O Σταν Λι είχε αγαπηθεί απ’ όλους, γιατί ήθελε να αγαπηθεί απ’ όλους. Η ενέργεια που κατανάλωνε για «κλείνει το μάτι» στον αναγνώστη, όλα αυτά τα εσωτερικά αστεία, τα nicknames, τα catchphrases, ήταν ίση (ή και μεγαλύτερη) από την ενέργεια που κατανάλωνε για τη συγγραφή των σεναρίων του. (Σε ίσες ποσότητες καινοτομίας κι αρπακολισμού, τα “Marvel Way” σενάρια ήταν περιγραφή τριών λέξεων, π.χ. «ακολουθεί τρεις σελίδες μάχη», οι καλλιτέχνες σολάρανε κατά το δοκούν και μετά προσθέτονταν οι διάλογοι στις ήδη σχεδιασμένες σελίδες).
Αυτό δε συνιστά υποβιβασμό της αξίας του, αντίθετα, είναι το κλειδί της κατανόησης του Stan Lee-gacy: τη δημιουργία (ή για να είμαστε ακριβείς, την τελειοποίηση) του fandom, της κοινότητας των κόμιξάδων, αυτόν τον πυλώνα που κράτησε κι ανύψωσε το αμερικάνικο κόμικ στο πολιτιστικό του βάθρο. Το τελευταίο κομμάτι αυτού του παιχνιδιάρικου πάζλ του Σταν Λι ήταν η αναμενόμενη cameo εμφάνισή του σε κάθε, μα κάθε, ταινία με ήρωες της Marvel (και ήταν πολλές). Ωστόσο υπάρχει μία «cameo εμφάνιση» που λίγοι ίσως καταλάβανε: η φυσιογνωμική του ομοιότητα με τον fictional πρωταγωνιστή του Glow δεν είναι τυχαία: Ένας κυνηγός ευκαιριών, βασιλιάς της υποκουλτούρας, που παίρνει μια ομάδα από ψυχολογικά βασανισμένες misfit υπάρξεις και τις μεταμορφώνει σε μαζικό υπερθέαμα, είναι σε μεταφορά και περίληψη, το γόνιμο πάντρεμα του αποφασισμένου να γοητεύσει Σταν, με τη συμπυκνωμένη street οργή του Τζακ Κίρμπι και την ψυχολογική ιδιοσυγκρασία του Στιβ Ντίτκο, καρπός των οποίων ήταν το μοναδικό χαρμάνι ηρώων της Μarvel.
Βουτηγμένοι στην αμφιβολία και με υπερδυνάμεις που καταλήγουν να βλάπτουν τους οικείους τους ίσως περισσότερο απ’ όσο τους αντιπάλους τους, δε θα μπορούσαν να γεννηθούν και να ανθίσουν σε καμία άλλη εποχή από τα 60s της αμφισβήτησης και της αντικουλτούρας, και δε θα μπορούσαν να μιλήσουν σε πιο ευήκοα ώτα από τους baby boomers.
’nuff said.
Όταν έσκασε ο Σταν Λι και η Marvel στο σύμπαν των κόμικ, βρήκαν ως αντίπαλο δέος την DC. Εκείνη αντιπροσώπευε το «κατεστημένο», ενώ η Marvel ερχόταν ως κάτι πιο φρέσκο, trippy, πιο πειραματικό και προοδευτικό: Οι ήρωες της DC ήταν ατσαλάκωτοι με ξεκάθαρες ηθικές γραμμές, οι ήρωες της Marvel πάλι, απόκληροι. Γι’ αυτόν τον λόγο τη γούσταραν πολλοί Ευρωπαίοι κινηματογραφιστές. O Σταν Λι είχε επικοινωνία με τον Φελίνι, αλλά και τον Αλέν Ρενέ που ήθελε μάλιστα να κάνει και κάποια σχετική ταινία. Γνώμη μου είναι πως ο τρόπος που μεταφέρθηκαν τα κόμικ του Σταν Λι, ειδικά τον 21ο αιώνα, στο σινεμά προκαλώντας ένα μεγάλο εμπορικό «μπουμ» ήταν εξαιρετικά αποσυνδεδεμένος από τη φιλοσοφία τους. Τα φιλμ αυτά βέβαια έγιναν πλέον κομμάτι του «κατεστημένου», κομμάτι του mainstream – και οι ηθικές διδαχές τους πεντακάθαρες και ενοχλητικά «ορθές». Ως ελαφρώς «ψυχάκιας» με τα αυθεντικά κόμικ, μπορώ να πω ότι οι ταινίες απέχουν πολύ από το πνεύμα τους. Και είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ενώ οι ταινίες της Marvel κάνουν τρομερά εισιτήρια, οι πωλήσεις των κόμικ πέφτουν συνεχώς.
Το αγαπημένο μου Σταν Λι cameo είναι σε μια ταινία που δεν αφορά κάποιον ήρωα κόμικ, και λαμβάνει χώρα στο Mallrats του Κέβιν Σμιθ. Έχει σχετικά μεγάλο ρόλο και παίζει τον εαυτό του. Πολύ ενδιαφέρον, επίσης, είναι ότι στο Fantastic Four του 2005 υποδύεται – επιτέλους – έναν από τους χαρακτήρες που ο ίδιος δημιούργησε, τον Willie Lumpkin, κρίμα που η ταινία ήταν χάλια.
Αν έπρεπε πάντως να διαλέξω την αγαπημένη μου στιγμή της Marvel στο σινεμά, αυτή είναι μάλλον το πρώτο Spider-Man του Σαμ Ράιμι. Γιατί ο σκηνοθέτης όντως κουβάλησε αυτό το αναρχικό πνεύμα του “left side of Hollywood” που ταίριαζε πάρα πολύ στον Σταν Λι αλλά και στον ήρωα.
Σε αντίθεση με τη DC, o Σταν Λι ως ηγετική μορφή στη Marvel, ανέδειξε τους προβληματικούς ήρωες όπως ο Spider-Man, οι X-Men και οι υπολοιποι. Ήρωες με χαρακτηριστικό τους στοιχείο ότι ήταν ευάλωτοι: ειδικά ο Spider-Man ήταν πιο κοντά στους εφήβους, στο κύριο δηλαδή αναγνωστικό κοινό, αφού αναγνώριζαν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό το άτολμο και λίγο γκαφατζίδικο παιδί, τον Πίτερ Πάρκερ. Καθώς εκείνος γινόταν Spider-Man έβρισκαν κι οι αναγνώστες μαζί του νοερά τη δύναμη να μετουσιώνουν κάθε αδυναμία σε μια υπερηρωική φαντασίωσή τους.
Κάτι σπουδαίο ακόμα είναι ότι συνεργάστηκε με ή ανέδειξε ή έψαχνε διαρκώς να βρει εκλεκτούς σχεδιαστές. Από αυτούς που κάνουν το προσχέδιο μέχρι και τους inkers. Με αποτέλεσμα οι συνεργασίες του να δίνουν πάντα εξαιρετικά αποτελέσματα. Ο Σταν Λι είχε έναν τρόπο να μεταγγίζει αυτό που είχε κατά νου ο σεναριογράφος και να ενσαρκώνεται σε εικόνα από τους σχεδιαστές. Πάντα «τα έβρισκε» μαζί τους.