Ξέρετε, λοιπόν, τι θέλω από εσάς; Να μου εξηγήσετε τι σημαίνει ότι το «Γυναίκες που Περάσατε από Δω» είναι το «ακίνητο road movie του Σταύρου Τσιώλη».

Εγώ έχω μία φήμη ότι όλες οι ταινίες μου είναι ταινίες δρόμου. Πράγματι, στο δρόμο έχεις ελευθερία. Νιώθω μεγάλη χαρά στο δρόμο, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα. Η ζωή, η φύση, η εναλλαγή τελικά ολοκληρώνουν κάτι. Και λάθη να έχουν οι ροές σου, οι ιστορίες σου, να μπάζουν δηλαδή από κάπου, έρχεται η ομορφιά της ίδιας της ζωής -γιατί είναι η ίδια η ζωή εκεί έξω- και σε συμπληρώνει, οπότε δεν φαίνεται η παθογένεια. Σου λένε «α, τι ωραία ταινία!» κι εσύ σκέφτεσαι «εμένα μου λες…». Τώρα, όμως, όλη αυτή η ταινία γυρίστηκε σε ένα δρομάκι στο Γαλάτσι. Όπου οι δύο ήρωες θα φυλάξουν για μια μέρα τσίλιες ενώ χτίζεται ένα παράνομο δωμάτιο. Περιμένουν, λοιπόν, μήπως περάσει κανένας πολεοδόμος. Αλλά δεν περνάει. Περνάνε άλλοι, γυναίκες και άντρες. Εγώ όλο αυτό το ένιωσα μέσα μου σαν ένα road movie, όμως όχι πια στα χωριά, στα βουνά, στους δρόμους, αλλά στους ανθρώπους. Μια διαδρομή στους ανθρώπους.

Σε μια ταινία που γυρνάς στη Βόλβη, από δω κι από κει, υπάρχει μια διαφορετικότητα στα τοπία. Εδώ η διαφορετικότητα υπάρχει στα πρόσωπα. Είναι σαν να διαπερνάς έναν κόσμο ολόκληρο. Κι αυτό είναι μια διαδρομή. Εκεί κολλάει το “road”. Κι επειδή μιλάμε για κινηματογράφο, κολλάει και το “movie”. Βάζεις και τη λέξη «ακίνητο» και δένει. Και την πατάς έτσι, γιατί πρέπει μετά να το εξηγείς, καλή ώρα…

