“It’s an anthem in a vacuum on a hyperstation/
Daydreaming days in a daydream nation”
Ο παραπάνω στίχος από το “Hyperstation” που θα ακούσει κανείς λίγο πριν το φινάλε του δίσκου θα μπορούσε να είναι μια συμπιεσμένη περιγραφή του τι σήμαινε το Daydream Nation των Sonic Youth όταν κυκλοφόρησε, 30 χρόνια πριν, στις 18 Οκτωβρίου 1988. Όμως όπως όλοι οι σπουδαίοι δίσκοι που σηματοδοτούν μια τομή, εντός και εκτός του ιστορικού των δημιουργών τους, πάει πολύ πέρα από τέτοιες συμπυκνώσεις. Και τέτοιος υπήρξε αδιαμφισβήτητα ο πέμπτος δίσκος των Sonic Youth, ήταν εκείνη η ζύμωση που έκανε την τετράδα Moore-Gordon-Ranaldo-Shelley να πατήσει το σκαλοπάτι της επόμενης «λίγκας» με ό,τι αυτό συνεπαγόταν.
Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως το Daydream Nation άλλαξε τον θόρυβο όπως τον ξέραμε –τον παρουσίασε σε μεγάλη μερίδα του κοινού όπως δεν τον είχε γνωρίσει ως τότε. Οι Sonic Youth κολυμπούσαν για χρόνια στα λιμνάζοντα νερά της αβάντ-γκαρντ Νέας Υόρκης, αλλά η αλλαγή διαφαινόταν ήδη. Αν το πρώτο γύρισμα της πλάτης τους στο no wave σύμπαν έγινε στο Evol (1986), στο Sister (1987) που ακολούθησε ανέπνευσαν το οξυγόνο μιας μελωδικότερης «κανονικότητας» (όσο η λέξη κανονικότητα μπορεί να στέκεται δίπλα στο όνομα των Sonic Youth) και το Daydream Nation ήταν εκείνος ο δίσκος που κατάφερε να αρθρώσει με σαφήνεια την ταυτότητά τους φανερώνοντας στο μέγιστο τη μουσική τους διάνοια. «To Daydream Nation ανακάτεψε την τράπουλα σε αυτό που αποκαλούμε σύγχρονο ροκ εν ρολ σε κάθε επίπεδο: για πρώτη φορά τα μέινστρημ ακροατήρια έρχονταν σε επαφή με τον θόρυβο ως δομικό στοιχείο της σύνθεσης, χωρίς να γίνεται λόγος για πειραματισμό ή ακαδημαϊσμό, ενώ παράλληλα και οι Sonic Youth άφηναν οριακά πιο ευκολοχώνευτες φόρμες να εισβάλουν στο λεξιλόγιό τους» υπογραμμίζει ο Τάσος Νικογιάννης (Make Believe, Mechanimal).
Ήδη τα πρώτα δευτερόλεπτα του “Teenage Riot”, που ανοίγει τον δίσκο, αποτελούν μια δήλωση. Δεν προσπαθούν πια να επιπλεύσουν κολυμπώντας στο noise, αλλά διατυπώνουν αξιώσεις για ένα anthem με πλήρη ηχητική οικονομία που προϊδεάζει για όσα θα συμβούν στα επόμενα 65 λεπτά του διπλού αυτού δίσκου. Φυσικά, είναι περιττό να πούμε ότι 30 χρόνια μετά που το anthem (όχι μόνο αποδείχθηκε τέτοιο αλλά) ακόμα ανατριχιάζει, οι αξιώσεις δικαιώθηκαν. Δεν είναι ότι οι Sonic Youth αποφάσισαν να απαρνηθούν την «στρεβλή» πλευρά τους, είναι φανερό όμως ότι αναζητούν μια πιο σαφή τραγουδιστική δομή. Σαν η μελωδία να γίνεται ο ξενιστής για το θορυβώδες τους παράσιτο.
