«Δεν θα είστε ζωντανοί για να δείτε την τελευταία ταινία Star Wars», ήταν ο τίτλος ενός άρθρου του περιοδικού Wired πριν 2 χρόνια, με αφορμή την τότε πρεμιέρα του Η Δύναμη Ξυπνάει, αντιπαραβάλλοντας το πεπερασμένο της ύπαρξής μας με την επ’ άπειρον παρουσία του μεγαλύτερου κινηματογραφικού franchise όλων των εποχών στη ζωή μας. Ξεκινώντας από το 2015, ζούμε και θα ζούμε με μια ταινία σχετική με το Star Wars κάθε χρόνο ως την αιωνιότητα. Μας βοηθάει, λοιπόν, πολύ αυτή η ασταμάτητη γραμμή παραγωγής να δημιουργεί α’ διαλογής υλικό, όπως λίγο-πολύ έχει συμβεί ως τώρα με το προαναφερθέν Επεισόδιο 7 και το σόλο Rogue One, ή ακόμα και να ανατρέπει τις προσδοκίες, όπως κάνει το ολοκαίνουργιο Οι Τελευταίοι Τζεντάι.
Το Eπεισόδιο 8 που ανέλαβε από τα χέρια του master rebooter Τζέι Τζέι Έιμπραμς ο Ράιαν Τζόνσον, μετά από μια πρωτοφανή ψήφο εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του -νεοφερμένου στον κόσμο των εκτυφλωτικών μπάτζετ- σκηνοθέτη και σεναριογράφου από την πανίσχυρη επικεφαλής της Lucasfilm, Καθλίν Κένεντι. Αναλαμβάνοντας τo κρίσιμο μεσαίο κεφάλαιο της ιστορίας (στη νέα τριλογία που θα ολοκληρωθεί το 2019), ο Τζόνσον βρίσκεται σε ενδιαφέρουσα θέση, αφού δεν αναμετράται μόνο με το Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται, τη μεσαία ταινία της πρώτης τριλογίας του Τζορτζ Λούκας που θεωρείται η καλύτερη της σειράς, αλλά και με το Η Επίθεση των Κλώνων, τη μεσαία ταινία της τραβηγμένης μέσα στη λάσπη prequel τριλογίας, επίσης του Λούκας, που για τους περισσότερους ισοδυναμεί με θάνατο της ελπίδας, της φαντασίας, του καλού γούστου και μερικών κουταβιών. Ευτυχώς για όλους μας, το Οι Τελευταίοι Τζεντάι είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί στο σύμπαν του Star Wars από τότε που ο Νταρθ Βέιντερ ανακοίνωσε τα αποτελέσματα του DNA test του.
H αντιμετώπιση αυτής της dream job/τεράστιας ευθύνης από τον Τζόνσον είναι σαφής από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, στα οποία ο πιλότος Πο Ντάμερον (ο Όσκαρ Άιζακ δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να παραμείνει ο Internet’s boyfriend) επιτίθεται μαζί με μαχητές της Αντίστασης στο Πρώτο Τάγμα, πλήττοντάς το ενώ πετάει αστειάκια στον αρχιφασίστα Στρατηγό Χαξ (Ντόμναλ Γκλίσον). Από εκείνη την στιγμή, και για όλη την υπόλοιπη ταινία, ο Τζόνσον, που μέχρι τώρα ήταν γνωστός για καλτ ταινίες είδους όπως το Brick και το Looper, αλλά και για μερικά κλασικά επεισόδια του Breaking Bad, θα σπάει λίγη πλάκα με την καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων, πραγματοποιώντας όμως ταυτόχρονα σημαντικές αλλαγές στην ταυτότητα και την ισορροπία των ταινιών Star Wars και παραδίδοντας, παρόλ’ αυτά, ένα προϊόν που συμπληρώνει όλα τα corporate κουτάκια.
Ο Τζόνσον κατανοεί ότι για να μπορέσει το Star Wars να καθηλώσει μια νέα γενιά θεατών στους οποίους η νοσταλγία είναι ανεφάρμοστη, χρειάζεται αργά ή γρήγορα να αποσύρει τα εξιδανικευμένα τοτέμ του.
Μετά το μικρό catch-up μας με την Αντίσταση, της οποίας ηγείται η Στρατηγός Λέια Οργκάνα (Κάρι Φίσερ), σειρά έχει η συνέχεια του βάρβαρου cliffhanger της προηγούμενης ταινίας, με την Ρέι (Ντέιζι Ρίντλεϊ) να βρίσκει τον Λουκ Σκάιγουοκερ (Μαρκ Χάμιλ) ο οποίος ζει σε καταυλισμό Χόμπιτ στο ιδιωτικό νησί των Τζεντάι (τα είχε πει ο Λ. Ρον Χάμπαρντ, ιδρυτής της Εκκλησίας της Σαϊεντολογίας, «αν θες να πλουτίσεις, δημιούργησε μια θρησκεία») κι αρνείται πεισματικά να επιστρέψει στον αγώνα κατά του Κακού (και του κακού του ανιψιού), προτιμώντας να ασχολείται με τη γαλαξιακή βερσιόν του ψαροντούφεκου (δεν κάνουμε πλάκα) και παρά την εκπληκτικά low maintenance ζωή του να χρειάζεται και πλασματάκια-υπηρέτες για να τον φροντίζουν. Τελικά δέχεται να εκπαιδεύσει την Ρέι, που στα χαρτιά μοιάζει με εκκολαπτόμενη Τζεντάι αλλά έχει και πολύ σκοτάδι μέσα της, όπως διαπιστώνει ο Λουκ, με το οποίο φλερτάρει εντόνως χάρη στην ανοιχτή τηλεπάθεια που μοιράζεται πλέον με τον Κάιλο Ρεν (Άνταμ Ντράιβερ), σε τέτοιο βαθμό που ψάχνεις το σημάδι κεραυνού στο κούτελό της.
