Λίγες ώρες πριν από τη σοβαρή επέμβαση που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη φωνή της, η μεγάλη λαϊκή ερμηνεύτρια Σωτηρία Μπέλλου δεν σταματά να μιλά για την πολυτάραχη ζωή της: τα πρώτα χρόνια στη Χαλκίδα, η αναχώρηση για την Αθήνα μια μέρα μετά το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, η συνεργασία με τον Τσιτσάνη. Η σκληρότητα μπερδεύεται με την ευαισθησία, το παρόν με το παρελθόν, η αγάπη με το μίσος, αποκαλύπτοντας μια εκρηκτική προσωπικότητα που δεν χάνει, ούτε μια στιγμή, το χιούμορ και το πάθος της για τη ζωή. Η σκηνοθέτρια της παράστασης, Χριστίνα Χατζηβασιλείου, που στο σκηνοθετικό της σημείωμα γράφει «Η Μπέλλου δεν φοβήθηκε ποτέ τον θάνατο. Την αναμονή του φοβόταν.» απαντά στις ερωτήσεις της Popaganda.
Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε το έργο Σωτηρία με λένε; Θα απαντούσα αιφνιδιαστικά πως αντιστρόφως το έργο ήταν αυτό που με διάλεξε. Η Μπέλλου υπήρξε για μένα ένα ταυτόχρονα οικείο και ανοίκειο πρόσωπο. Η φωνή της που ακούγονταν συχνά στα τραπέζια και στα γλέντια που έστηναν οι δικοί μου, με στοίχειωνε ως παιδί και η εικόνα της είχε πάντα κάτι που με τρόμαζε . Όταν την μελέτησα σε βάθος συνειδητοποίησα το γιατί: η Σωτήρα -όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι της- ήταν (είναι) μάλλον ο πιο ελεύθερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει, και η ελευθερία της αυτή της κόστισε εν τέλει την ίδια της την ζωή.
Ποια η σκηνοθετική προσέγγιση και πώς την αναπτύξατε στις πρόβες; Επεδίωξα να ανακαλύψω όλα εκείνα τα εσωστρεφή στοιχεία του χαρακτήρα της Μπέλλου ώστε να αποφευχθεί κάθε ίχνος μιμητισμού ή γραφικότητας. Μέσα από ένα πολύ συγκεκριμένο training ανακαλύψαμε μαζί με την Έφη Σταμούλη τις εγγενείς ποιότητες που διέθετε η Σωτήρα και πολύ γρήγορα διαπίστωσα και σκηνικά πως «μέσα από την τεθλασμένη της ζωή γεννήθηκε η ευθεία του ήχου της». Το έργο μας μεταφέρει στο Νοσοκομείο “Σωτηρία” όπου η Μπέλλου ξεδιπλώνει αυτήν ακριβώς την τεθλασμένη ζωή. Ο χρόνος στο νοσοκομειακό περιβάλλον συστέλλεται και διαστέλλεται αυτόνομα, χωρίς να λογαριάζει την κανονικότητα της ζωής έξω από αυτόν. Αυτό ήταν το κλειδί της σκηνοθετικής αφηγηματικότητας για μένα συν του ότι οι χρόνιοι ασθενείς, όπως ήταν η Μπέλλου (υπήρξε σχεδόν ενάμιση χρόνο στο νοσοκομείο, ας μην το ξεχνάμε αυτό), πάσχουν αναπόφευκτα από ιδρυματισμό, που σε συνδυασμό με τις φαρμακευτικές αγωγές επιφέρουν παραισθήσεις. Μέλημά μου ήταν να πυκνώσω το χρόνο και να αποδώσω την ψυχοσύνθεσή της χωρίς μελοδραματισμό και ψευτοσυναισθηματισμούς.
Ποιο είναι το πιο δυνατό σημείο της παράστασης για εσάς; Είναι μία πολύ οριακή σκηνή παραίσθησης που έχει η Μπέλλου όντας μέσα στο νοσοκομείο, που την εμπνεύστηκα από μία περιγραφή που δίνει ο Δ. Κάππος ο οποίος είχε πάει να την ακούσει στο “Ρεπορταζ” το ρεμπετάδικο. Η Μπέλλου σιχαινόταν τις λουλουλούδες και τα γαρύφαλλα και ως γνωστόν ήταν φοβερά αθυρόστομη. Τα υπόλοιπα επί της σκηνής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
Αν θέλατε με πέντε γραμμές να πείσετε έναν θεατή να επιλέξει τη δική σας παράσταση -ανάμεσα στην πληθώρα έργων που ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές- τι θα του λέγατε; Πως είναι μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψει την μυθιστορηματικά σκληρή ζωή της Μπέλλου έξω από τα θορυβώδη αφιερώματα και τα εξώφυλλα δίσκων σε μία πολύ ιδιαίτερη in- yer- face παράσταση χωρίς μιμητισμούς, και με μία συνταρακτική ερμηνεία από την Έφη Σταμούλη, που την δουλέψαμε μαζί λέξη προς λέξη.
Είναι εύκολο για μια θεατρική ομάδα να βρει στέγη και να παρουσιάσει τη δουλειά της; Εσείς ποιες δυσκολίες τυχόν αντιμετωπίσατε; Έχω επιλέξει πολύ συνειδητά να δουλεύω ως freelancer σκηνοθέτρια, που όμως συνεργάζεται συχνά με τους ίδιους ανθρώπους, εν είδος, ομάδας. Στην περίπτωση της Σωτηρίας δεν αντιμετωπίσαμε δυσκολίες, καθώς η παραγωγή ήταν ενταγμένη στον προγραμματισμό του κθβε, το οποίο και μου ανέθεσε την σκηνοθεσία. Η παράσταση παίχτηκε στη Θεσσαλονίκη για δύο σεζόν με μεγάλη επιτυχία.