«Το Daydream Nation, όπως κατά βάση κάθε σπουδαίος ροκ δίσκος, δεν χαροπαλεύει ανάμεσα σε δεκάδες διαφορετικές ιδέες. Είτε σε 12, είτε σε 15 τραγούδια, επί της ουσίας “λέει” από την αρχή μέχρι το τέλος το ίδιο ακριβώς πράγμα, υποβάλλει τον ακροατή στο ίδιο τραγούδι, που κάπου από την τρίτη πλευρά και μετά είναι όντως σαν να μην τελειώνει ποτέ. Εκεί δηλαδή που “ξεσπάει” το “Hey Joni”, το υποκειμενικά σπουδαιότερο τραγούδι του δίσκου. Κάθε φράση τελειώνει με τον ίδιο τρόπο, κάθε στραβό κούρδισμα βρίσκεται ξανά και ξανά μπροστά σου. Είναι ακριβώς η ίδια Μανία, που διαπνέει τον δίσκο ακατάπαυστα (και για πρώτη και τελευταία φορά στην δισκογραφία των SY άκοπα). Η μανία που μοιάζει να μην έχει εξαντληθεί ακόμη και όταν έχει τελειώσει ο (διπλός) δίσκος» σχολιάζει ο Άρης Καραμπεάζης (mic.gr).
«Το Daydream Nation, αποτελεί αυτό που θα λέγαμε μια μοναδικότητα, μια “ανωμαλία” με τον μαθηματικό όρο. Ένα μοναδικό σημείο που κατά κάποιον τρόπο αλλάζει όλη τη ροή των πραγμάτων. Συνάρθρωσε το post punk, το hardcore και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 με αυτό που ακολούθησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το grunge» σημειώνει ο Δημήτρης Ιωάννου (Bokomolech, ενώ εδώ και κάποιον καιρό θα τον βρείτε και στο marginalia.gr). Αυτή η μοναδικότητα απαντάται σε πολλά επίπεδα: ήταν ο τελευταίος τους δίσκος στην ανεξάρτητη Enigma (δύο χρόνια αργότερα το Goo, με αδιαφιλονίκητα hits όπως το “Kool Thing” και το “Dirty Boots”, που τους έκανε και με τη βούλα indie υπερήρωες, κυκλοφόρησε από την Geffen). Και δε χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβει κανείς πως αν δεν είχαν προηγηθεί οι Sonic Youth, κανένα “Smells Like Teen Spirit” δεν θα γινόταν ο ύμνος μια ολόκληρης γενιάς και κανένα grunge δεν θα μεσουρανούσε στο πρώτο μισό των 90s.
«Το Daydream Nation το θυμάμαι να σκάει με την ορμή κλωτσιάς στο κοινό, που είχε αρχίσει να εμφανίζει σημεία δυσανεξίας στον σκληρό ήχο. Διέθετε την ανατρεπτική ορμή μίας μπάντας που έτρεχε με χίλια, βρισκόταν σε απόλυτο συγχρονισμό τόσο με το περιβάλλον της όσο και στο εσωτερικό της, κι έκανε ένα γενναίο βήμα μπροστά, χωρίς να αποκόβεται από τις ρίζες της» λέει ο Τάσος Νικογιάννης, ενώ ο Άρης Καραμπεάζης το σχολιάζει μέσα από τα συγκείμενα της εποχής: «Στέκεται λίγο πιο ψηλά από τους δύο ισάξιους αντιπάλους του (Zen Arcade και Double Nickels On The Dime – ομοίως διπλά μη περισσεύματα έμπνευσης) ακριβώς επειδή δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι το εναλλακτικό ροκ (το οποίο ορίζει, καθορίζει και περιορίζει ως είδος με το περιεχόμενο του) πρόκειται όντως να κατακτήσει τον κόσμο και μάλιστα όχι με τον τρόπο που το έκαναν (ή θα το κάνουν, αν μιλάμε και σκεφτόμαστε με όρους 1988) οι R.E.M. Χωρίς μαντολίνο και ικεσίες δηλαδή. Στέκεται λίγο πιο… πέρα από το Loveless, επειδή διατηρεί επαφή, έστω κι επικριτικά ειρωνική, με τον κόσμο γύρω του. Στέκεται στην κορυφή της δισκογραφίας των Sonic Youth, όχι μόνο σημειολογικά ως η τελευταία κυκλοφορία πριν την μεταγραφή, που άλλαξε την ιστορία του εναλλακτικού ροκ μια για πάντα (ανοίγοντας τον δρόμο κλπ. κλπ.), αλλά κυρίως επειδή πιστοποιεί το pop credibility, που μέχρι και το Sister υποχωρούσε μπροστά στην θεωρημένη αναρχία των ροκ δομών, που έπρεπε να προηγηθεί ακριβώς για να φτάσουν (και να φτάσουμε) εδώ».