Ξέρω ότι αυτή την ταινία την περιμένει ο κόσμος. Αυτό είναι, όμως, και το δράμα μας. Θα σου εξηγήσω γιατί. Ανέλπιστα, και χωρίς να το περιμένει κανείς, μια ταινία απ’ αυτές που έκανα παλιά, που λεγόταν «Ας περιμένουν οι γυναίκες», έκανε ξανά μεγάλη επιτυχία. Χωρίς να το ξέρω. Σου το ορκίζομαι. Ήταν το πιο εύκολο σενάριο που έγραψα ποτέ. Γράφτηκε μέσα σε είκοσι μέρες με ένα μήνα. Είχα, βέβαια, πολλά στοιβαγμένα μέσα μου, ήταν έτοιμο το υλικό. Απλώς τακτοποίησα τη μνήμη μου, αυτό ήταν όλο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Μας είχε συμβεί κάτι με τον Χρήστο τον Βακαλόπουλο και το σενάριο το είχαμε φτιάξει τουλάχιστον πέντε-έξι χρόνια πριν τα γυρίσματα. Πηγαίναμε στον Αργύρη τον Μπακιρτζή μετά τον «Έρωτα στη χουρμαδιά». Μπαίνουμε στη Θεσσαλονίκη κι εγώ παθαίνω ένα σοκ. Δεν ξέρω πώς θα πάω στην Εγνατίας, πώς θα πάω στο Ολύμπιον, πώς θα πάω από ‘δω κι από κει. Αρχίζουμε να ρωτάμε τον κόσμο. Του λέω «Χρήστο πρόσεξε, υπάρχουν ταμπέλες που λένε “Καβάλα”. Μόλις τη δεις, να μου πεις, να στρίψω προς τα εκεί, να ‘μαστε κι οι δύο με τα μάτια ανοιχτά». Προχωράμε, προχωράμε, πηγαίναμε με ταχύτητα, όσο και η ροή των αυτοκινήτων, περίπου με 80χλμ, δεν ήταν και λίγα. Ξαφνικά μου λέει ο Χρήστος «Καβάλα! Καβάλα!». Τελευταία στιγμή έστριψα, κόντεψε να μας βαρέσει μια νταλίκα. Πάμε λοιπόν προς Καβάλα. «Μπράβο ρε Χρηστάκο…», του λέω. Και πάμε, πάμε, πάμε… Εγώ έχω στο μυαλό μου, γιατί έχω δει χάρτες, ότι πηγαίνοντας στην Καβάλα η θάλασσα είναι απ’ τα δεξιά. Ξαφνικά βλέπουμε τη θάλασσα αριστερά, και μάλιστα έχει δυο-τρία μέτρα κύμα σε πληροφορώ, γιατί ήταν άγρια μέρα. «Ρε Χρήστο», λέω, «είδες πραγματικά την ταμπέλα να δείχνει προς Καβάλα;» «Αφού το είδα!» μου λέει. Σταματάμε λοιπόν, για οδηγίες. Ήταν ένας που πούλαγε μπανάνες. Λέω του Χρήστου «κάτσε να φάμε τουλάχιστον καμιά μπανάνα». Ούτε καφέ είχαμε πιει, ούτε τίποτα. Πάμε να πάρουμε δυο μπανάνες, του λέω, και να μας πει ο άνθρωπος πώς θα πάμε στην Καβάλα. Κατεβαίνω, πάω στον κύριο εκεί, πολύ καλό παιδί μου φάνηκε. «Τι θέλετε;» μου λέει. «Ρε μανάρι δώσ’μου δυο μπανάνες» του λέω. Έβγαλε δυο μπανάνες και τις ζύγισε. «Πάμε στην Καβάλα και ξέρω ότι πρέπει να έχω τη θάλασσα δεξιά» του λέω, «εδώ όμως την έχω δεξιά. Μπορείς να μου πεις που πάω; Στον Πλαταμώνα είμαι;». Και μου λέει «όχι πας κανονικά, αυτή είναι η λίμνη Βόλβη, χριστιανέ μου!». «Καλά», του λέω, «δώσ’μου άλλες έξι μπανάνες». Τις έφαγε όλες ο Χρήστος. Μία άνοιξα εγώ, άφησα τη μισή και την έφαγε κι αυτή. Ο οποίος Χρήστος δικαιώθηκε κιόλας, μιας και δεν είχε κάνει λάθος, κακώς του κολλούσα. Στο δρόμο μέχρι την Καβάλα είχαμε φτιάξει το σενάριο.

Ναι, τόσο εύκολα, γιατί του λέω: «Χρήστο, έχεις ακούσει για κάποιο ιστορικό συνέδριο της Βόλβης;». Μου λέει «κάτι έχω ακούσει, αλλά δεν θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο». Του λέω λοιπόν «εδώ στη Βόλβη έγινε το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, το επομονομαζόμενο ιστορικό συνέδριο της Βόλβης. Άρα θα έχει κάπου ένα πολυτελές ξενοδοχείο, στο οποίο θα πάμε να πιούμε τον καφέ μας και να φάμε πρωινό, βούτυρο με μέλι και ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή μας». Εκεί που είμαστε φτιαγμένοι, βλέπουμε ξαφνικά σημαίες, ελληνικές, ευρωπαϊκές. Νάτα, εδώ είμαστε, σκέφτομαι και μπαίνουμε μέσα. Και τελικά αντικρύζουμε ένα κτίριο που είναι μόνο κάτι γεροντάκια, ίσα που περπατάνε. Κατεβαίνω από το αμάξι. «Συγνώμη», λέω, «εδώ δεν έγινε το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης;» Και μου λέει ο γεράκος «θα σας γελάσω». Το ‘βαλα και στην ταινία! Ρωτάμε από δω, ρωτάμε από ‘κει, τίποτα. Και λέω λοιπόν -τονίζω ότι εγώ το είπα, γιατί το διεκδίκησε κι ο Χρήστος: «Χρήστο παίξανε παιχνίδι εις βάρος του κοσμάκη. Δήθεν ότι έγινε συνέδριο, αλλά συνέδριο δεν έγινε». Οπότε ξεκινήσαμε πάλι για Καβάλα.

