Κάθε φορά που μιλάω με μια μπάντα που πρόκειται να υπογράψει με μεγάλη εταιρία, πάντα καταλήγω να τη σκέφτομαι σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Φαντάζομαι μία τάφρο γεμάτη με σκατά, στη μία άκρη της οποίας στέκεται ένας λακές της μουσικής βιομηχανίας κρατώντας ένα στυλό κι ένα συμβόλαιο. Κανείς από τους μουσικούς δεν μπορεί να δει τι είναι τυπωμένο στο συμβόλαιο, είναι υπερβολικά μακριά και η μπόχα από τα σκατά κάνει τα μάτια όλων να δακρύζουν. Ο λακές φωνάζει ότι όποιος τον φτάσει πρώτος κολυμπώντας θα υπογράψει. Όλοι βουτάνε και προσπαθούν μανιασμένα να τον φτάσουν. Δύο τερματίζουν ταυτόχρονα και αρχίζουν να παλεύουν μέσα στα σκατά. Ώσπου απομένει ένας. Προσπαθεί να πιάσει το στυλό, αλλά ο λακές του λέει «βασικά νομίζω ότι πρέπει να κάνεις και κάτι ακόμη. Κολύμπα ξανά σε παρακαλώ. Ύπτιο». 

Στα 22 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που ο Steve Albini έγραψε το κείμενο The Problem With Music – για να το δει να αναπαράγεται συνεχώς και να ανάγεται σε εσαεί επίκαιρο «λεκτικό τοτέμ» που συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις, να γίνεται δηλαδή (αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους τρίτης χιλιετίας) viral με τον «παλιό, καλό, offline» τρόπο, αυτόν του word of mouth – η μουσική βιομηχανία (όπως και γενικότερα η βιομηχανία του θεάματος, αλλά ας μην το «ανοίξουμε» τόσο πολύ) έχει αλλάξει τόσο κατακλυσμιαία που σε κάποιο βαθμό φαντάζει σχεδόν καταχρηστικό να μιλάει κανείς «απλώς» για ραγδαίες εξελίξεις. Είναι πια σαν να ζούμε σε αυτό που ειδικά τα τελευταία χρόνια κυοφορήθηκε ταχύτατα, για να οδηγήσει τελικά στη μη αναστρέψιμη γέννηση ενός νέου, γενναίου (;) ψηφιακού κόσμου. 

Μετά το κομβικό 1993, λοιπόν, τότε που όλες οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες υπέγραφαν αδηφάγα όποια της προκοπής ή τυχάρπαστη μπάντα θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «νέους Nirvana», ο Steve Albini, αυτός o μύστης του underground (ως εγκέφαλος των Rapeman, των Big Black και των Shellac, με τους οποίους θα προϋπαντήσει το Plissken 2015 στις 3 και 4 Ιουνίου σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα αντίστοιχα) που όμως ως ακούραστος μηχανικός ήχου στο στούντιο Electrical Audio έχει στο παλμαρέ του και αρκετούς δίσκους καλλιτεχνών (από τους Nirvana μέχρι τους Breeders και από την PJ Harvey μέχρι τους Pixies) που ξεκίνησαν από εκεί («από τα κάτω») για να γευτούν και τη γλύκα της «άλλης πλευράς» χωρίς εν πολλοίς να χαριστούν καλλιτεχνικά, τέλος πάντων αυτός ο μεγάλος αιρετικός της μουσικής βιομηχανίας, επέλεξε την τρέχουσα σεζόν για μία ακόμη καίρια παρέμβαση. Ήταν λίγο πριν από την εκπνοή του 2014 όταν μιλώντας σε ένα συνέδριο στην Αυστραλία, διατράνωσε με μερικές χιλιάδες λέξεις και με τον αέρα (αλλά όχι το τουπέ) ενός σεβάσμιου 52χρονου που είναι «ενεργός στη μουσική σκηνή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το 1978», όπως είπε, ότι – μέσες άκρες – «όσα λένε σχετικά με το πόσο απαίσια είναι η δωρεάν διακίνηση της μουσικής, ότι τάχαμου πρόκειται περί κλοπής κλπ, είναι μαλακίες» και ότι η κατάσταση για τους ίδιους τους μουσικούς, πλην των «παρατρεχάμενων» παραγόντων, είναι καλύτερη από ποτέ ακριβώς λόγω του αχαλίνωτου internet. Γιατί όπως λέει και στην Popaganda, το ζητούμενο είναι η ύπαρξη της «σκηνής» και όχι της «βιομηχανίας» και ούτε φυσικά η σώνει και καλά υλική ικανοποίηση «ψευτολουδιτών» που «κλαίμε» πάνω από τα βινύλια και τα χάρτινα βιβλία μας. Όλο αυτό ενώ τραβάμε φωτογραφίες για το instagram, βεβαίως βεβαίως…

