάφο μου: Πέθανε από ανεπίστρεπτο σεβασμό. Ξέρω πια τον θάνατο. Τον έχω δει να με χουχουλιάζει στα χέρια του με τα γαμψά του νύχια. Του παραδίδομαι ολοκληρωτικά, αλλά αυτός με κανακεύει και δεν με παίρνει ποτέ μαζί του. Πραγματικά νιώθω βαριά και ασήκωτη δυσανεξία μέσα σ’ αυτή την υγρή ζέστη. Γλίτσα που κολλάει πάνω μου. Νιώθω σαν τον μυθικό ήρωα Ηρακλή που πέθανε από έναν δηλητηριασμένο χιτώνα στα αίματα του νεκρού Κένταυρου Νέσσου. Αλλά αυτό δεν είναι παρά μια αίσθηση θανάτου, κίβδηλη ως προς το τέλος της κι απόλυτα αληθινή σε σχέση με την αφετηρία της.
- Εξαφανίστηκε ένας φαντάρος και κανείς δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Αν αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε. Είμαι θλιμμένος κι αυτό το παιδί το συναντάω στις διαδρομές μου γύρω από το θάνατο. Κυκλοτερείς τροχιές με τον στρατιώτη ακοίμητο φρουρό της ειμαρμένης μου που λυγάει ολοένα και πιο κοντά προς το φυσικό μου τέλος. Δεν ξέρω αν θέλει να με κρατήσει ζωντανό ή να με τραβήξει προς το βυθό της τελευτής μου. Είναι γιατί δεν ξέρω για τον ίδιο πού βρίσκεται. Μ’ αρέσει που μέσα σε όλη αυτή την τύρβη από οξύηχα συναισθήματα βρήκα τον χρόνο και ερωτεύτηκα έναν ηθοποιό. Τον βρήκα ψάχνοντας τυχαία στο google ποιός είναι ο πιο μοναχικός άνθρωπος στον κόσμο. Όταν συγχύζομαι και πατώ πάνω στις ψυχωσικές εκτροπές μου… δεν ξέρω …ζω, πέθανα; Απ’ όπου κι αν περνάω, εγώ και η πομπή των πόνων μου, κανείς δεν με κοιτά. Είμαι αόρατος για όλους τους ανθρώπους. Μάλλον θα είμαι πεθαμένος. Είμαι μία σκιά ανυπαρξίας για τον αδερφό μου και τη μητέρα μου. Χρειάζομαι αίμα για να σαρκωθώ. Να βρω ξανά εκείνο το αρχαίο κουράγιο να παλέψω, να διεκδικήσω, να ζήσω. Είμαι ένας ζωντανός νεκρός. Ποτέ δεν στιγματίστηκε στην ιστορία των ανώνυμων κάποιος με το χάραγμα του ισόβια ανείδωτου. Μόνοι οι γάτες με αντιλαμβάνονται. Αλλά εκείνες βλέπουν και πέρα απ’ το αισθητό. Οι άλλοι με περνάν για ξοφλημένο. Τί έχει να δώσει ένα πνευματικός άνθρωπος σε μια ξιπασμένη επαρχία. Τίποτα απολύτως. Αυτοί εδώ πέρα που ζω τα ξέρουν όλα, τα έχουν ακούσει και τα έχουν ζήσει όλα. Γι’ αυτό κι αν τύχει και περάσω από κάποιο καφενείο μπορώ να στήσω αυτί -κανείς δεν με υπολογίζει- και τους ακούω όλους να φωνάζουν με ανυπέρβλητη κομπορρημοσύνη. Κι αν τύχει και βρεθεί κάτι που δεν ξέρουν, το επινοούν κιόλας. Παίρνω το θάνατο μου παραμάσχαλα , κουρασμένος από τόση ψόφια ζωή και επιστρέφω στο σπίτι μου στο διαδίκτυο. Αόρατος πάνω στο κρεβάτι -μα τι παρήγορο- ορατός για όλους τους φίλους του Facebook. Τελικά είμαι ζωντανός. Είμαι ζωντανός στο Facebook.