Στην ταινία οι δύο ήρωες αντί να είναι ο Βακαλόπουλος και ο Τσιώλης, είναι δύο τύποι που πάνε στη Θάσο, στις οικογένειές τους, όπου τους περιμένουν παιδιά, σκυλιά, γυναίκες, πατεράδες, αδερφές κι αντί να πάνε κι αυτοί λίγο να διασκεδάσουν, να χαρούν, θα πρέπει να φροντίσουν τόσους ανθρώπους. Οπότε τι κάνουν; Και μου λέει ο Χρήστος: «ο ένας ερωτεύεται ξαφνικά μια κοπέλα που κάνει οτοστόπ στο δρόμο. Οπότε δε φεύγουν». Γι’ αυτό είχαμε την ατάκα που παίρνει τηλέφωνο η γυναίκα και της λένε: «άκου να δεις, παίξανε παιχνίδι σε βάρος του κοσμάκη. Ο Αντώνης», ο οποίος είναι πασοκόσκυλο, «θα ζητήσει εξηγήσεις». Μετά έρχεται ο Μπουλάς να τους πάρει, γιατί σου λέει δε θα φυλάω εγώ δεκαπέντε άτομα, να ‘ρθείτε κι εσείς. Κόλλησε, βέβαια, κι αυτός. Έτσι στήθηκε η ιστορία, μην το ψάχνεις.

Μια κλασική ελληνική ταινία είναι, η οποία όμως είχε τους ωραίους της διαλόγους. Τέλος πάντων, είχε κάτι που «έπιασε» τους άντρες. Σου λένε, δεν έχουμε δικαίωμα κι εμείς στην ελευθερία πια; Είμαι, ρε πούστη, 15 χρόνια παντρεμένος με 4 παιδιά, δε μπορώ να ‘χω ένα καλοκαίρι για μένα;

Φοβάμαι μήπως τα νέα παιδιά περιμένουν να δουν και στη νέα ταινία κάτι σαν το «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Κι απ’ αυτά που βλέπω στο facebook, κάτι τέτοιο περιμένουν. Παίζει ένα ρόλο και το ότι κλείνει την «τριλογία των γυναικών». Είναι κι αυτός ο τίτλος… Ετοιμαστείτε να γελάσουμε, θα γίνει της πουτάνας, λένε. Ποιας πουτάνας θα γίνει; Εδώ είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Πιστεύω, όμως, ότι η ταινία θα τους κερδίσει. Ναι μεν είναι κάτι άλλο, αλλά πώς να το πω, δεν είναι τυχαίο το σύνθημα «ακίνητο road movie». Έχει μια αλήθεια και μια ειλικρίνεια. Κι ας είναι ακίνητο.

Οι γυναίκες που περνάνε και μιλάνε με τους δύο ήρωες, όλες κουβαλάνε μέσα τους μια πληγή. Και ποιος δεν κουβαλάει, θα μου πεις. Αλλά στις γυναίκες οι πληγές έχουν μεγαλύτερη αξία από τις δικές μας. Εμείς είμαστε πιο «ελεύθεροι», δεν παθαίνουμε και τίποτα, μπορούμε να την κοπανήσουμε.

Ο Ερρίκος Λίτσης και Κωνσταντίνος Τζούμας πρωταγωνιστούν. Από μπροστά τους περνάει η Ρόζα Προδρόμου…

…και η Κωνσταντία Τάκαλου.

Η γυναίκα είναι ευαίσθητο, ανώτερο ον. Πιστεύω ότι είναι το ανώτερο ον της δημιουργίας. Γιατί αγαπάει πιο βαθιά, σαν να εξαρτάται η ύπαρξή της από αυτό.