Ο Κάιλο Ρεν, δε, μετά τις καταιγιστικές εξελίξεις (λέγε με πατροκτονία) του Η Δύναμη Ξυπνάει, παραμένει αποφασιστικά emo κι έχει περάσει στην Black Parade περίοδό του, αφού έχει και το μπάτζετ και το concept και το τρομερό ρεφρέν: «Άσε το παρελθόν να πεθάνει. Σκότωσέ το αν χρειαστεί. Μόνο έτσι θα γίνεις αυτό που προορίζεσαι να γίνεις», λέει στην Ρέι, συνοψίζοντας τη φιλοσοφία ολόκληρης της ταινίας, που ήδη έχει προλάβει να εκνευρίσει ορισμένους φανατικούς με τη φαινομενική αδιαφορία της για τους παραδοσιακούς «κανόνες» της ευρύτερης μυθολογίας και την άρνησή της να δώσει βαρύτητα σε ερωτήματα που εμμονικά μεγαλοποιήθηκαν στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν. Ο Τζόνσον, στον οποίο ανατέθηκε η σχεδίαση μιας επιπλέον τριλογίας, μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας, κατανοεί ότι για να μπορέσει το Star Wars να καθηλώσει μια νέα γενιά θεατών στους οποίους η νοσταλγία είναι ανεφάρμοστη, χρειάζεται αργά ή γρήγορα να αποσύρει τα εξιδανικευμένα τοτέμ του. Είτε είναι αντικείμενα (ο Λουκ πετάει το φωτόσπαθο που του δίνει η Ρέι στο επόμενο δευτερόλεπτο του cliffhanger που λέγαμε) είτε είναι ιδέες (η αποκάλυψη για τους γονείς της Ρέι) είτε είναι προσωπικότητες (με την προχωρημένη ηλικία κάποιων πρωταγωνιστών και το θάνατο της Φίσερ, η παλιά φρουρά έχει σχεδόν εξαλειφθεί).
Κάνει τολμηρά βήματα για να θεμελιώσει το όραμά του και στο τελευταίο ⅓ της ταινίας μεγαλουργεί, δημιουργώντας εμβληματικές στιγμές ανατριχιαστικής δύναμης, ομορφιάς και αγωνίας. Εκεί έχει την ευκαιρία να λάμψει ο Χάμιλ, του οποίου η κεντρική θέση στο σύμπαν του Star Wars υπερκαλύπτει οποιοδήποτε σχόλιο για τις υποκριτικές του ικανότητες, αλλά με αυτή του την εμφάνιση επιτέλους δικαιώνεται -όσο μπορεί να το έχει ανάγκη μια τόσο δεδομένη μορφή της ποπ κουλτούρας- και είναι μια αξιοσημείωτη έκπληξη. Ο Τζόνσον επικοινωνεί το αντιπολεμικό μήνυμά του δείχνοντας μέχρι και τη γη να αιμορραγεί εν μέσω των καθοριστικών συγκρούσεων και κάνει για το κόκκινο χρώμα ό,τι έκανε φέτος για το πορτοκαλί το Blade Runner 2049, έχοντας προηγουμένως στήσει ένα total red αρχηγείο για τον Υπέρτατο Άρχοντα (ηρέμησε, Σνόουκ) Σνόουκ (Άντι Σέρκις) σχεδόν βγαλμένο από το The Man Machine των Kraftwerk.
Αναπόφευκτα, η διάσπαση της πλοκής και ο πλούτος των set pieces δεν καταφέρνουν πάντα να εξομαλυνθούν σε σχέση με την ευρύτερη εικόνα και η συνεχής μετακίνηση της προσοχής γίνεται εις βάρος μερικών παλιών και νέων χαρακτήρων και σκηνών ειδικά την πρώτη ώρα. Ο Φιν του Τζον Μπογιέγκα και η Ρόουζ της καινούργιας της παρέας Κέλι Μαρί Τραν υποφέρουν περισσότερο, αλλά τουλάχιστον η όλη τους περιπέτεια στο διαστημικό καζίνο είναι διασκεδαστική και προσφέρει ένα ευπρόσδεκτο cameo από τον Τζάστιν Θερού. Μάλλον περισπασμοί καταλήγουν να είναι και οι επίσης καινούργιοι Λόρα Ντερν και Μπενίσιο Ντελ Τόρο, αφού τα μωβ μαλλιά της πρώτης ξυπνούν μνήμες Αγώνων Πείνας και η εμφάνιση του δεύτερου είναι τόσο τυχαία που όλη την ώρα σκέφτεσαι τι δουλειά έχει ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο στο Star Wars. Όσο για το αν το Οι Τελευταίοι Τζεντάι λειτουργεί σαν ταιριαστός αποχαιρετισμός στην Κάρι Φίσερ, που είχε προλάβει να ολοκληρώσει τα γυρίσματα της πριν πεθάνει, υπάρχει μια θαυμάσια σκηνή που αποκτά ξεχωριστή, ποιητική σημασία μετά το δυσάρεστο γεγονός της απώλειας της ηθοποιού που δε θα σας αποκαλύψουμε. Για τη μοίρα της Λέια θα πρέπει να περιμένουμε ως το 2019 που ο Έιμπραμς θα επιστρέψει για να ολοκληρώσει την τριλογία.
Τι στο καλό, λογικά θα ζούμε μέχρι τότε.