Τον Ιούνιο του 1979 οι εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησαν το πρώτο τους βιβλίο, την ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη «Με μια τρελή σοδειά», με εξώφυλλο του ζωγράφου Γιώργου Χατζημιχάλη. Ο νεαρός εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος ήταν αποφασισμένος από την αρχή να τηρήσει την «γραμμή» του φίλου του Φίλιππου Βλάχου των εκδόσεων Κείμενα, την πεποίθηση, δηλαδή, ότι η αισθητική είναι και πολιτικό θέμα.
Σαράντα χρόνια μετά κι ενώ πια οι εκδόσεις Άγρα στεγάζονται σε έναν πολύ ιδιαίτερο χώρο στον λόφο του Στρέφη ο Σταύρος Πετσόπουλος μιλάει για τα νεανικά του χρόνια, την εναντίωση σε κάθε μορφή λογοκρισίας, την αγάπη για το πολυτονικό και την ανάγκη να αποζητά την ελευθερία σε ό,τι κι αν κάνει.
Οι γονείς μου ήταν και οι δύο από την Κωνσταντινούπολη όπου πολλοί γνώριζαν τα γαλλικά. Η μητέρα μου μού διάβαζε από πολύ μικρή ηλικία τις ιστορίες του Τεν Τεν στα γαλλικά και ήδη στα τέσσερά μου χρόνια ήμουν δίγλωσσος. Αυτό με βοήθησε στις πρώτες τάξεις του σχολείου να μπω στο προχωρημένο τμήμα των αγγλικών κι έτσι βρέθηκα να γνωρίζω τρεις γλώσσες σε πολύ μικρή ηλικία. Αυτό το άνοιγμα στις γλώσσες ήταν για μένα το μεγαλύτερο κέρδος, μεγαλύτερο από όσες σπουδές κι αν έκανα. Ο Τεν Τεν τότε είχε πολύ κείμενο στις φούσκες, παρ’ όλα αυτά τα είχα μάθει όλα απέξω κι έτσι αν η μητέρα μου έκλεβε καμιά πρόταση καθώς περνούσε η ώρα και κουραζόταν, την έπαιρνα είδηση. Έτσι λοιπόν η ανάγνωση συνδέθηκε με μια σχέση με την μητέρα και με μια πλούσια επεξεργασμένη γλώσσα, την οποία διέθεταν τα ευρωπαϊκά κόμικς της εποχής. Επίσης, πάντα οι εικόνες του Τεν Τεν μου προκαλούν συγκίνηση με τη σχεδιαστική τους εκφραστικότητα και τελειότητα.
Έχω και μια άλλη αναγνωστική ιστορία που αυτή είχε σχέση με τον πατέρα μου. Στο σχολείο έκανα κοπάνες. Στην εφηβεία, στα χρόνια του Λυκείου, είτε έμενα σπίτι είτε πήγαινα οκτώ με δέκα το πρωί στο Α’ Νεκροταφείο και διάβαζα Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη, Εμπειρίκο. Το νεκροταφείο ήταν ένα ασφαλές μέρος για να μη σε πιάσουν στην κοπάνα. Μετά, αν δεν είχα κανονίσει με παρέα να πάμε στη θάλασσα ή αλλού, πήγαινα σινεμά στο Ρεξ ή στο Τιτάνια που έπαιζαν δύο ταινίες με ένα εισιτήριο, δηλαδή ένα τριτοκλασάτο γουέστερν ή κουνγκ φου και μετά ένα πορνό. Μικρός, στη 5η δημοτικού όμως, κάποιο πρωινό έμεινα στο σπίτι προφασιζόμενος ασθένεια, βάζοντας το θερμόμετρο στη λάμπα, και ο πατέρας μου, που είχε γραφείο κοντά στον παλιό Ελευθερουδάκη, έστειλε τον υπάλληλό του να μου πάρει τα «Μυστικά του Βάλτου» της Δέλτα για να «έχει το παιδί να διαβάσει που είναι άρρωστο». Εκεί ένιωσα τρομερές ενοχές, γιατί ο πατέρας μου ανησύχησε και έκανε μια πάρα πολύ τρυφερή κίνηση, αλλά όλο αυτό βασιζόταν σε ένα ψέμα. Το βιβλίο δεν μου άρεσε, αν και το διάβασα ολόκληρο, αλλά υπάρχει όλη αυτή η τρυφερότητα του πατέρα προς τον γιο έστω και βασιζόμενη σε μια απάτη του γιου.