Οι Sonic Youth με αυτό τον δίσκο άνοιξαν την πόρτα στην ιδέα ότι η εναλλακτικότητα δεν χρειάζεται να προέρχεται -ή να παραμένει- στο περιθώριο, αλλά μπορεί να συνομιλεί με τις μάζες, να τις «ξεγελάει» σε ένα βαθμό ότι ακούνε κάτι πιο «κανονικό» από ό,τι όντως βγαίνει από τα ηχεία. Ενός είδους νίκη και απενοχοποίηση του διαφορετικού που γινόταν κτήμα κι ενός άλλου κόσμου. Που έσκασε σαν βόμβα στην Αμερική του Ρίγκαν για να αφηγηθεί έναν εφιάλτη. Σύμφωνα με τον Άρη Καραμπεάζη, «θα μπορούσε να υπάρξει ως σημαίνον δίσκος, μόνο τυχόν μέσα από το εξώφυλλό του, τον τίτλο του, που δένει αρμονικά με το όνομα του συγκροτήματος, και τους επιμέρους τίτλους των τραγουδιών, που συνθέτουν την εικόνα μιας Αμερικής για την οποία είναι ξεκάθαρα πικρό το πόσο μια “εφηβική εξέγερση” δεν θα είναι ποτέ αρκετή για να την μετατρέψει στην Αμερική που ξέρουμε και θέλουμε μέσα από συγκροτήματα όπως οι Sonic Youth. Είναι σχεδόν εξωφρενικό το πως όλα αυτά τα στοιχεία συνυπάρχουν μέσα σε ένα και μόνο άλμπουμ. Άλλοι στη θέση τους θα έστηναν ολόκληρη καριέρα, μοιράζοντας τα και στα 3-4 επόμενα (τουλάχιστον). Πολλοί το έκαναν άλλωστε».
«Τα λάιβ τους στην Αθήνα, δέκα μέρες πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, οριοθετούσαν και το σύνορο ανάμεσα στο μέινστρημ και στο άντεργκραουντ – την ίδια βδομάδα, το ΟΑΚΑ γέμιζε από 80.000 κόσμο για να δει Springsteen, Gabriel και Sting, και το να είσαι στο Ρόδον τις ίδιες μέρες σε έβαζε σε ένα members’ only κλαμπ»
Πριν όμως οι Sonic Youth κυκλοφορήσουν το Daydream Nation και για την ακρίβεια ακριβώς δέκα ημέρες νωρίτερα, στις 8 και 9 Οκτωβρίου του 1988 εμφανίστηκαν στο Ρόδον και αψηφώντας κάθε κανόνα, επέλεξαν να παίξουν μόνο κομμάτια από το επερχόμενο τότε άλμπουμ τους. Ο Τάσος Νικογιάννης θυμάται τη βραδιά κάπως έτσι: «Το κοινό άργησε να πάρει μπρος, τουλάχιστον οι λιγότερο υποψιασμένοι. Όλο το σετ ήταν από το Daydream Nation, αλλά σε σύγκριση με τις στουντιακές εκτελέσεις, η λάιβ εκδοχή πλησίαζε το χάρντκορ, και σε στιγμές ξεπερνούσε κι αυτό, για να καταλήξει προς το τέλος του σετ σε ένα τρισδιάστατο ζενίθ θορύβου πως είχε σχεδόν αποκτήσει φυσική υπόσταση. Κατά κάποιον τρόπο, το λάιβ αυτό οριοθετούσε και το σύνορο ανάμεσα στο μέινστρημ και στο άντεργκραουντ – την ίδια βδομάδα, το ΟΑΚΑ γέμιζε από 80.000 κόσμο για να δει Springsteen, Gabriel και Sting, και το να είσαι στο Ρόδον τις ίδιες μέρες σε έβαζε σε ένα members’ only κλαμπ».
