Στο χώρο του Σύγχρονου Θεάτρου, ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία δεν βρίσκουν θέση. Στις 10 Οκτωβρίου, η καλλιτεχνική ομάδα Συντεχνία του Γέλιου επέστρεψε στο σανίδι με τη νέα εκδοχή της θρυλικής αντιρατσιστικής παράστασης «Μια γιορτή στου Νουριάν» του Volker Ludwig, σε σκηνοθεσία Βασίλη Κουκουλάνι. Η ανατρεπτική κωμωδία που παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Πορεία από το 2011 μέχρι το 2014, επέστρεψε ανανεωμένη, απευθυνόμενη σε παιδιά και ενήλικες.
Αποτυπώνοντας τις προκαταλήψεις, τις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών και την επικείμενη πολιτισμική συμφιλίωση, το έργο προσπαθεί να αναδείξει τις αρετές της ανεκτικότητας, της αλληλοκατανόησης και αυθόρμητης ταύτισης που έχουν τα παιδιά μεταξύ τους πέραν των εγκλωβισμών που επιβάλλονται από την περιχαράκωση σε εθνικότητες και κοινωνικές τάξεις.
Όπως είχε αναφέρει και ο Ludwig για την παράσταση της Συντεχνίας του Γέλιου: «Δυστυχώς το έργο παραμένει διαρκώς επίκαιρο. Το φυλετικό μίσος και οι προκαταλήψεις μοιάζει να κερδίζουν έδαφος παντού, παράλληλα όμως φαίνεται πως υπάρχουν άνθρωποι που τα καταπολεμούν με πολυμήχανα μέσα, με φαντασία, χιούμορ και ζεστή καρδιά και αυτό μου δίνει κουράγιο και ελπίδα».
Το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής, περιτριγυρίστηκα από παιδικά χαμόγελα που ξεγλιστρούσαν κάτω από τις μάσκες. Ανάμεσα στα παιδιά ήταν και αρκετοί ενήλικες, που παρασύρονταν από τον ενθουσιασμό τους. Το πολύχρωμο σκηνικό όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση, απεικονίζει ένα camp κατασκηνωτών στο οποίο βρίσκεται ο Νουριάν, ένας μετανάστης από το Ιράν, μαζί με τον 13χρονο γιο του, απολαμβάνοντας τις διακοπές τους.
Η άφιξη του Έλληνα κατασκηνωτή, Μπάμπη Παπαδόπουλου, μαζί με τα δύο παιδιά του, σηματοδοτεί τον μαραθώνιο των προκαταλήψεων που ξεδιπλώνονται μέσα από την υπόθεση του έργου.
Η αθωότητα και ο εύπλαστoς όμως χαρακτήρας της παιδικής συνείδησης, γίνονται το όχημα της συμφιλίωσης δύο οικογενειών και δύο λαών, που καταφέρνουν στο τέλος του έργου να αγκαλιάσουν εκείνα που τους ενώνουν και να παραγκωνίσουν όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευαν πως τους χωρίζουν. Οι άκαμπτες, δομικές στάσεις και πεποιθήσεις του Μπάμπη Παπαδόπουλου, σταδιακά κινητοποιούνται χάρη στην προσπάθεια της κόρης και του γιου του να έρθουν κοντά στον Ιρανό έφηβο camper μέσα από το παιδικό παιχνίδι και να ανακαλύψουν τον κόσμο του.
Τα φώτα χαμηλώνουν και οι πρωταγωνιστές συνεχίζουν να γιορτάζουν μονιασμένοι. Το ομότιτλο κομμάτι των Active Member, γίνεται ο επίλογος της απολαυστικής παράστασης, Μια Γιορτή στου Νουριάν.
Λίγο μετά το τέλος της, συναντώ τον σκηνοθέτη Βασίλη Κουκουλάνι, ο οποίος μου αναφέρει με ενθουσιασμό πως το τραγούδι σηματοδοτεί τη σύνοψη και την κατακλείδα όσων το έργο επιθυμεί να περάσει στους θεατές. Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’70 από το Θέατρο Grips του Βερολίνου και είχε τίτλο, Μια Γιορτή στου Παπαδάκη. «Στο γερμανικό κείμενο του 1973, υπήρχε ένα τραγούδι με παρόμοιους στίχους, με τη διαφορά ότι αναφερόταν στη χούντα και τη στρατιωτική παρουσία. Στη γερμανική εκδοχή, η οικογένεια των μεταναστών ήταν Έλληνες».