Η ανάγνωση λοιπόν συνδυάστηκε και μου δόθηκε μέσα από σχέσεις μητρικής και πατρικής αγάπης. Καλύτερα δεν είναι από τις πολιτικές «φιλαναγνωσίας» των κρατικών και άλλων θεσμών;
Ο μεγάλος αδερφός του πατέρα μου, ο Γιάννης Πετσόπουλος, ήταν ο ιδρυτής του «Ριζοσπάστη», το 1917. Ήταν ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ, πέρασε το 1920-22 στις φυλακές Αβέρωφ γιατί έγραφε εμπρηστικά κύρια άρθρα στον «Ριζοσπάστη» ενάντια στη μικρασιατική εκστρατεία, και αργότερα όταν βγήκε τον διέγραψε ο Γιάννης Κορδάτος από το κόμμα ως «αλλοπρόσαλλο κράμα υπερ-κομμουνισμού, κεντρισμού και σωβινισμού». Σε μια επιστολή του προς το κόμμα ο Κορδάτος αναφέρει ότι «ο σύντροφος Πετσόπουλος δεν μπορούσε να ελέγξει τα πάθη του». Αυτό με διασκέδαζε πάρα πολύ και το είχα ως μότο της οικογένειας. Ξαναμπήκε στο κόμμα στην Κατοχή. Εν τω μεταξύ είχε γίνει μεγάλος χαρτέμπορας μαζί με τον άλλον αδερφό του. Στην εταιρεία τους είχαν επιβάλει Γερμανό διευθυντή και ο θείος μου έφτιαξε με τους συνεργάτες του ένα σύστημα ώστε να κλέβουν χαρτί κάτω από τη μύτη των Γερμανών. Έτσι όλος ο παράνομος Τύπος που κυκλοφόρησε τότε τυπώθηκε σε χαρτί του θείου (αργότερα, κάποιοι από τους συνεργάτες του χρησιμοποίησαν το ίδιο σύστημα προς ίδιον όφελος και τον φαλίρησαν). Διαγράφτηκε ξανά από το κόμμα το 1945, από τον Νίκο Ζαχαριάδη. Έγραψε ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο, που κυκλοφόρησε με δικά του έξοδα το 1946 και θεωρείται το πρώτο αντισταλινικό βιβλίο. Έχουμε σκοπό να το εκδώσουμε κάποια στιγμή.
Ο πνευματικός μου πατέρας θεωρώ ότι είναι ο Φίλιππος Βλάχος με τις Εκδόσεις Κείμενα. Ασχολιόταν και με τα γραπτά και με την τυπογραφία, στοιχειοθετούσε κείμενα στο χέρι. Εκεί έμπαιναν ο Κακναβάτος, ο Γονατάς κ.ά. με ένα καινούριο ποίημα και το τύπωνε επιτόπου και μας το μοίραζε. Ήταν κόσμος μαγικός. Εκεί έμαθα να αγαπώ και την τυπογραφία, δηλαδή να αγαπώ τη λογοτεχνία αλλά ταυτοχρόνως και την κατασκευή του βιβλίου. Ο Βλάχος, χωρίς να εκδίδει αμιγώς πολιτικά βιβλία, έπαιζε έναν πολιτικό ρόλο με τα κείμενα που επέλεγε και ταυτοχρόνως έθετε και το θέμα της αισθητικής μέσα στη Χούντα, δηλαδή το ότι η αισθητική είναι και πολιτικό θέμα. Αυτό με συγκινούσε βαθιά σαν ιδέα και υπάρχει πολύ και ως κεντρικό επιχείρημα στην «Άγρα».
Έρχονται εδώ νέα παιδιά για εξάσκηση και συχνά νομίζουν ότι θα περάσουν τον χρόνο τους με ευαισθησία και με συναναστροφή με ποιητές. Δουλειά όμως είναι και να ξεφορτώσεις το φορτηγό ή να αρχειοθετήσεις. Η αρχειοθέτηση είναι η μηχανή και η βάση πάνω στην οποία πατάς. Έρχονται εδώ λοιπόν και αντιμετωπίζουν και τα «αντι-ποιητικά» πράγματα, νομίζουν ότι θα μπουν αποκλειστικά σε έναν κόσμο ποίησης και ξεχνούν τον πρακτικό κομμάτι. Στις αρχές της «Άγρας» έβαζα τους φίλους μου να ξεφορτώνουν το φορτηγό απ’το βιβλιοδετείο ή να κολλούν αυτοκόλλητες εικόνες στα εξώφυλλα.
