Την ακούει κάθε φορά που επιστρέφει∙
ανύποπτη μέσα στο χώρο που κατοικεί.
Σχεδόν μια κορνίζα καρφωμένη στον τοίχο
χωρίς πρόσωπο
χωρίς αίμα
χωρίς φως.
Κι εκείνος μιλάει για κήπους
για φωτισμένα παράθυρα
μιλάει για τα σπουργίτια του ήλιου,
σαν ένα παιδί
σαν ένας άντρας
ανάμεσα σ’ Εκείνη και τη στάχτη.