- Τι κι αν μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω. Δεν μ’ άκουσε κανείς. Ούτε αυτός, ούτε η άλλη. Δεν έχουν σημασία οι ιδιότητες στους ανθρώπους. Σημασία έχει η κατανόηση του ενός για τον άλλο. Δεν ξέρω πώς δεν πέθανα ακόμη. Είμαι τόσο ξεψυχισμένος, πληκτρολογώ με το ζόρι. Αλλά θέλω να καταγράψω αυτό το ξεψύχισμα. Θέλω όλοι εσείς να ξέρετε αν πεθάνω, από τί πέθανα. Σκέφτομαι, αναπολώ αγριότητες που έζησα πριν λίγες ημέρες. Πώς μπορείς να πείσεις κάποιον ότι είσαι άρρωστος, όταν αυτή η αρρώστια σου δεν έχει συμπτώματα στο σώμα; Γιατί η κατάθλιψη είναι ένας δαίμονας που θρέφεται από μένα. Δεν αφήνει σημάδια στο σώμα μου παρεκτός κι αν τα προκαλέσω εγώ. Μικρές καψαλισμένες τούφες στα μαλλιά μου. Χαρακιές στο δέρμα μου σαν μια προσπάθεια για να αλλάξει το κατεστραμμένο πεπρωμένο μου. Ν’ αλλάξουν με στιλέτο οι γραμμές της μοίρας στις παλάμες μου. Αλλά και σημάδια στο περιβάλλον μου. Σπασμένα κινητά. Οθόνες υπολογιστή ραγισμένες. Θυμάμαι για αυτά όταν τα έκανα και πιο παλιά, αντί αυτοί να ανησυχούν με έβριζαν αφειδώς και …ευχαριστώ πολύ για την άρνηση σας που μου δώσατε για να ζήσω. Δεν είναι των ημερών να συγκινούμαι . Δεν αισθάνομαι σχεδόν τίποτα. Σαν να κοιμήθηκα ήδη και τα εγκόσμια να μην είναι πλέον το δικό μου περιβάλλον. Ο Θεός είπε, θα σου δώσω την κόλαση της κατάθλιψης και τον παράδεισο των λέξεων. Μια φίλη μου κάτι ανέβασε στο Facebook για ένα ατύχημα με παιδιά που εγκλωβίστηκαν σ’ ένα σπήλαιο στην Ταϊλάνδη. Θέλω να ζήσουν όλα. Δεν μπορείτε να διανοηθείτε το βεληνεκές των προσευχών μου. Μινυρίζω γλυκά και με δέκτες της έκκλησης μου για βοήθεια τα πιο απρόβλεπτα πλάσματα. Ας πούμε πως στήνω προσευχές γι’ αυτά τα μικρά παιδιά με προσδοκίες να τις αναπέμψουν στο Θεό μαζί και για εμένα. Αυτό ήταν…
- Ο Θάνατος νυχτοπερπατά στα νεκροταφεία μελαγχολικός. Μην νομίζετε ότι χαίρεται για τον δύσκολο ρόλο του. Γι’ αυτό πάντοτε ζητάει απ’ τον Θεό την αναβολή κάθε κλήσης του ακόμη και για το πιο μικρό τέλος. Αν και δεν υπάρχει καμμιά κλίμακα τύπου βαθμολογικής αξιολόγησης της σπουδαιότητας των ζωών, ο Θάνατος έχει μες στο μυαλό του για τα ζωύφια και τις ακόμα μικρότερες υπάρξεις που παίρνει τις λιγότερες τύψεις. Ίσως να έχει ψυχόρμητα, από ανάγκες απροσπέλαστες στην ανάλυση, φτιάξει με την θανατηφόρα συνείδηση του μια πυραμίδα στης οποίας τη βάση βρίσκονται κάποια πρωτόζωα και στην κορυφή της τα παιδιά. Τρέφει μια ιδιαίτερη αδυναμία στα παιδιά γι’ αυτό και όταν τα παίρνει φροντίζει να είναι όσο πιο ελαφροπάτητος γίνεται. Εγώ ήθελα να πάω στο νεκροταφείο αλλά δεν ήξερα αν το σπίτι μου ήταν το