Στην αρχή ο στόχος ήταν το επόμενο ή το μεθεπόμενο βιβλίο. Είχα πάντα την αίσθηση της προσωρινότητας που ήταν σπουδαία, γιατί μου έδινε ελευθερία. Όταν ξεκίνησα ήθελα να γίνω εκδότης έστω κι ενός βιβλίου. Το ένα έφερε το άλλο, είχαμε εκδώσει τρία σπουδαία βιβλία που όμως δεν έβγαλαν τα λεφτά τους και μετά ακολούθησε ένα τέταρτο βιβλίο «Η ιστορία του ματιού» του Μπατάιγ. Πήγε πολύ καλά, ήταν η εποχή με την απαγορευμένη λογοτεχνία και υπήρχε δίψα για τα κείμενα αυτά που μέχρι τότε δεν είχαν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Έκανα τα πάντα για να μην απαγορευτεί το βιβλίο, αν και κάποιοι συνάδελφοι μου πρότειναν να προκαλέσω εγώ την απαγόρευση και τη λογοκρισία για να αυξηθούν οι πωλήσεις. Το βιβλίο διαβάστηκε πολύ κι έτσι η «Άγρα» συνέχισε.
Μια πολύ βασική αρχή στην «Άγρα» είναι ότι δεν κόβουμε ποτέ τίποτα στο κείμενο. Είμαστε βαθιά ενάντια σε κάθε μορφή λογοκρισίας, απ’όπου κι αν προέρχεται. Ένα πολύ μεγάλο σοκ που είχα υποστεί στις αρχές ήταν όταν θέλαμε να κυκλοφορήσουμε το «Σήμα των Τεσσάρων», τη δεύτερη μεγάλη περιπέτεια του Σέρλοκ Χολμς όπου στην πρώτη παράγραφο ο Χολμς κάνει ένεση κοκαΐνης. Ο πατέρας της μεταφράστριας, που ήταν σπουδαίος λογοτέχνης και ίνδαλμά μου, με εξορίες και βάσανα πολιτικά, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι πρέπει να κόψουμε αυτή την παράγραφο γιατί ο κεντρικός θετικός ήρωας δίνει το κακό παράδειγμα. Τόλμησα και του απάντησα ότι μεγάλωσα μέσα από τα δικά του κείμενα που πολεμούσαν κάθε μορφή λογοκρισίας και εάν πρέπει να κόψω κάτι προτιμώ να μην βγάλω καθόλου το βιβλίο. Μου ζήτησε συγγνώμη, και αυτό με εντυπωσίασε πολύ, αλλά έβαλε την κόρη του να υπογράψει με ψευδώνυμο για να μην λερώσει το τιμημένο οικογενειακό όνομα. Αυτό τον έριξε πολύ στα μάτια μου. Η πράξη αυτή είχε μια υποκρισία, η κόρη του στερήθηκε την υπογραφή στην πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα.
Εάν δεν πήγαινε καλά η «Άγρα» θα ασχολιόμουν με το θέατρο, άλλωστε θεατρολογία είχα σπουδάσει. Με ενδιέφερε το σινεμά, με ενδιέφεραν χιλιάδες πράγματα. Είχα κάνει διάφορα επαγγέλματα, γιατί η οικογένεια είχε χάσει τα χρήματά της. Έχω υπάρξει και γυμνό μοντέλο στην Καλών Τεχνών αλλά και σε ιδιωτικά φροντιστήρια. Έχω κάνει και τον κομπάρσο σε ταινίες, μάλιστα η μία πρέπει να ήταν πορνό· εμφανίζομαι 17 χρονών σε μια μάλλον πορνό ταινία όπου χορεύω σε μια αθώα σκηνή σε ένα πάρτυ σε βίλα οργίων.