Οι Shellac επί το έργον.

22 χρόνια μετά από το θρυλικό, πια, άρθρο σου The Problem With Music, είδες την ιστορία να επαναλαμβάνεται κατά κάποιο τρόπο, να γίνονται δηλαδή τα λεγόμενά σου και πάλι viral, έστω και αν με την προ μηνών ομιλία σου στην Αυστραλία, χρειάστηκαν μόλις λίγες ώρες για να συμβεί αυτό. Μπορεί να σου φανεί δύσκολο να το πιστέψεις, αλλά νόμιζα πως ό,τι έλεγα δεν θα ξεπερνούσε τα γεωγραφικά όρια της Αυστραλίας. Έπρεπε όμως να το περιμένω. Αυτή είναι η κατάσταση της σύγχρονης δημοσιογραφίας. Αν κάποιος γράψει κάτι που θα κεντρίσει την προσοχή του κόσμου σε ένα τυχαίο σημείο του πλανήτη, τότε αυτοστιγμεί όλοι οι δημοσιογράφοι νιώθουν την ανάγκη να γράψουν την ίδια ακριβώς ιστορία. Κι επειδή τα πάντα σήμερα στα ΜΜΕ γίνονται με copy/paste, δεν χρειάζεται καμία ιδιαίτερη προσπάθεια για να αναπαραχθεί κάτι. Νομίζω πως αυτό που έγινε λέει περισσότερα για τη δημοσιογραφία παρά για τη μουσική. Είναι κραυγαλέα η έλλειψη πρωτοτυπίας στη δουλειά που κάνεις.

Μην το πάρεις προσωπικά, αλλά και η μουσική βιομηχανία, που είναι η δική σου δουλειά, δεν βρίθει πρωτοτυπίας και πρωτοπορίας. Αν κι εσύ βέβαια, υποστηρίζεις ότι η κατάσταση είναι σήμερα καλύτερη από ποτέ. Είναι ενδιαφέρον ζήτημα. Δεν είναι πολλοί αυτοί που έχουν τη διάθεση να μιλήσουν με επιχειρήματα, να αναλύσουν σε βάθος ό,τι συμβαίνει, οι περισσότεροι αρκούνται απλώς να λένε «είναι μια χαρά» ή από την άλλη «είναι σκατά, χάνουμε πολλά λεφτά». Κανείς όμως δεν εξηγεί με ακρίβεια την κατάσταση που δημιουργεί τις συνθήκες που κάποιοι βρίσκουν καλές και κάποιοι άλλοι κακές. Από τη δική μου οπτική γωνία, τα πράγματα είναι πολύ καλά για τους μουσικούς και τις μπάντες. Δεν είναι τόσο καλά για τη βιομηχανία που είχε αναπτυχθεί γύρω από την κυκλοφορία δίσκων. Αλλά ξέρεις, πρόκειται για ένα μικρό αριθμό ανθρώπων, πολύ λιγότερους απ’ όσους παίζουν μουσική ή από τους fans.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ 

