Αυτό που κάνει έναν συγγραφέα να ξεχωρίζει από σένα κι από μένα και τα ημερολόγιά μας, δεν είναι το πόσο ενδιαφέρουσες, ή τρομαχτικές, ή συναρπαστικές, ή ευφάνταστες είναι οι ιστορίες που μπορούν να σκαρφιστούν —αν κι αυτό, χωρίς αμφιβολία, βοηθάει πολύ.
Εκείνο όμως που κάνει τις ιστορίες τους αξιοδιαβαστότερες (ή όχι) απ’ την αστυνομική αναφορά του ανατριχιαστικού εγκλήματος, ή το ρεπορτάζ της ανθρωπιστικής βοήθειας των ιεραποστόλων, είναι το πόσο μπορούν την ιστορία όχι να σου την πουν, αλλά να σου τη δείξουν. Και δύσκολα συναντάς καλύτερο σύγχρονο συγγραφέα σ’ αυτό, απ’ τον Στίβεν Κινγκ.
Πάρε για παράδειγμα, μια πρόσφατη συνέντευξή του στον Guardian. Ο Κινγκ δεν σπαταλάει λέξεις να σου αναλύσει πόσο μπουκωμένο ήταν το μυαλό του από ιδέες, όταν ανάμεσα στα καθηγητικά καθήκοντα που πλήρωναν το νοίκι, προσπαθούσε να βρει χρόνο να κάτσει μπροστά απ’ τη γραφομηχανή: “Ήταν σαν κάποιος να φώναζε ‘Φωτιά!’ σε μια γεμάτη αίθουσα, κι όλοι να έτρεχαν να βγουν από την ίδια πόρτα ταυτόχρονα”. Έτσι ήταν οι ιδέες του μέσα στο μυαλό του, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 60, κι αυτή του η άνεση στην εικονοπλασία, είναι ένα απ’ τα πλέον ακαταμάχητα χαρακτηριστικά του έργου του.
Βέβαια, από έναν συγγραφέα που έχει παράξει 56 μυθιστορήματα και μερικές εκατοντάδες διηγήματα σε τέσσερις δεκαετίες δουλειάς (τουτέστιν, περί το ενάμιση βιβλίο το χρόνο, ή, αν προτιμάς, μία σελίδα κάθε μέρα, για τις τελευταίες 14.600 μέρες), μια τέτοια άνεση το περιμένεις να την έχει δουλεμένη —άλλωστε, και τον ίδιο να ρωτήσεις, δεν νομίζω να σου πει κάτι αντίθετο απ’ το ότι το ταλέντο που χρειάζεται κανείς, είναι ελάχιστο μπροστά στην εξάσκηση που απαιτείται για να γίνει επαγγελματίας γραφιάς.
Παρά το ατελείωτο του έργου του όμως, ο Κινγκ καταφέρνει ακόμη και σήμερα, με πάνω από μισή εκατοντάδα βιβλίων πίσω του, να διατηρεί στη γραφή του μια ανεξάντλητη φρεσκάδα. Την αμεσότητα, την αίσθηση του κατεπείγοντος, και ταυτόχρονα την στυλιστική ειλικρίνεια και άνεση που χρειάζεται ένα βιβλίο για να σε παίρνει απ’ το χέρι και να σε ταξιδεύει στην ιστορία του, χωρίς να σε μπουκώνει με τις αυτάρεσκες φαμφάρες και τα αισθητικά φούμαρα, που επιστρατεύουν συγγραφείς απεγνωσμένοι να σε πείσουν ότι το βιβλίο που κρατάς είναι πιο βαρύ απ’ το μελάνι του, κι έτσι εσύ βαρύτερος αναγνώστης απ’ τον διπλανό σου.