Η «Άγρα» συνέχισε, αλλά διατήρησα την αίσθηση της προσωρινότητας. Είναι ανακουφιστικό να μπορείς ανά πάσα στιγμή να βγεις από το παιχνίδι. Αυτή η αίσθηση σταμάτησε το 2010, με την κρίση. Εκεί έπρεπε να διατηρήσουμε τον τρόπο που δουλεύουμε όλοι μέσα στην Άγρα και να μπορέσουμε να κρατήσουμε ζωντανό το σχήμα παρά τις δυσκολίες, παρά τα φέσια που φάγαμε και πολλές, πολλές αντιξοότητες. Παρέμεινε ζωντανή η αγάπη προς αυτό που κάναμε, αλλά αναπτύχθηκε και μια δέσμευση προς το επάγγελμα και τις υποχρεώσεις που είχαν συσσωρευτεί. Πριν από αυτό υπήρχε μια αίσθηση ελευθερίας. Πάντα αποζητούσα την ελευθερία σε ό,τι έκανα.
Με ενδιαφέρει μέσα στη σοβαρότητα της δουλειάς να υπάρχει λίγη σκανταλιά, ένα σκέρτσο. Είναι ένα παιχνίδι δικό μου. Μπορεί να είναι το κείμενο σκανδαλιστικό ή παιχνιδιάρικο, ή ένα εξώφυλλο που ξαφνιάζει.
Οι δεκαετίες του 1980 και 1990 ήταν ενδιαφέρουσες δεκαετίες γιατί έλειπαν πολλά βιβλία και μπορούσε το ξάφνιασμα να είναι πιο μεγάλο. Επίσης, όταν έβγαινε ένα βιβλίο συζητιόταν πολύ περισσότερο, έμενε περισσότερο καιρό στα βιβλιοπωλεία και μπορούσε να μείνει ζωντανό το όποιο λογοτεχνικό ή άλλο επιχείρημά σου. Υπήρχε μια διαφορετική σχέση με το χρόνο. Σήμερα, ακόμη και για εξαιρετικά βιβλία, μπαίνει μια ημερομηνία λήξεως όπως στα γιαούρτια. Αυτό είναι το δράμα μας, όχι μόνο στην «Άγρα» αλλά και όλων όσων βγάζουμε βιβλία με κάποια συνειδητή προβληματική. Ο εκδότης των Εκδόσεων Ψυχογιός είπε περίπου σε μια συνέντευξη «εμείς πρέπει να πουλήσουμε ό,τι εκδίδουμε μέσα σε τρεις μήνες για να συντηρηθούμε». Για εμάς αυτή η κουβέντα, που είναι πολύ σωστή και τολμηρά ειπωμένη, είναι εφιάλτης, μας κάνει να χάνουμε τον ύπνο μας. Δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε, έχουμε άλλη σχέση με το χρόνο. Όλη η φιλοσοφία μας, ο τρόπος που έχει στηθεί η «Άγρα» δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην κίνηση των τριών μηνών. Του δίνω συγχαρητήρια που είπε κάτι τόσο ξεκάθαρα, κανονικά δεν το λες αυτό. Είναι πολύ σκληρό να το ομολογήσεις, αλλά αυτή η κουβέντα περιγράφει αποτελεσματικά μια δυσάρεστη νέα πραγματικότητα.
Οι εκδότες με τους οποίους νιώθουμε μια συγγένεια, και που είναι πολύ λίγοι μέσα στην πληθώρα των εκδοτικών, είναι κατ’αρχήν αυτοί που διαβάζουν οι ίδιοι τα βιβλία που επιλέγουν να βγάλουν. Δεν έχει σημασία αν αρέσει άλλο σε εσένα κι άλλο σε εμένα. Σημασία έχει να τα διαβάζουμε και να έχουμε άποψη γιατί τα εκδίδουμε.
Λίγος χρόνος παραπάνω να μας δινόταν στη διάρκεια της ζωής των βιβλίων. Λίγο χρόνο ζητάμε.