«Μέσω του internet, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο επιτρέπει την πρόσβαση στα πάντα, ανεξάντλητη ποσότητα μουσικής γίνεται τελικά διαθέσιμη χωρίς κόστος». Αυτό είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της περιβόητης ομιλίας σου. Στο τέλος της ημέρας, όμως, πιστεύεις πραγματικά ότι μια νέα μπάντα που διαθέτει τη μουσική της online, έχει περισσότερες πιθανότητες να ακουστεί απ’ ότι μια μπάντα στα 80s και στα 90s που έβγαζε ένα επτάιντσο single; Μήπως τελικά κινδυνεύει να χαθεί στον ωκεανό της υπερπληροφόρησης; Είναι ενδιαφέρον αυτό που λες και το ακούω από πάρα πολλούς, φίλους και μη. Θα το επαναλάβω με έναν άλλο τρόπο. Όπως λες λοιπόν, οι άνθρωποι σήμερα μπορούν να ακούσουν τόση πολλή μουσική, που καταντάει δύσκολο να ακούσουν μουσική. Δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται λίγο ανόητο. Είναι σαν να λέμε ότι βρέχει πάρα πολύ αλλά δεν ξέρουμε αν θα βραχούν όλα τα λουλούδια στον κήπο. 

Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι το ραδιόφωνο δεν επηρεάζει, αν όχι τη σκηνή καθαυτή μιας οποιαδήποτε πόλης, τότε αν μη τι άλλο την ποσότητα μετακλήσεων ξένων ονομάτων και κυρίως την πιθανότητα επιτυχίας τέτοιων συναυλιών; Ούτε οι Shellac ούτε καμία από τις προηγούμενες μπάντες που έπαιζα παλιότερα, μπορούν να παιχτούν με άνεση στο ραδιόφωνο. Γι’ αυτό ποτέ δεν με απασχόλησε η επιδραστικότητα αυτού του Μέσου, είναι σαν μια ξένη χώρα για μένα, στην οποία μιλάνε μια εντελώς διαφορετική γλώσσα από τη δική μου, έχουν άλλα ήθη κι έθιμα. Η μουσική σκηνή στην οποία οι μπάντες μου υπήρξαν ενεργές οντότητες, είναι πολύ πιο αυτοσυντηρούμενη, αυτόφωτη αν θες, μακριά από τη mainstream κουλτούρα, και λειτουργεί με όρους καλλιτεχνικού underground. Δεν με ενοχλεί, λοιπόν, που σήμερα είναι λιγότερες από ποτέ οι πιθανότητες να ακουστούν οι Shellac στο ραδιόφωνο, γιατί πολύ απλά δεν ακούω ραδιόφωνο, δεν με επηρεάζει, δεν βλέπω μια θέση στο airplay σαν κάποιου είδους επιβεβαίωση. Οι άνθρωποι που είναι fans των Shellac και άλλων συγκροτημάτων σαν εμάς, αποφασίζουν μόνοι τους γι’ αυτό που θα ακούσουν, δεν περιμένουν από κανένα ραδιοφωνικό ινστρούχτορα να τους δείξει το δρόμο.

Πως ενημερώνεσαι λοιπόν για τη νέα μουσική που, όπως λες κι εσύ, κυκλοφορεί πια σε αφθονία; Εκ των πραγμάτων, λόγω της δουλειάς μου, είτε μου αρέσει είτε όχι ακούω συνέχεια νέα μουσική. Είναι τουλάχιστον μία νέα μπάντα στο στούντιο σε καθημερινή βάση. Εκτός αυτού όλοι οι μουσικοί που ηχογραφούν εδώ είναι ενεργά μέλη της «σκηνής» και μου προτείνουν πράγματα. Αυτό συμβαίνει και όποτε περιοδεύουμε με τους Shellac. Συναντάμε κόσμο, μας δίνουν δίσκους. Τέλος πάντων, είμαι μπλεγμένος στη μουσική βιομηχανία εδώ και δεκαετίας, οπότε εκτίθεμαι στη μουσική από πρώτο χέρι, τόσο απλά.