Μια γυναίκα που θα ερωτευτεί και θα πληγωθεί, μπορεί να μη γίνει ποτέ καλά. Πιστεύω ότι ο άντρας είναι αλλιώς. Πες μου εσύ ποια γυναίκα ονειρεύεσαι τώρα. Θες τη Μπελούτσι; Άμα σε πάρω και σε ρίξω δίπλα της και αυτή πει «βρε καλώς τον Θεοδόση!» και μετά κάνει μπροστά σου ένα μπάνιο στην πισίνα και μέχρι το απόγευμα δεν ξεκολλάει από δίπλα σου, σιγά μη θυμηθείς εσύ τη γυναίκα πίσω στο σπίτι σου. Ούτε το όνομά της δεν θα θυμάσαι μέχρι το βράδυ. Σε μια γυναίκα δε συμβαίνει αυτό. Είμαι πεπεισμένος πια.

Έχω προσπαθήσει πολλές φορές να βοηθήσω, να σταθώ δίπλα σε γυναίκες που πονάνε. Ε, μπορεί να ‘χω κάνει λίγο καλό. Αλλά μπορεί να μην έχω κάνει και τίποτα. Νομίζω όμως ότι έχω ένα τρόπο να καταφέρνω να τις θεραπεύω λιγάκι. Σαν να παίρνουν μια ασπιρίνη.

…και η Έλλη Τρίγγου…

…και η Ελένη Ουζουνίδου…

Κάθε φορά που τελειώνω μια ταινία είμαι απαρηγόρητος, γιατί σκέφτομαι πια την επόμενη.

Δεν κλείνουν οι λογαριασμοί. Πριν καν τελειώσεις την ταινία που γυρίζεις, έχεις αρχίσει να μαγεύεσαι από την επόμενη, η οποία μάλιστα σου ‘ρχεται με βίαιο τρόπο.

Όταν βγάζεις μια ταινία λες δεν πειράζει ακόμη κι αν αποδοκιμαστεί, θα δικαιωθώ με την επόμενη. Και συγγραφέας να είσαι, το ωραιότερο μυθιστόρημα να γράψεις, πάντα ονειρεύεσαι το επόμενο.

Και οι συγγραφείς τι κάνουν; Κάθε φορά γράφουν σχεδόν το ίδιο βιβλίο. Πάρε τον Τενεσί Ουίλιαμς, που τον θεωρώ τεράστιο, ή πάρε τον Τσέχωφ. Και οι δύο από ένα θέμα έχουν. Στον Τσέχωφ πάντα είναι ένα σπίτι που εγκαταλείπεται, ένας αποχαιρετισμός. Στον δε Ουίλιαμς είναι η γυναίκα. 

Θα έλεγα ότι δεν είμαι αυστηρός στα γυρίσματα. Στις ταινίες μου κανένας δεν έδειξε καμία αυστηρότητα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Στις ταινίες μου δεν κατηγορώ, ούτε εκθειάζω τους Έλληνες. Απλώς τους αγαπώ. Είναι ο τόπος μου. Είναι οι άνθρωποί μου. Δεν μπορεί να φύγει από μέσα μου αυτό. Είναι όπως αγαπώ τους ανθρώπους που κάνουμε μαζί τις ταινίες μου. Για παράδειγμα τον μπούμαν. Χρειάστηκε να ξαναγυρίσουμε ένα πλάνο γιατί χάλασε στη φωτογραφία. Ξεκίνησε απ’ τα Φιλιατρά και ήρθε το καημένο και μας έφερε μέχρι και πέντε κιλά λάδι. Ούτε δέχτηκε να πληρωθεί, ούτε τίποτα. «Έκανες ολόκληρο ταξίδι ρε» του λέω, «μας έφερες και πέντε κιλά λάδι και δεν θα πάρεις το μεροκάματο;» Αλλά δεν το πήρε, δεν δέχτηκε. Αυτή είναι μια αγάπη άλλου τύπου. Δεν φαντάζεσαι πόσα πράγματα προσφέρει το συνεργείο. Διότι η αγάπη με την οποία θα δουλέψουν, χωρίς να γκρινιάξουν, δεν μπορείς να καταλάβεις τι γαλήνη και τι ομορφιά δίνει στο γύρισμα. Και αυτό γράφει στην ταινία.