μαυσωλείο μου. Μπερδεμένη κατάσταση να ψάξεις που έχεις θάψει τη ζωή σου. Στο καφενείο που συχνάζω δεν με βλέπει κανένας. Όπου και να κάτσω με τα χίλια μαρτύρια μου στο συσκοτισμένο μου βλέμμα, είμαι μια μάζα άμορφη. Σε στάση αναμονής για τον ερχόμενο εκείνο που θα με αντικρίσει και θα αποκρυσταλλώσει την αβεβαιότητα μου σε σχήμα ανθρώπινο ζωντανό. Ποτέ δεν ήρθε κανείς. Για μια σύντομη περίοδο που την ένιωσα σαν αιωνιότητα δεν ενεφανίσθη ούτε καν ο άγιος από το μπαρ Ναυάγιο της Αρλέτας. Κι εκείνος ο κακός barman, του μαγαζιού που ήμουν θαμώνας, τόσο βλοσυρός… με αγνοούσε επιδεικτικά. Γιατί διάβαζε ό,τι έγραφα στο Facebook και από φθόνο κακό και αναίτιο είκαζε πως θα ήμουν κάποιος μεγάλος. Κι ο Μάνος Ελευθέριου που λίγο είχα την τύχη να γνωρίσω την ευαισθησία του, είχε γράψει, «άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος κι από σπουργίτι θα γινόμουν αετός». Τί νομίζει ο κόσμος… την ώρα που αλλεπάλληλοι μικροί μου θάνατοι χρησμοδοτούν μια κάποια άσχημη κατάληξη στα μισά της ζωής μου. Ίσως λοιπόν τη ζωή μου να την έχω θάψει σ’ αυτό το καφενείο. Γιατί εκεί αρχίζει και τελειώνει η προσωπική μου ζωή. Μια προσωπική ζωή που πρέπει να διασταλεί και να ενδοβάλει όλους τους γνώριμους μου πεισματάρηδες. Αυτούς που είχαν σαν εφαλτήριο της ζωής τους την διαρραγή των δεσμών τους με τους γεννήτορες του. Οι όροι «μητέρα» και «πατέρας» ας μην χρησιμοποιηθούν σ’ αυτές τις περιστάσεις. Σέβομαι τέτοιους όρους και δεν ταιριάζουν σε καθάρματα.
- Και πάλι – δεν ξέρω- σαν να πρόκειται για τις ακροτελεύτιες μου γραφές. Αυτοκτόνησε ένα παιδί σε νότιο προάστιο της Αθήνας. Για την ακρίβεια απαγχονίστηκε. Απαγχονίστηκε στα 15 του. Φανταστείτε την οδύνη και την αίσθηση αδιεξόδου του που τον πήγαν μέχρι τη ΓΝΩΣΗ της αυτοκτονίας. Σε μια ηλικία που οι περισσότεροι έφηβοι δεν ξέρουν να ορίσουν ακριβώς το απονενοημένο διάβημα και τους τρόπους επιτέλεσης του. Εκείνος ήταν τόσο βαθιά λαβωμένος που μέσα σε μια στιγμή ήξερε και έκανε αυτό που οι πιο πολλοί συνομήλικοι του αγνοούν. Το φάντασμα του πλανάται και ευλογεί ετούτες τις γραμμές. Διαπερνά την πεισιθάνατη γραφή μου σαν να συντάσσω κι εγώ ένα σημείωμα αυτοκτονίας. Χθες σκεφτόμουν ότι στην κηδεία μου θα ήθελα να ακούγεται από κάποια κατάλληλη ηλεκτρονική συσκευή το τραγούδι των Evanescence «My Immortal». Δεν θα ήθελα σ’ αυτήν να παρευρίσκονται η μητέρα και ο αδερφός μου. Θα ήθελα να είναι το κοράκι του Πόε, η θάλασσα του Λωτρεαμόν, η χελώνα της Ζυράννας και κάποιο αγόρι απ’ τα ποιήματα του Γιώργου. Θα ήθελα να είναι οι ίδιοι αυτοί, η Ζυράννα και ο Γιώργος. Οι φίλοι μου, η