Πιστεύεις ότι θα έρθει κάποτε η μέρα που οι μουσικοί θα βγάζουν χρήματα από τις διάφορες υπηρεσίες streaming; Είναι ρεαλιστικό αυτό το σενάριο; Νομίζω ότι δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να γίνει επικερδές για τους μουσικούς. Στην καλύτερη περίπτωση, ίσως να βγάλουν ελάχιστα χρήματα. Οι μόνοι που μπορεί να πιάσουν την καλή είναι οι επενδυτές, που βέβαια δεν έχουν καμία σχέση με τη μουσική, γι’ αυτούς είναι το ίδιο με το να ποντάρουν τα λεφτά τους σε οποιαδήποτε άλλη εταιρία. Υπάρχουν βέβαια και οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες που επέτρεψαν στις υπηρεσίες streaming να χρησιμοποιήσουν τον κατάλογό τους, και οι οποίες ως κάτοχοι των πνευματικών δικαιωμάτων, θα αποζημιωθούν πλουσιοπάροχα. Αλλά είναι κοινό μυστικό ότι οι μουσικοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, μόνο ψίχουλα θα βάλουν στην τσέπη.

Διάβασα ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ στο περιοδικό Fact, σύμφωνα με το οποίο το hype των τελευταίων χρόνων γύρω από το βινύλιο, μάλλον κάνει κακό στα μικρά labels, γιατί οι πολυεθνικές που βρήκαν άλλη μία, έστω μικρή, αγελάδα να αρμέξουν, χρησιμοποιούν σχεδόν όλα τα διαθέσιμα εργοστάσια παραγωγής δίσκων για να τυπώσουν τους δικούς τους τίτλους, συνήθως επανακυκλοφορίες και τέτοια… Αυτό που υποστηρίζει το ρεπορτάζ είναι απόλυτα αναληθές. Μπορώ να σου πω με απόλυτη βεβαιότητα, λόγω της δουλειάς μου, ότι το βασικό πελατολόγιο των εργοστασίων παραγωγής βινυλίου είναι οι μικρές εταιρίες και αυτό έχει να κάνει και με το ότι από τη στιγμή που οι πολυεθνικές σταμάτησαν να τυπώνουν βινύλια στα 90s, συσφίγχθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στα indie labels και τα εργοστάσια. Υπάρχουν, βέβαια, περιπτώσεις, όταν μια μεγάλη εταιρία θέλει να βγάλει μια επανακυκλοφορία ή το νέο δίσκο μιας διάσημης μπάντας ή κάτι για τη Record Store Day, που μπορεί να πιέσει λίγο την κατάσταση. Αυτές οι περιπτώσεις όμως είναι εξαιρέσεις. 

Εσύ συνεχίζεις να αγοράζεις βινύλια; Φυσικά. Όταν είναι να αγοράσω ένα δίσκο, θα αγοράσω «ένα δίσκο», το real thing. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τελικά το μυστικό της μακροημέρευσης των Shellac – μιας κι έχετε κλείσει πια τα 22 – είναι η part-time φύση της μπάντας, το ότι αν και είναι το καλύτερο πράγμα που κάνεις κάθε χρόνο, όπως έχεις πει, δεν μπορείς να το κάνεις για πολύ, γιατί πρέπει να επιστρέφεις στο στούντιο και στην υπόλοιπη «κανονική» ζωή σου; Μα ναι, φυσικά! Ακριβώς επειδή οι Shellac δεν είναι σαν δουλειά για εμάς, δεν νιώθουμε καμία πίεση να βγάλουμε λεφτά, να είμαστε παραγωγικοί ή κάτι τέτοιο. Θα γράψουμε τραγούδια και θα περιοδεύσουμε μόνο όταν έχουμε το χρόνο σε συνδυασμό με τη διάθεση. Οι Shellac είναι πηγή απόλυτης ευχαρίστησης για εμάς. Είναι ένας μικρός θησαυρός, κάτι τρομερά πολύτιμο, αλλά το τονίζω ξανά, δεν είναι η δουλειά μας.

Φανταζόσουν ποτέ ότι ειδικά υπό αυτές τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούν οι Shellac, θα φτάνατε ποτέ να θεωρείστε θεσμός ως μπάντα; Δεν το εννοώ με την «καθεστωτική» έννοια του όρου, αλλά φαντάζομαι ότι ξέρεις πως υπάρχουν αναρίθμητες νέες μπάντες μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που σας έχουν ως παράδειγμα προς μίμηση – ή νομίζουν ότι σας έχουν. Εγώ νιώθω ότι απλώς υπάρχει μια κοινότητα ενδιαφέρουσας μουσικής της οποίας η μπάντα μας αποτελεί μέλος, και είμαι χαρούμενος γι’ αυτό. Αλλά δεν νιώθω άνετα με την ιδέα ότι οι Shellac είναι σημαντικότεοι από οποιαδήποτε άλλη μπάντα της σκηνής. Η κοινωνικοποίηση, η αλληλεπίδραση και γενικά η ύπαρξη της σκηνής είναι που μετράει πολύ περισσότερο από τον καθένα μας.

