Αν και στους δρόμους της Αθήνας έχουν λιγοστέψει εκείνες οι ουρές κόσμου που συναντάς να περιμένουν για να χωθούν μέσα σε μια μικρή μουσική σκηνή, στη συμβολή της Φραντζή και της Θαρύπου στον Νέο Κόσμο υπάρχει ακόμη ένας χώρος που τις διατηρεί και μάλιστα γιορτάζει τα είκοσι τους χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 η ταμπέλα του στόλιζε μόνο τον χώρο μιας παλιάς μονοκατοικίας και το όνομά του είχε ταυτιστεί με εκείνο των αδερφών Κατσιμίχα. Από το 2001 και μετά φιλοξένησε μεγάλα ονόματα της σύγχρονης ελληνικής ροκ αλλά κι έντεχνης μουσικής σκηνής για να φτάσει σήμερα να μοιάζει στον ιδιοκτήτη του σαν ένα ταξίδι που ξεκίνησε χωρίς συγκεκριμένο όραμα κι έφτασε να μετράει δυο δεκαετίες παρουσίας. Ο Μιχάλης Λαδάς που βάφτισε την σκηνή από τον ομότιτλο δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου με μελοποιημένη ποίηση του Νίκου Καββαδία, θυμάται ακόμη τα πρώτα βράδια με τον Νίκο Παπάζογλου και τον Σωκράτη Μάλαμα, όσο και τα μεταγενέστερα με τον Γιάννη Χαρούλη και την Ελεονώρα Ζουγανέλη σε έναν χώρο που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως undreground με αναλλοίωτο ύφος και σταθερούς θαμώνες (και δύο επιπλέον σε σχέση με το ξεκίνημά του).
Με αφορμή τα γενέθλια του Σταυρού και τη μεγάλη τριήμερη συναυλία που θα πραγματοποιηθεί στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων για φιλανθρωπικό σκοπό, τέσσερις καλλιτέχνες (Φοίβος Δεληβοριάς, Μανώλης Φάμελλος, Γιάννης Ζουγανέλης και Μαριέττα Φαφούτη) θυμούνται την πρώτη φορά που ανέβηκαν στην σκηνή καθώς κι εκείνα τα βράδια που κάθισαν στο μπαρ του απολαμβάνοντας μουσικές άλλων…
Έχω συνδυάσει έμενα και τον Σταυρό του Νότου με το 2003, όταν έπαιζα εκεί για πρώτη φορά τα τραγούδια του Καθρέφτη. Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων ξεσπάει ο πόλεμος στο Ιράκ. Με βομβαρδισμούς και σε ένα περίεργο κλίμα πολιτικής αφύπνισης, εγώ ξεγεννούσα κατά κάποιο τρόπο τα τραγούδια ενός δίσκου που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει. Τον Σταυρό του Νότου τον νιώθω σαν το μαιευτήριο που βγήκε η «Υβρεοπομπή», το «Αυτή που Περνάει», μόνο που πιο έξω γινόταν πόλεμος. Θυμάμαι όμως και κάποια πολύ ωραία βράδια, μάλλον ήταν το 1999 και κάπως εκτός προγράμματος, όταν ο χώρος λειτουργούσε κυρίως σαν μπαρ και ο Πάνος Κατσιμίχας με μια φυσαρμόνικα γύρω στις 2 το πρωί, μαζί με νεαρούς μουσικούς, έπαιζαν τραγούδια του Neil Young και του Leonard Cohen σε μια διαδικασία εκ των ενόντων που αν ήσουν τυχερός και πήγαινες να πιεις ένα ποτό ξημερώματα μπορεί και να τη συναντούσες. Ο Σταυρός, σε βάθος χρόνου, μοιάζει είναι ένα μεγάλου βεληνεκούς φοιτητόμπαρο, παρουσιάζοντας ένα είδος ηλεκτρικού έντεχνου τραγουδιού ή κάποιους τραγουδοποιούς λίγο χιουμορίστες. Ό,τι δηλαδή θα έβλεπε κανείς σε ένα στέκι φοιτητών στην Ηλιούπουλη ή σε μια πόλη της περιφέρειας συμβαίνει σε έναν μεγαλύτερο χώρο με εναλλασόμενο πρόγραμμα και μόνιμη ορχήστρα τις Δευτέρες φτιάχνοντας ένα είδος κοινού και ρεπερτορίου, που λέγεται και «φοιτητικό».