«Όταν μίλησα με τους Active Member, ενθουσιάστηκαν με την πρόταση και έσπευσαν να δουν την παράσταση. Στην ηχογράφηση του κομματιού, μιξάραμε και τις δικές μας φωνές, γιατί θέλουμε να ακουστούμε όλοι μαζί, δυνατά. Δεν θέλουμε να δώσουμε ένα ακόμη happy end στους ανθρώπους μέσα από την κατάληξη του θεατρικού, αλλά μια ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει».
«Αυτό που με πόνεσε περισσότερο το διάστημα της καραντίνας, ήταν ότι δεν είχαμε την ευκαιρία να μεταφέρουμε στον κόσμο αυτή την ιστορία. Πρόκειται για μία από τις παραστάσεις της Συντεχνίας του Γέλιου που αγγίζει ένα από τα πιο ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα», μου εξηγεί ο Βασίλης στη συνέχεια της κουβέντας μας.
Η απήχησή της, οφείλεται σημαντικά στον επίκαιρο χαρακτήρα της. «Όταν ξεκινήσαμε την Παράσταση, δεν ξέραμε ακριβώς τι έχουμε στα χέρια μας και δεδομένου ότι απευθύνεται και σε μικρά παιδιά, δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε πώς θα πάει. Ήταν ένα ρίσκο – σκεφτόμασταν ότι ο κόσμος μπορεί να αντιδράσει και να την αποστραφεί. Εν τέλει συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο κόσμος την αγκάλιασε, την αγάπησε και συνεχίζει να την αγαπάει».
«Έχω επίσης τη χαρά να αποκαλώ φίλο μου τον συγγραφέα του έργου – να συνεργάζομαι, να κάνω όνειρα μαζί του. Ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να στοχεύσει στο ταπεραμέντο και τη συγκίνηση του νεοέλληνα. Παρόλο που οι Ιρανοί και οι Έλληνες είναι δύο αρκετά όμοιοι λαοί ως προς την πληθωρικότητα, τη ζεστασιά και τη φιλοξενία, ο Έλληνας πατέρας στέκεται με θυμό σε όσα θεωρεί πως τους χωρίζουν».
«Η σκηνική δράση των παιδιών στην ιστορία, οδηγεί σε ακαριαία συμπεράσματα: Ξεμπροστιάζει τους μηχανισμούς του ρατσισμού και των προκαταλήψεων. Όταν είμαστε μικροί, διαθέτουμε πιο κοινή λογική η οποία μας επιτρέπει να μην εγκλωβιζόμαστε σε κουτάκια. Τα παιδιά, ξέρουν να “τακτοποιούν” τη βία με έναν πολύ αυθόρμητο τρόπο. Έχω ακούσει από συναδέλφους γονείς, να μου λένε ότι παιδιά τα οποία φοβόντουσαν ξένους ανθρώπους και άστεγους, μετά την παράσταση, έπαψαν να τους αντιμετωπίζουν με φόβο».
Ανάμεσα στους θεατές, συχνά βρίσκονται πρόσφυγες και μετανάστες παρέα με τα παιδιά τους. Ακόμη, στο πλαίσιο της κοινωνικής ισότητας και της συμπερίληψης, κάθε Κυριακή στις 15.00, η παράσταση είναι καθολικά προσβάσιμη για όλους και όλες, με ταυτόχρονη διερμηνεία στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα, ακουστική περιγραφή και υπέρτιτλους για κωφές/ους. Για τη ζωτική εξασφάλιση της καθολικής προσβασιμότητας, σημαντική είναι η συμβολή της Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών Ελλάδας.
«Μια Γιορτή στου Νουριάν» δεν αρκεί για να αλλάξουμε τον κόσμο, μπορεί όμως να μας κάνει να πιστέψουμε πως ένα παιδί διαθέτει τη δύναμη και τη θέληση που απαιτείται ώστε αυτό σταδιακά να συμβεί.