«Αυτή θα είναι μια ιστορία τρόμου. Θα είναι μια αστυνομική ιστορία, ένα αφήγημα μαύρης λογοτεχνίας και τρόμου. Όμως δεν θα μοιάζει τέτοια. Δεν θα μοιάζει επειδή η αφηγήτρια είμαι εγώ. Αυτός που μιλάει είμαι εγώ και δεν θα μοιάζει τέτοια. Όμως κατά βάθος είναι η ιστορία ενός απάνθρωπου εκλήματος.
Εγώ είμαι η φίλη όλων των Μεξικάνων. Θα μπορούσα να πω: Είμαι η μητέρα της μεξικάνικης ποίησης. Όμως καλύτερα να μην το πω. Εγώ γνωρίζω όλους τους ποιητές και όλοι οι ποιητές με γνωρίζουν. Οπότε θα μπορούσα να το πω. Θα μπορούσα να πώ: Είμαι η μητέρα και φυσάει ένας αναθεματισμένος ζέφυρος αιώνες τώρα…»
Έτσι ξεκινάει την αφήγηση της η Αουξίλιο Λακουντύρ, παράνομη μετανάστρια από την Ουρουγάη που ζει στην πόλη του Μεξικού κάνοντας δουλειές του ποδαριού στη Σχολή Φιλοσοφίας και Φιλολογίας του Αυτόνομου Πανεπιστήμιου του Μεξικού. Τον Σεπτέμβριο του 1968 οι ειδικές δυνάμεις του στρατού θα εισβάλουν στο Πανεπιστήμιο σε μια επιχείρηση καταστολής, και η Αουξίλιο θα περάσει 12 ημέρες κρυμμένη στις γυναικείες τουαλέτες του τέταρτου ορόφου της Σχολής Φιλοσοφίας και Φιλολογίας. Εκεί ακινητοποιημένη πότε από τον τρόμο, πότε από τα αποκαλυπτικά της οράματα για το παρελθόν και το μέλλον, θα υφάνει στην αφήγηση της, την ιστορία των ποιητών του Μεξικού, την ιστορία των διωγμένων εμιγκρέδων που κουβαλούν στις αποσκευές τους και στις μνήμες τους τις κομματιασμένες ζωές τους. Στα λογοτεχνικά στέκια και στα φοιτητικά καφέ, στις απαγγελίες των στίχων και στις πολιτικές συζητήσεις, πάνω από φλυτζάνια καφέ και ποτήρια τεκίλα, μέσα στον καπνό των τσιγάρων, ο πυρετός της ηδονής και το πάθος για ζωή, συναντά τα όνειρα για επανάσταση και ελπίδα ή συχνά, μόνο την αναμονή και την θλίψη για τις προσωπικές απώλειες.
Η Αουξίλιο θα πλανηθεί και θα μας παρασύρει μαζί της στους δρόμους της Πόλης του Μεξικού με τα ισπανικά, ινδιάνικα και πότε-πότε ευρωπαικά ονόματα, δρόμους που διακλαδώνονται και χάνονται στις παρυφές της Λατινικής Αμερικής. Δρόμους που συναντάς Ισπανούς ποιητές, εξόριστους για πάντα, σαν τον Λέον Φελίπε και τον Πέδρο Γκαρθία ή την Ρεμέδιος Βάρο την σουρεαλίστρια ζωγράφο. Μπορεί να συναντήσεις επίσης την γοητευτική Λίλιαν Σέρπας από το Σαν Σαλβαδόρ, ποιήτρια και ερωμένη για μια νύχτα του Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα. Και πάνω τους αιωρείται σαν υπαινιγμός η λογοτεχνία. «Η Ιστορία είναι ένα σύντομο διήγημα τρόμου» ανακοινώνει η Αουξίλιο και από τις αναφορές στη Σαπφώ και τον Οβίδιο έως τον Σεφέρη και τον Κασάρες, η λογοτεχνία που άλλοτε λειτουργεί σαν αρχέγονος μύθος, άλλοτε σαν ύστατο καταφύγιο ενίοτε όμως τους στοιχιώνει σαν να είναι φαντάσματα σε φανταστικά τοπία.