Μέσα στο πλαίσιο των ιδιομορφιών που έχει επιλέξει η «Άγρα» χρησιμοποιεί το πολυτονικό σύστημα, κάτι που κάνουν και αρκετοί άλλοι εκδότες βιβλίων και περιοδικών. Γράφτηκε πρόσφατα ένα θυμωμένο, επιθετικό και απαξιωτικό κείμενο για τους εκδότες που χρησιμοποιούν το πολυτονικό, που νομίζω ότι ήταν σκόπιμα προσβλητικό για να προκαλέσει την αντίδραση κάποιου στεναχωρημένου ή θιγμένου και ν’ αρχίσει ο δημόσιος διάλογος. Συνηθίζεται στη λογική των μπλογκς. Το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι υπάρχει χώρος για όλους. Υπάρχουν οι εκδότες που εκδίδουν σε μονοτονικό ακολουθώντας το κυρίαρχο σύστημα, υπάρχουν οι εκδότες που επιλέγουν το πολυτονικό, υπάρχουν κι εκείνοι που ακολουθούν κυρίως το μονοτονικό αλλά αν τους ζητήσει ο συγγραφέας να γίνει το βιβλίο τους πολυτονικό το εφαρμόζουν. Υπάρχει χώρος για όλους και δεν χρειάζονται ούτε στεναχώριες, ούτε μίση. Εμείς είμαστε υπέρ του πλούτου της γλώσσας και θεωρούμε ότι χάνονται πολλά με την κατάργηση του πολυτονικού. Άποψή μας. Το πολυτονικό καταργήθηκε γύρω στο ‘81 από το κράτος, αλλά στην ουσία προκλήθηκε και εφαρμόστηκε από τους «εφημεριδάδες», το συγκρότημα Λαμπράκη και τον Τεγόπουλο της «Ελευθεροτυπίας».
Κατέστρεψαν και το συλλαβισμό με απερίσκεπτες απλοποιήσεις, πράγμα που δεν ήταν απαραίτητα συνδυασμένο με το πολυτονικό. Βόλευε τους εφημεριδάδες γιατί κέρδιζαν χρόνο στην πληκτρολόγηση. Πάντως οι απλοποιήσεις στο όνομα της καταπολέμησης του αναλφαβητισμού, μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα έφεραν, κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο ο νέος αναλφαβητισμός στον δυτικό κόσμο – αλλά αυτό σηκώνει πολλή κουβέντα.
Εμείς είμαστε με την πλευρά της J.K. Rowling με τον Χάρρυ Πόττερ, που επανέφερε στα παιδικά βιβλία την πολυσύνθετη γλώσσα, τις μακροπερίοδες φράσεις, και το πλούσιο λεξιλόγιο, σε βιβλία 500 και 700 σελίδων και μάλιστα χωρίς εικόνες. Η ασύλληπτη επιτυχία των βιβλίων της δείχνει ότι μπορεί να γίνει και είναι μια μεγάλη απάντηση στο ιδεολόγημα της απλοποίησης.
Και οι αναγνώστες δεν παθαίνουν τίποτα με αυτά τα σημαδάκια που λέγονται πνεύματα και περισπωμένη, μπορούν να τα αγνοήσουν. Αν βέβαια ενσκήψουν στο θέμα και μάθουν τη χρήση και τη σημασία τους, μόνο να κερδίσουν έχουν. Και, πιστέψτε με, για το πολυτονικό χρειάζεσαι 10 λεπτά για να μάθεις τους βασικούς κανόνες, και άλλα 15 λεπτά για να μάθεις τις εξαιρέσεις. Λίγο καθαρό, ξεκούραστο και ανοιχτό μυαλό να έχεις – και ξύπνιο δάσκαλο. Έχει μυθοποιηθεί η δήθεν δυσκολία του.
Όλα χωράνε, όλα μπορείς να τα εφαρμόσεις, αρκεί να μπορείς να τα υποστηρίξεις. Υπήρχε μια απαξιωτική φράση στο κλείσιμο αυτού του κειμένου κι όπως έλεγα πριν με αφορμή τον θείο μου οι απαξιώσεις δεν είναι καλό πράγμα. Αντί να χτυπάς τις ιδέες, απαξιώνεις αυτούς που τις εκφέρουν. Όμως οι πολυτονιστές δεν είναι τίποτα ηλίθιοι (φαίνεται άλλωστε και από τα καλά δείγματα της δουλειάς τους). Δεν σκοπεύουν να ξαναπάρουν την Πόλη, δεν πιστεύουν ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι». Προφανώς και δεν θα γυρίσει ανάποδα το ρεύμα. Ας μας αφήσουν όμως να κάνουμε το κέφι μας.