Στο «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» που το γυρίσαμε στην εκκλησία, εκεί στο βουνό, στη Στεμνίτσα, με τους δύο αγιογράφους, είδαμε μπροστά μας μια γιορτή και ανακαλύψαμε ρόλους που δεν υπήρχαν στο σενάριο. Ξαφνικά βρήκαμε ένα βοσκό εκεί, τον Νικόλα, που είχε τα πρόβατά του πάνω από την εκκλησία. Πάμε εμείς εκεί, φωτίζουμε, φτιάχνει ο Μπακιρτζής το ντεκόρ, και ξαφνικά ακούμε «Ε! Τι είσαστε εσείς ρε;!». «Είμαστε αγιογράφοι!» λέει ο Μπακιρτζής. «Ο Θιοφάνης;» λέει ο βοσκός, δηλαδή «Θεοφάνης». «Εγώ είμαι ο Θεοδόσης, ο Θεοφάνης κοιμάται», λέει ο Μπακιρτζής. Κατεβαίνει, λοιπόν, κάτω ο γέρος βοσκός κι αρχίζει: «ε ρε τι μεγαλεία είν’ αυτά!». Κάθεται, του βάζει ουίσκι ο Μπακιρτζής, και τελικά αυτός ο αγνός άνθρωπος που μπορεί να μην είχε ξαναπιεί ουίσκι στη ζωή του, άλλαξε την ταινία. Ήπιε το ουισκάκι του κι άρχισε να τραγουδάει ένα δημοτικό: «Απ’ το Χρυσοβίτσι ως τα Δολιανά, έστησα παγίδες κι έπιασα πουλιά, άλλα βγήκαν ψόφια κι άλλα ζωντανά, τα κορίτσια μπάρμπα θέλουν παντρειά». Ήταν τόσο κουρασμένος που μόλις είπα στοπ, αποκοιμήθηκε. Αν προσέξεις το κάδρο, τα ματάκια του κλείνουν.

Για κάτι τέτοιους ανθρώπους και για όλα αυτά που μας συνέβησαν εκεί πέρα, ο Χρήστος είπε ότι η Ελλάδα ζει εκτός πραγματικότητας. Γιατί ο Χρήστος ήταν αστός, έζησε στο Παρίσι και στην Αθήνα. Όταν βγήκε έξω, σε μια πιο πραγματική ζωή, έπαθε σοκ. Αλλά ένα σοκ που τον ανέβασε, τον ευχαρίστησε, τον γέμισε αισιοδοξία και μιαν αγάπη για τη ζωή καινούρια πια, διαφορετική.

Με την τέχνη πολεμάς κάτι που υπάρχει μέσα σου, προσπαθείς να ξεπεράσεις κάτι και να συνδεθείς με την πραγματική ζωή.

Ο Βακαλόπουλος είχε μια μεγάλη αγωνία: Να ξεπεράσει όλες τις σπουδές του, όλες του τις γνώσεις για τον κινηματογράφο, και να συνδεθεί με την πραγματική ζωή. Αυτό του συνέβη με το «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε». Πώς το είχε πει, να δεις: «η αληθινή πραγματικότητα είναι εκτός πραγματικότητας».

Είχε πει και ότι «σε 20 χρόνια όλα θα φαίνονται όμορφα». Έτσι είναι. Κι εγώ, έρωτες που με πληγώσανε, τους θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία.

Γελάγαμε με τον Βακαλόπουλο και τον Μπακιρτζή, τι νομίζεις ότι κάναμε; Ακόμη κι όταν έπρεπε να συζητήσουμε κάποιο θέμα πιο σοβαρό, ο Μπακιρτζής πάλι μας έκανε να γελάμε. Δεν ήταν ποτέ σοβαρός. Αλλά το σκέπαζε όλο αυτό με αγάπη. Είναι σπουδαίος άνθρωπος ο Μπακιρτζής, δεν είναι κανένας τυχαίος. Είναι μεγάλο ταλέντο, έχει φτιάξει ένα δικό του είδος μουσικής. Αλλά την ίδια ώρα είναι ένα αφελέστατο παιδί. Και είναι η αθωότητα που τον…αθωώνει από την αφέλεια. Είμαστε φίλοι. Περάσαμε μια ζωή μαζί.