«Έτσι λοιπόν τα παιδιά φαντάσματα διέσχισαν την κοιλάδα και γκρεμίστηκαν στην άβυσσο. Ένα σύντομο πέρασμα. Και το τραγούδι τους, το τραγούδι φάντασμα ή ηχώ από το τραγούδι φάντασμα, πού είναι σαν να λέμε η ηχώ του τίποτα, συνέχισε να πορεύεται στον ίδιο βηματισμό με αυτούς, ήταν το βήμα της τόλμης και της μεγαλοψυχίας τους, που ηχούσε στα αυτιά μου. Ένα τραγούδι που μόλις ακουγόταν, ένα τραγούδι πολέμου και αγάπης, γιατί τα παιδιά σίγουρα πήγαιναν στον πόλεμο, όμως συνάμα θυμούνταν τις θεατρικές και μεγαλειώδεις πράξεις της αγάπης. Μα τι λογής αγάπη μπόρεσαν να γνωρίσουν αυτοί;,σκέφτηκα όταν η κοιλάδα απέμεινε έρημη και μονάχα το τραγούδι τους εξακολουθούσε να αντηχεί στα αυτιά μου. Την αγάπη των γονιών τους, την αγάπη των σκυλιών και των γάτων τους, την αγάπη των παιχνιδιών τους, αλλά προπαντός την αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλον, τον πόθο και την ηδονή»
Η γραφή του Μπολάνιο ποιητική (έγραψε πρώτα ποίηση για να στραφεί στη συνέχεια στον πεζό λόγο), αντλεί και ενσωματώνει από την παράδοση της ισπανόφωνης λογοτεχνίας από τον Θερβάντες και τον Μάρκες έως τον Κορτάσαρ και τον Μπόρχες για να δημιουργήσει το δικό του αποκαλυπτικό ύφος. Ένα ύφος ονειρώδης που συχνά-πυκνά έχει ένα φρενήρη ρυθμό από κάποιον που αποκαλέστηκε και ως ισπανόφωνος μπήτνικ. Πολιτικοποιημένος στην αριστερά θα ζήσει από κοντά την διάψευση των ουτοπικών προσδοκιών μιας ολόκληρης γενιάς της Λατινικής Αμερικής στις δεκαετίες των 70 και 80. Οι θεματικές των έργων του αντηχούν αυτή την εναλλαγή. Aπό την ελπίδα στην διάψευσή της, από την λαχτάρα για ζωή σε έναν υπόγειο πεσιμισμό.
Το Φυλαχτό προμηνύει τις δύο μεγαλύτερες και σημαντικότερες του νουβέλες. Τους Αουξίλιο Λακουντύρ και Αρτούρο Μπελάνο (νεαρός ποιητής χιλιανός alter ego του Μπολάνιο) τους ξαναβρίσκουμε στο μυθιστόρημα Άγριοι Ντέντεκτιβ, ενώ το επόμενο έργο του με τίτλο 2066, προαναγγέλεται σε ένα προφητικό κρεσέντο της Αουξίλιο.
Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο θα γεννηθεί στη Χιλή, θα ζήσει στο Μεξικό, θα προσπαθήσει να συμμετάσχει στο πολιτικό πείραμα του Αλιέντε αλλά μετά την πτώση του, ύστερα από μια μποέμικη ζωή σε διάφορες χώρες θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Ισπανία στα περίχωρα της Βαρκελώνης. Στις αρχές τις δεκαετίας του 90 θα αφοσιωθεί στο γράψιμο. Αν και θα γνωρίσει την επιτυχία δεν θα προλάβει να την γευτεί. Θα πεθάνει το 2003 στην ηλικία των πενήντα χρονών, πριν προλάβει να δει όλα τα έργα του να έχουν εκδοθεί.