Ξεκίνησε σαν ένας χώρος που διασκεύαζε και διασκέδαζε, τώρα όμως και διασκεδάζει αλλά και δημιουργεί. Είναι πολλά τα δικά μου βράδια εκεί. Ξεκίνησα να παίζω στον Σταυρό το 2000 καθιερώνοντας τα Δευτερότριτα. Μέχρι τότε ο χώρος είχε έναν άλλον χαρακτήρα, φιλοξενούσε σχήματα που έπαιζαν περισσότερο διασκευές και χρόνο με τον χρόνο μεταμορφώθηκε κι εξελίχθηκε περισσότερο σε αυτό που είναι σήμερα. Από το να αναπαράγει δηλαδή πέρασε στη φάση ενός χώρου που προτείνει μουσικές. Όταν βρέθηκα εκεί ήταν τα πρώτα χρόνια που είχα έρθει στην Αθήνα και από τη στιγμή που με ένα τρόπο στην Θεσσαλονίκη ήμουν οικότροφος, αφού έπαιζα τακτικά στον Μύλο, ο Σταυρός με ανακούφισε προσφέροντας ένα περιβάλλον αντίστοιχα οικείο με αυτό που άφησα πίσω. Μέσα σ’ αυτόν ανακάλυψα πράγματα που ένιωθα μακριά από μένα, μουσικές και ανθρώπους που διαφορετικά μπορεί να μη συναντούσα. Αν κι έχω παίξει με πολύ εμπορικά σχήματα στον Σταυρό, μου δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσω αντισυμβατικά πράγματα σε σχέση με τον χαρακτήρα του χώρου, όπως όταν με τη Nalyssa Green κι ένα κουαρτέτο εγχόρδων κάναμε αρκετές εμφανίσεις οι οποίες μάλιστα πήγαν καλά και επαναλήφθηκαν. Είναι ένας χώρος που εξακολουθεί να συνιστά πόλο έλξης για το κοινό -ανεξαρτήτως από το όνομα που φιλοξενεί- ενώ για εμάς που ανεβαίνουμε στην σκηνή του ξέρουμε πως διαθέτει μια μεγάλη τεχνική επάρκεια, παραμένοντας παράλληλα ένα meeting point όπου καλλιτέχνες συναντούν άλλους σε ένα κλίμα οικογενειακό.
Επέτρεψε στο νέο, «ηλεκτρισμένο» τραγούδι να αναδειχθεί, το τραγούδι με το οποίο επικοινωνούν περισσότερο οι νέοι τόσο τώρα όσο και είκοσι χρόνια πριν. Πρωτοβρέθηκα εκεί φιλοξενούμενος των αδερφών Κατσιμίχα, και τότε διαπίστωσα τη διαφορετικότητα του χώρου από τη στιγμή που είχα ήδη μια εικοσάχρονη εμπειρία σε αναλόγου είδους μουσικές σκηνές. Μέσα στον Σταυρό κινούνται άνθρωποι με ρομαντισμό, με μια διάθεση να επιχειρήσουν αλλά με γνώμονα πάντα την αισθητική και τη μουσική που αρέσει στους ίδιους. Κάποτε δουλεύαμε πέντε μέρες την εβδομάδα σε ένα χώρο που ήταν κατάμεστος από θαμώνες που στέκονταν τόσο κοντά και μας κοίταζαν στα μάτια. Όταν ακόμη έπαιζα στο κλαμπάκι, υπήρχε μια τζαμαρία από όπου έβλεπα τον κόσμο να ανεβαίνει προς την σκηνή του πάνω ορόφου. Τότε τους έκανα νοήματα δείχνοντας τους να μην πάνε πάνω, πως είμαστε καλύτεροι. Εν τέλει πολλοί ψήνονταν κι έρχονταν σε μας ενώ είχαν προγραμματίσει να δουν την Ελευθερία Αρβανιτάκη ή τον Νίκο Πορτοκάλογλου και στο τέλος της παράστασης φώναζαν «κι άλλο». Έβγαινα τότε και τους έλεγα «να φύγετε, με αυτά που δώσατε τόσο αξίζετε» και κάπως έτσι δημιούργησα εκεί μέσα φιλίες που κρατάνε χρόνια. Σαν θαμώνας μπόρεσα να απολαύσω όλους μου τους φίλους, διασκέδαζα με τον Μάλαμα, τον Ζερβουδάκη, τη Γλυκερία, τους νεότερους της σκηνής που βρήκαν εκεί ένα βήμα να εμφανιστούν. Όπως και να το κάνουμε είναι ένας χώρος διάδρασης που όλοι τον αισθάνονται σαν δικό τους και προσωπικά τον απολαμβάνω γιατί δεν είναι φειδωλός στο να έχει καλή μικροφωνική και καθαρά ποτά.
Είναι από τους χώρους που μου άνοιξαν τις πόρτες όταν δεν με ήξερε ούτε η μάνα μου, στις αρχές μου, όταν δηλαδή πρέπει να βρεθεί εκείνος που θα σε στηρίξει στο κρίσιμο σου σημείο για να σε γνωρίσει ο κόσμος. Την πρώτη φορά όμως που βρέθηκα στον Σταυρό με είχε πάει μέχρι εκεί το πρώτο μου αγόρι. Θυμάμαι να βλέπω τους Ανοιχτή Θάλασσα, να έχω ψαρώσει με το κλίμα που δημιουργούσε ο κόσμος, τότε όμως ούτε καν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να τραγουδήσω σ’ αυτή την σκηνή. Μετά από χρόνια, όταν τελικά ανέβηκα, σκεφτόμουν διαρκώς πως τα φέρνει η ζωή καθώς έβλεπα όλο μου το σόι ακριβώς από κάτω να δείχνει τόσο ενθουσιασμό που θα έπαιζα εκεί (μέχρι από την Άμφισσα είχαν έρθει για να με ακούσουν). Εκτός όμως από τις αναμνήσεις, νιώθω έναν ενθουσιασμό που θα βρεθώ στην επέτειο των είκοσι χρόνων, σε μια καλλιτεχνική πολυμορφία και για έναν σκοπό που είναι αν μη τι άλλο σημαντικός. Τόσοι καλλιτέχνες μαζί, άλλοι είμαστε στα πρώτα μας βήματα άλλοι είναι φτασμένοι στην κορυφή μας και δίνεται σ΄αυτό το τριήμερο η ευκαιρία να διοργανώσουμε μια τεράστια γιορτή και να βοηθήσουμε σε μέρες όπου υπάρχει ανάγκη.