Ναι μωρέ καλά είναι και τα άλλα βιβλία του Χρήστου, με τα φοιτητικά και όλα αυτά. Αλλά με τη Γραμμή του Ορίζοντος ήξερε πια. Με τη Ρέα Φραντζή ο Βακαλόπουλος έβλεπε το θάνατό του.

Δύο αξιότιμοι τσιλιαδόροι…

Το ζωτικό μου ψέμα είναι ο κινηματογράφος. Μέσα από αυτό κατόρθωσα να επιβιώσω. Δεν θα επιβίωνα αλλιώς ως άνθρωπος. Θα πήγαινα, βέβαια, μετανάστης στον Καναδά, στον αδερφό μου, αλλά και τι θα έκανα; Μάλλον θα είχα πεθάνει από κατάθλιψη.

Όταν έφυγα από τη Φίνος Φιλμ, τότε ασχολήθηκα πραγματικά με τον κινηματογράφο. Έφυγα και βρήκα τον εαυτό μου. Ότι το πιο μίνιμαλ, το πιο χαμηλόφωνο με εκφράζει και ότι έτσι μπορούσα να πλησιάσω τους ανθρώπους πιο αληθινά.

Παρακαλώ τα νεότερα παιδιά να γυρίζουν ταινίες τα βιώματά τους. Αυτό κάνουν οι πιο μεγάλοι σκηνοθέτες. Πάρε τον Ταρκόφσκι. Έχει κάνει τίποτα που να μην είναι βαθιά δικό του;

Η πιο έντονη παιδική μου ανάμνηση ίσως είναι του παππού μου, που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ και κάτι άλλο. Το σπιτάκι μας στην Τρίπολη ήταν πάνω στο δρόμο. Περνούσαν συνέχεια γερμανικές περίπολοι. Μια νύχτα του 1942 ξαφνικά ακούσαμε φωνές και πυροβολισμούς. Τρομάξαμε και μαζευτήκαμε όλοι -ο πατέρας, η μάνα, εγώ κι ο αδερφός μου- στο ένα δωμάτιο. Δεν ξέραμε τι είχε συμβεί, ποιον είχαν σκοτώσει έξω ακριβώς από το παράθυρό μας. Ξημερώνει κι έρχεται από απέναντι η γειτόνισα και λέει «Ρίνα σηκωθείτε» -Ρίνα λέγανε τη μάνα μου, από το Κατερίνα- «σκότωσαν ένα παιδί έξω». Μαζευτήκανε, λοιπόν, τριάντα γυναίκες και είδαν ένα παλικάρι κοστουμάτο, πανέμορφο, σκοτωμένο στο δρόμο. Το παιδί, όμως, πώς γυρνούσε έξω στις 4 τα ξημερώματα, με απαγορευμένη την κυκλοφορία; Βγήκε το συμπέρασμα ότι ήταν σε κάποια γυναίκα στη γειτονιά και ίσως επειδή γύρισε ο άντρας της, πήδηξε απ’ το παράθυρο και έγινε ό,τι έγινε. Ήταν δυο οι γυναίκες που θα μπορούσαν να ήταν μαζί του, τις συζητούσαν μεταξύ τους οι υπόλοιπες γυναίκες αλλά δεν τους έλεγαν τίποτα, έκαναν όλες ότι δεν ήξεραν. Της μίας ο άντρας ήταν φορτηγατζής που έλειπε συχνά, και η άλλη ήταν μία κοπέλα πολύ όμορφη, ενός πολύ πλουσίου πατέρα, για την οποία έξι μήνες υπήρχε η φήμη στη γειτονιά ότι ήταν με κάποιον ερωτευμένη. Ποια από τις δύο ήταν τελικά δεν μπόρεσαν να βρουν οι γυναίκες. Πήραν το παιδί, φτιάξανε κάσα από σκέτο ξύλο, τη γέμισαν λουλούδια και το απόγευμα έστειλε ο δήμος ένα κάρο και πήγαν και το θάψανε. Μόνο οι γυναίκες. Εγώ τότε ήμουν στα 5. Αφού γέμισαν λουλούδια τον τάφο, όλες οι γυναίκες φύγανε, ανάμεσα τους και η γυναίκα του φορτηγατζή, ένα πανέμορφο πλάσμα. Η άλλη, η μικρή, έμεινε πίσω στον τάφο. Και μου λέει η μαμά μου: «πήγαινε να πάρεις τη μικρή και φέρ’την». Εγώ εκτέλεσα την εντολή της, έτρεξα και την έπιασα από το χεράκι και της είπα: «η μαμά μου είπε να έρθω να σε πάρω». Με υπάκουσε. Κάναμε μια διαδρομή 500 μέτρα χωρίς να μου αφήσει το χέρι. Ώσπου έσκυψε, με φίλησε στα μαλλιά, μου είπε «σ’ ευχαριστώ», άφησε το χέρι μου κι έφυγε. Όταν άφησε το χέρι μου, δεν το άντεξα. Έμπηξα τα κλάματα. Εκεί κατάλαβα τι σημαίνει γυναίκα και τι σημαίνει χωρισμός. Αβάσταχτο πράγμα. Γι’ αυτό όλες οι ταινίες μου έχουν ένα χωρισμό μέσα.

Η πληγή από έρωτα προέρχεται με δύο τρόπους: από άρνηση ή από στέρηση.

Ξέρω δύο περιπτώσεις ανδρών που αυτοκτόνησαν από έρωτα. Δηλαδή φτάνεις και μέχρι εκεί. Εμένα όλα αυτά μου γινόντουσαν μαθήματα. Ενώ λάτρευα τις γυναίκες, ερωτευόμουν, έγραφα ποιήματα, έκανα, έρανα, καταλάβαινα ότι δεν έπρεπε να υπερβώ ένα όριο. Θέλω όμως να σου πω ότι στον μεγάλο κινηματογράφο, υπερβαίνονται τα όρια.

Κι εγώ έχω πληγωθεί. Ήταν μία που ήθελε να κάψει το σπίτι της για να τη συγχωρήσω επειδή με είχε απατήσει. Της είπα να πάμε σε ένα πρατήριο κοντά στο σπίτι της να πάρουμε δυο μπιτόνια βενζίνη. Αν πηγαίναμε να τα πάρουμε, θα τη συγχωρούσα. Δεν θα την άφηνα να κάψει το σπίτι. Αλλά αφού δεν πάμε καν να τα πάρεις, πώς να σε συγχωρήσω κυρία μου;

Έλα μωρέ, κλείσε μ’ αυτό, ωραίο δεν είναι;


Η νέα ταινία του Σταύρου Τσιώλη, «Γυναίκες που περάσατε από δω», βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου.
Πρωταγωνιστούν: Κωνσταντίνος Τζούμας, Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Ουζουνίδου, Κωνσταντία Τάκαλου, Ελλη Τρίγγου, Ρόζα Προδρόμου, Μιχάλης Σαράντης, Γιώργος Μελισσάρης, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Σταμάτης Τζελέπης, Νίκος Σεβαστόπουλος, Τάκης Χρυσικάκος, Αινείας Τσαμάτης.
Με τη φιλική συμμετοχή των: Νατάσα Μαρκοπούλου, Τζωρτζίνα Κώνστα, Αθηνά Αχμέτ, Γιώργου Ρήγγα και του Αργύρη Μπακιρτζή.
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ολυμπία Μυτιληναίου
Ήχος: Πάνος Παπαδημητρίου
Σύνθεση Ήχου: Κώστας Βαρυμποπιώτης
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Μακιγιάζ: Ιωάννα Συμεωνίδου
Παραγωγή: Ράνια Ψημένου, Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Κώστας Κεφάλας
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Σταύρος Τσιώλης
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).