Το έργο του Κινγκ, ακόμη και στις λιγότερο εμπνευσμένες στιγμές του, έχει πλήρη κι ανόθευτη την αγνότητα της pulp λογοτεχνίας στην καλύτερη μορφή της: αυτήν που μπορεί να σε συνοδεύσει στο μετρό, να σου κάνει παρέα στον καναπέ και να σε κρατήσει ξύπνιο στο κρεβάτι, να σε περπατήσει σε κόσμους άγνωστους, ή να σου ξαναγνωρίσει τον δικό σου, να σου βρει τα λόγια που έψαχνες για να εκφράσεις τις ιδέες που δεν ήξερες ότι είχες, να σου ξυπνήσει συναισθήματα που έκρυβες, ή να καταλαγιάσει εκείνα που ένιωθες, να γαργαλήσει την νοημοσύνη σου, χωρίς ποτέ να την υποτιμήσει.
Το ότι το κείμενο του Κινγκ δεν αποτελείται μονάχα από λέξεις σε αράδες, αλλά συνεχίζεται κι ανάμεσα απ’ τις γραμμές της σελίδας, είναι αυταπόδεικτο: απ’ την αρχετυπική επιβλητικότητα με την οποία καψαλίζει με εφηβική οργή τις σελίδες του ντεμπούτου του με το Κάρι (1974), και την ζοφερή ανατριχίλα που σε παγώνει όταν βυθίζεσαι στο σύμπαν της ενδοοικογενειακής βίας που κυριαρχεί στη Λάμψη (1977), μέχρι τον καυτηριασμό του καταναλωτισμού της μετά-Ρήγκαν Αμερικής του Χρήσιμα Αντικείμενα (1991), το μετα-Αποκαλυπτικό, μετα-ψυχροπολεμικό σκηνικό του The Stand (1978) και τα ανεξάντλητα επίπεδα του κολωφώνα της καριέρας του, το saga του The Dark Tower Series, ο Κινγκ είναι, εξ ορισμού, ένας συγραφέας που διαβάζεις στα σοβαρά. Ακόμη κι όταν τα πράγματα είναι πιο ανάλαφρα.
Όπως για παράδειγμα στο τελευταίο του βιβλίο, το Joyland (2013), ένα ρομαντικό παραμύθι εφηβικής ενηλικίωσης σε ένα fun park της Αμερικής του ‘70, ή το επίσης πρόσφατο, υπερφιλόδοξο 11/22/63 (2011), στο οποίο ο Κινγκ στήνει έναν ύμνο στην ολοκληρωτική άρνηση του έρωτα να ασχοληθεί με χρόνια, ηλικίες κι εποχές, ενώ παράλληλα τριγύρω ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας ολόκληρης χώρας κι οι συγκρούσεις των σύγχρονων πολιτικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών πεποιθήσεων, με αυτές της Αμερικής 80 χρόνια πριν. Κι ακόμη νωρίτερα, με τίτλους όπως το Πράσινο Μίλι (1996), ή o Δρομέας (1982) —το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ, και 15ο που εξέδωσε— ο Κινγκ έχει αποδείξει ότι η ανθρώπινη κατάσταση, ο ψυχισμός του ανδρός, τα ζητήματα της καρδιάς και τα ψηφίσματα του νου, είναι εξίσου σημαντικά στο έργο του, όσο τα μεταφυσικά του μασκαρέματα.
Αν και, η αλήθεια είναι, πώς όταν παίζει στο γήπεδο του τρόμου, δύσκολα μπορείς να του βρεις αντίπαλο. Κι αυτό ας ελπίσουμε ότι θα αποδείξει με την καινούρια του δουλειά, το Doctor Sleep (στα αμερικανικά ράφια την Τρίτη). Στο οποίο ο Κινγκ επιστρέφει όχι μοναχά στον τρόμο, αλλά και στην εικονικότερη στιγμή της καριέρας του, αφού βρίσκει τον πιτσιρικά Ντάνυ Τόρανς της Λάμψης, να έχει μεγαλώσει και να δουλεύει σε νοσοκομείο, χρησιμοποιώντας τα μεταφυσικά του χαρίσματα για να προετοιμάσει τους μελλοθάνατους για το μεγάλο τους ταξίδι, παλεύοντας συγχρόνως με τα κύματα του αλκοολισμού, ενώ τριγύρω του πετάγονται (κυριολεκτικά) διαόλια απ’ το τραυματικό του παρελθόν. Ε δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ ψήθηκα. Πάλι.