Άντζελα, ο Νίκος, ο Χαρίλαος, η Χρύσα, ο Βασίλης , ο Τάσος, ο Γιάννης, η Δέσποινα, η Φένια… Οι φίλοι στο Facebook να ετοιμάσουν χαρούμενα κατευόδια για τις αναρτήσεις με τις ευχές τους για καλό ταξίδι στην ψυχή μου. Τα συγγενικά τέρατα θα πουν ότι λυτρώθηκα. Εγώ πάντα την αγαπούσα τη ζωή αλλά αυτοί -και εννοώ τους συγγενείς μου- μόνο φαρμάκια κι αποκλεισμό με κέρναγαν. Κανείς δεν ακούει τί κάνω. Αν πληκτρολογώ ή αν κόβω τις φλέβες μου με κάποιον ακονισμένο φλεβοτόμο. Τους είναι τόσο αδιάφορη η κόλαση μου…δεν ρώτησαν ποτέ γι’ αυτήν. Χθες έκανα μια βαθιά ουλή με ένα κοφτερό μαχαίρι στο αριστερό μου μπράτσο. Γέμισα αίματα τρία μετρά μακριά απ’ το οπτικό πεδίο της μητέρας μου. Τα έγλειψα όλα. Δεν άφησα παρά μια πορφυρή μεγάλη σταγόνα να υπάρχει στο χώρο. Η αντίληψη της μητέρας μου για τους άλλους τρέχει με ταχύτητες ευφυΐας. Μόνο με την περίπτωση μου κολλάει σε μια ηθελημένη αβελτηρία. Αναρωτιέμαι αν οι οφθαλμικές συσπάσεις της, μπορεί να δώσουν στον αμφιβληστροειδή της χιτώνα και τους φωτοϋποδοχείς της, πληροφορία για την ύπαρξη του αιμάτινου σφαιριδίου μου και συνεπακόλουθα για τη θυσία μου που παραλίγο να συντελεστεί. Νεκρός…
- Ήταν κι αυτή τη φορά θάνατος. Μου ήρθαν στο μυαλό φίδια και ερπυσμός τους. Ίσως κάποιος ψυχαναλυτής να είχε κάτι να πει εδώ. Ένιωθα με τη δύσπνοια και την κίνηση μιας ομάδας από φίδια σφιγκτήρες με ακένωτη όρεξη για τροφή. Ήτανε γύρω μου και αυτή η φαντασία μου τελείωσε τη στιγμή του πνιγμού μου απ’ τα ερπετά για να δώσει τη θέση της σε άλλες παραισθήσεις επικείμενου θανάτου. Η μητέρα μου κοιμόταν στο μέσα δωμάτιο. Επειδή είχε αυτό το περιστατικό από έμφραγμα ήμουν τιμωρημένος να μην την ενοχλήσω ακόμη και την ύστατη στιγμή της μικρής μου ζωής. Μικρή ως προς τις εμπειρίες της. Ποτέ δεν έζησα κάτι ολοκληρωτικά. Ποτέ δεν αφέθηκα. Μόνο δοκίμαζα γεύσεις και έπειτα φοβισμένος συστελλόμουν στο υπνοδωμάτιο μου. Συσπειρωνόμουν πάνω στο κρεβάτι μου στην εμβρυακή στάση. Τώρα πια το κάνα για να μονώσω την ακοή της μητέρας μου απ’ τα μικρά μου -σαν ποντικού- σκουξίματα. Ύστερα έκλεινα τα μάτια μου και μέσα στην θανατερή ταραχή μου είχα για απαντοχή πως κάποτε θα ξεκίναγα μια καινούργια ζωή. Δίχως τον ίλιγγο του συναπαντήματος με το αγγελόκρουσμα. Αυτό το μεταφυσικό ορόσημο όπου κλείνουνε οι παρτίδες με τη ζωή και ανοίγουν οι άλλες με το θεό. Δεν θέλω να μακρηγορήσω άλλο. Πέρασαν μήνες που ήμουνα ζωντανός και πεθαμένος μαζί. Κι όταν συνήλθα ακολούθησαν παρεμφερή συναισθήματα. Γι’ αυτό ας ακολουθήσουν καλύτερα αφηγήσεις για άλλους ανθρώπους που με ελέησαν μερικές φορές με την παρουσία τους.