Όπως συνέβη παντού, έτσι κι εδώ ο δίσκος άφησε το μικρότερο ή μεγαλύτερο αποτύπωμά του και στην αγγλόφωνη ανεξάρτητη σκηνή (με το νήμα να φτάνει μέχρι το σήμερα και τους Callas που συνεργάζονται το 2018 σε ελληνόστιχα κομμάτια με τον Lee Ranaldo). Όπως για παράδειγμα παρατηρεί ο Δημήτρης Ιωάννου που μπορεί να μην διακρίνει σε αυτό που έκαναν οι Bokomolech μια άμεση επιρροή από τους Sonic Youth, αλλά όπως λέει, ακούγοντας εκ των υστέρων live και ηχογραφημένες πρόβες της μπάντας του από τα μέσα των 90s, το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό είναι όντως οι Sonic Youth. «Τους ακούγαμε όλοι αλλά ποτέ δεν προσπαθήσαμε να μιμηθούμε. Έχει να κάνει περισσότερο με το πως γράφαμε μουσική. Δεν παρουσίαζε ποτέ κανείς από εμάς τελειωμένες ιδέες, έφερνε κάποιος μια ιδέα και δουλεύαμε όλοι μαζί πάνω σε αυτό. Ίσως εκεί είναι η μεγαλύτερη ομοιότητα, αν και συνέβη ασυνείδητα». Διαβάζοντας κανείς το Girl In A Band της Kim Gordon, βλέπει ότι πράγματι με έναν παρόμοιο τρόπο προπαρασκεύασαν το άλμπουμ κάνοντας πρόβες σε έναν κλειστοφοβικό χώρο που ανήκε στον Mike Gira των Swans και «ήταν νεκρός ηχητικά, καλυμμένος με χαλιά στους τοίχους, κάνοντας την παραφωνία αμελητέα και συμβάλλοντας στην εντύπωση ότι το κάθε μέλος της μπάντας είχε φέρει κάτι στο λεξιλόγιο των ήχων που αναμειγνύονταν μαζί για να δημιουργήσουν μια ενότητα -με άλλα λόγια, ένα τραγούδι».
Με το Daydream Nation οι Sonic Youth κατάφεραν να δημιουργήσουν όντως μια ενότητα, έναν άρτιο μουσικά δίσκο, που ήξερε ακριβώς τι (και πως) ήθελε να πει. Ένα άλμπουμ που σημάδεψε πιθανότατα όσο κανένα άλλο όχι μόνο τη χρονιά που κυκλοφόρησε, αλλά και τη δεκαετία (το Pitchfork το τοποθέτησε στην κορυφή της λίστας του για τα 80s – πριν λίγο καιρό μόλις δημοσίευσε αναθεωρημένη λίστα όπου η κορυφή ανήκει στο Purple Rain του Prince). Μαζί με την εκτόξευση της ίδιας της μπάντας, καλλιεργήθηκε η «εναλλακτική συνείδηση» των ακροατών και καθορίστηκε και η κατεύθυνση του ροκ εν ρολ για τα επόμενα 30 χρόνια.
«Το Daydream Nation ήταν ο δίσκος που αποκαθήλωσε τους guitar heroes για να αποθεώσει όμως την κιθάρα ως εκφραστικό εργαλείο. Για πρώτη φορά τα εξώφυλλα του ειδικού μουσικού τύπου φιλοξενούσαν μουσικούς που προσέγγιζαν το όργανο σαν λευκό καμβά, δίχως οδηγίες χρήσης και χωρίς καμία αναστολή στον τρόπο που του επιτίθονταν. Από αυτή την άποψη, το Daydream Nation έλεγε ότι ήταν ok να κάνεις ό,τι ήθελες, όπως ήθελες. Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι πιο επαναστατικό για έναν μουσικό» λέει ο Τάσος Νικογιάννης ενώ ο Άρης Καραμπεάζης θα ευχόταν να… μην τον έχει ακούσει: «Τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του παραμένει τυπική περίπτωση δίσκου που εύχεσαι να μπορούσες να τον “διαγράψεις” από το μυαλό και το θυμικό σου σου, για να υποστείς και πάλι το ίδιο σοκ όταν θα τον ακούσεις για πρώτη φορά. Ανεπαίσθητα ροκ-εν-ρολ κλισέ, χωρίς τα οποία δεν θα ήμασταν τώρα εδώ…».