Μπορείς να υπολογίσεις πόσα από τα εκατοντάδες συγκροτήματα που έχουν ηχογραφήσει στο στούντιό σου όλα αυτά τα χρόνια, έχεις καθίσει να τις ακούσεις «εκτός δουλειάς»; Είναι λίγο δύσκολο να σου πω, ξέρεις, είναι τόσοι πολλοί οι δίσκοι που γράφουμε εδώ. Συνήθως, μετά το τέλος της ηχογράφησης, ο δίσκος παίρνει το δρόμο του για την κυκλοφορία, και δεν το ξανακούω. Μου έχει τύχει πάντως να είμαι σε κάποιο δισκάδικο στην άκρη του κόσμου, να βάζω κάτι να παίζει, να μου αρέσει ο ήχος και μετά να καταλαβαίνω ότι πρόκειται για μπάντα με την οποία έχουμε δουλέψει μαζί. Είναι το ίδιο ευχάριστη έκπληξη κάθε φορά. 

Shellac ετών 23. Από αριστερά: Steve Albini, Todd Trainer, Bob Weston.

Έχεις ωραίες μνήμες από τις ηχογραφήσεις των Bokomolech, που θα ανοίξουν και τη συναυλία σας στην Αθήνα; Είναι υπέροχοι άνθρωποι. Πέρα από τη μουσική τους που μου αρέσει, εκτιμώ το ότι τόσα χρόνια συνεχίζουν μαζί χωρίς να μετατρέπουν τη μπάντα στο κέντρο της ύπαρξής τους. Τώρα που το σκέφτομαι, η προσέγγισή τους μοιάζει πολύ με αυτή των Shellac.

Και κάτι τελευταίο, που ελπίζω να καταλάβεις ότι δεν γίνεται να μη σε ρωτήσω. Μπορεί, λοιπόν, το In Utero να μην είναι ο αγαπημένος σου δίσκος, πάντως είναι αυτός που σε έκανε γνωστό ως μηχανικό ήχου σε ένα ευρύτερο κοινό και ταυτόχρονα έφερε τα πάνω κάτω με μία όχι και τόσο ευχάριστη έννοια, αφού όπως έχεις πει, μετά από τη διαφωνία με την εταιρία των Nirvana, σχεδόν χρεωκόπησες και αναγκάστηκες να χτίσεις τη δουλειά σου από την αρχή. Σκέφτεσαι ποτέ πόσο αλλιώτικα θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα αν δεν είχες συμμετάσχει σε αυτή την ηχογράφηση; Δεν νομίζω ότι θα ήταν πολύ διαφορετικά. Η πλειοψηφία των πελατών μου ανέκαθεν ήταν ανεξάρτητοι, underground μουσικοί. Αν απομονώσεις ένα άλμπουμ από όλα πάνω στα οποία έχω δουλέψει, νομίζω ότι τελικά δεν φαντάζει πια και τόσο σημαντικό. Πιστεύω ότι ήταν καλός δίσκος, και οι Nirvana καλή μπάντα και χαίρομαι που ήταν επιτυχημένοι, το άξιζαν. Αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με την προσωπική μου ιστορία, το In Utero παραμένει απλώς ένας δίσκος. Ένας ανάμεσα σε μερικές χιλιάδες.


Θεσσαλονίκη: Τετάρτη 3 Ιουνίου, 8ball Club, Πίνδου 1, Λαδάδικα. Guests: Chinese Basement. Περισσότερες πληροφορίες εδώ. Αθήνα: Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015, AN Club, Σολωμού 13-15. Guests: Bokomolech. Περισσότερες πληροφορίες εδώ. Τιμή Εισιτηρίου: Προπώληση 12 € & Ταμείο 15 €.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος