Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

H Popaganda στο Sonar Festival

 

Απορίας άξιο που το Sonar έφτασε τις 23 διοργανώσεις μέχρι να καταφέρω να το επισκεφθώ κι η αλήθεια είναι ότι η πρωτοπόρα φεστιβαλική εμπειρία που προτείνει δεν έχει χάσει τις αιχμές της ακόμα κι αν απευθύνεται πια σε ένα τεράστιο πλήθος (με ό,τι συνεπάγεται αυτό) που φέτος έφτασε τις 115.000, νούμερο-ρεκόρ όπως μας πληροφόρησαν, για τη διοργάνωση. Αφορμή για τη φετινή μας επίσκεψη ήταν το πρόγραμμα We Are Europe (WAE), μια τριετής συνεργασία μεταξύ οχτώ διαφορετικών φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής (ανάμεσά τους και το Reworks της Θεσσαλονίκης), με στόχο να δημιουργήσει και να ανακαλύψει νέες τεχνολογίες καθώς και επιχειρηματικές δράσεις στα πλαίσια της συγκεκριμένης μουσικής κουλτούρας.

Η τριήμερη επίσκεψη μας εστίασε κυρίως στις κουβέντες γύρω απ’ αυτά τα θέματα καθώς και τις μουσικές προτάσεις που έκανε το Reworks (με δικό του το κεντρικό stage του Sonar By Day την τρίτη μέρα του φεστιβάλ) και το αυστριακό Elevate (επίσης μέλος του WAE). Μια μάλλον ουσιαστική υποσημείωση πριν περάσουμε στα τεκταινόμενα, είναι η συνειδητοποίηση ότι το Sonar έχει μετατραπεί σε θεσμό για ολόκληρη την πόλη της Βαρκελώνης, με ένα σκασμό off Sonar parties, χωρίς να πλήττεται στο ελάχιστο η διοργάνωση, όπως δεν έπαθε τίποτα και με την μετωπική επίθεση που εξαπέλυσε το Primavera μεταθέτοντας την ημερομηνία του μια εβδομάδα αργότερα απ’το συνηθισμένο (θέτοντας σαφές θέμα επιλογής) και κλείνοντας την μεγαλύτερη μπάντα του πλανήτη για headliner.

Φαντάζομαι ότι αν ως event έχεις επηρεάσει και εμπνεύσει τη δημιουργία μερικών δεκάδων φεστιβάλ ανά την Ευρώπη τα τελευταία 20 χρόνια (απ’το Synch μέχρι το Reworks όσον αφορά τα δικά μας), δεν πολυκαταλαβαίνεις από τέτοιες πιέσεις.

Ημέρα Πρώτη

Το αεροπλάνο μου έφτασε στην Βαρκελώνη λίγο πριν ξεκινήσει την ομιλία του ο Brian Eno (μια αμφίβολη πηγή τον χαρακτήρισε διεκπεραιωτικό), οπότε μπήκαμε στον υπέροχο χώρο που φιλοξενεί το Sonar By Day στην Plaza Espanya γύρω στις 16:30, ακριβώς την ώρα που στο ανοιχτό stage ξεκινούσαν το σετ τους οι Acid Arab. Το όνομά τους καλύπτει την όποια γρήγορη περιγραφή της μουσικής τους, η οποία είναι καλή αλλά για μισή ώρα (όπως και όλα αυτά τα ανατολίτικα house που γίνονται με ταχύτητα φωτός λαίλαπα-εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που θα δούμε όταν θα κάνουμε την ανασκόπηση της χρονιάς). Στο χώρο του Sonar+D, το κομμάτι δηλαδή του φεστιβάλ που συγκεντρώνει ένα συνδυασμό δράσεων με κοινό θέμα τη σχέση μεταξύ δημιουργικότητας και τεχνολογίας, αφού ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στο workshop για τη δημιουργία μουσικών οργάνων που εστίαζε στην εκπαίδευση νέων γυναικών, περάσαμε στον χώρο των διαλέξεων για να παρακολουθήσουμε μια απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες κουβέντες του τριημέρου με θέμα την βιωσιμότητα της μουσικής βιομηχανίας και ειδικότερα των νέων καλλιτεχνών στις ψηφιακές μας μέρες. Η έξοχη Vickie Nauman με εμφανή εξειδίκευση στο θέμα κατεύθυνε υποδειγματικά την κουβέντα που μπορεί να μην έβγαλε συμπεράσματα, έθεσε όμως καθαρά ερωτήματα-απορίες. Με προμετωπίδα την εμμονή της μουσικής βιομηχανίας να ψάχνει αποδιοπομπαίους τράγους για τη συρρίκνωση της εμπορικής δυναμικής της (οι κασέτες στα 80s, η πειρατεία απ’ τα τέλη των 90s και τώρα το YouTube), αλλά και το γεγονός ότι οι streaming πλατφόρμες λειτουργούν μόνο για το ήδη επιτυχημένο 1% των καλλιτεχνών, όσοι βρίσκονται στο ακριβώς από κάτω σκαλί βρίσκονται σε αδιέξοδο. Εννοείται πως όσοι βρίσκονται ακόμα στην αρχή της καριέρας τους, το μοναδικό που θέλουν είναι εκατομμύρια views και όχι πια, πλατινένιους δίσκους. Όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να την παρακολουθήσουν ολόκληρη από κάτω.

Λίγο αργότερα σειρά έπαιρνε η συζήτηση που είχε στήσει το Reworks με τίτλο The shock waves of the sonic boom: Europe vs North America in Electronic Music και συντονιστή το γνωστό δημοσιογράφο Joe Muggs, όπου ο David Levy (υψηλόβαθμο στέλεχος του μεγάλου agency William Morris Endeavor Entertainment), o Matt Colon (της Deckstar, εν ολίγοις ο ατζέντης του Steve Aoki) και ο Richard McGinnis (συνιδρυτής του Warehouse Project που διοργανώνει το Parklife Festival στο Μάντσεστερ) πρόσφεραν πληροφορίες για όσα γίνονται με τη χορευτική μουσική στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με την έκρηξη του EDM που έχει φτάσει σε δημοτικότητα τα μεγάλα hip hop ονόματα των Η.Π.Α. Η κουβέντα, είναι η αλήθεια, ήταν αρκετά τεχνοκρατική, με αριθμούς, αναφορές στα κασέ κτλ. αλλά ίσως να ήταν απαραίτητο απ’ τη στιγμή που στην Ευρώπη δεν υπάρχει τόσο σαφής εικόνα και για την αφετηρία της σκηνής καθώς και για τα νούμερα που προσελκύουν αυτοί οι καλλιτέχνες (ή ότι είναι αυτοί οι τύποι τέλος πάντων). Η πιο σημαντική διαφορά που εντόπισαν οι ομιλητές συγκριτικά με την ευρωπαϊκή κουλτούρα γύρω απ’ την ηλεκτρονική μουσική είναι ότι το EDM δεν γεννήθηκε μέσα απ’ το club culture που χαρακτηρίζει τη χορευτική μουσική που ξέρουμε καλύτερα αλλά από ένα ιδιότυπο event culture που οδήγησε μουσικούς όπως o Calvin Harris, o Aoki, o Guetta κτλ. να κλείνουν γιγαντιαίες συμφωνίες για να παίξουν στα ξενοδοχεία του Λας Βέγκας. Γενικά ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση για ένα ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολεί περισσότερο όσους μελετούν την ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής.

Jean Michel Jarre επί το έργον

Την ημέρα μας στο συνεδριακό χώρο του Sonar+D ολοκλήρωσε η συνέντευξη του Jean-Michel Jarre απ’ τον πιο φημισμένο δημοσιογράφο του Pitchfork, τον Philip Sherburne. Ακόμα κι αν φάνηκε πως ο Sherburne δεν είχε προετοιμαστεί ιδιαίτερα (ξεκίνησε με την κοφτερή ερώτηση «πως και πότε βρέθηκες μπροστά σε ένα συνθεσάιζερ για πρώτη φορά;»), ο Jarre τίμησε τον πάρα πολύ κόσμο που γέμισε κάθε καρέκλα του χώρου, μιλώντας για την πορεία του μέχρι σήμερα για να καταλήξουμε στο θέμα που περιμέναμε πιο πολύ, το καινούργιο του project στα πλαίσια του οποίου εντόπισε μέσω της Guardian τον Edward Snowden στη Μόσχα. Η καινούργια του δουλειά Electronica 2 – The Heart of Noise θα παρουσιαζόταν για πρώτη φορά την δεύτερη μέρα του φεστιβάλ και στη συνέντευξη ο Jarre μίλησε για τα κεντρικά της θέματα που έχουν αρκετά να κάνουν με την ύπαρξη της τεχνολογίας στην καθημερινής μας ζωή, απ’ την προσκόλληση στα κινητά τηλέφωνα μέχρι τη δυνατότητα όλοι να ξέρουν που είσαι και τι κάνεις. 

Περνώντας στα αμιγώς συναυλιακά δρώμενα, μέσα στην ημέρα είδαμε αρκετά καλά πράγματα, αν και το καλύτερο ήρθε μάλλον νωρίς, με την εξαιρετική εμφάνιση του Fennesz με τους King Midas Sound, οι οποίοι ζωντανά συμπληρώνουν ό,τι φαινόταν να λείπει απ’ τις σπιτικές ακροάσεις του Edition 1. Δυστυχώς, θέλοντας να παρακολουθήσουμε ολόκληρη την κουβέντα για το EDM φύγαμε κάπου στη μέση του σετ κι έκτοτε προσθέτουμε δεκάδες plays στο παρακάτω video.

Αποσπασματικά είδαμε και τον Jamie Woon στο stage της Red Bull, ο οποίος με φουλ μπάντα είναι έτοιμος να γίνει ο νέος ποπ σταρ της hip γενιάς. Ευτυχώς έχει σωστούς φίλους (βλ. Burial) και μερικά καλά τραγούδια. Στην φανταστική αίθουσα του SonarComplex θα κλείναμε όμως την πρώτη μέρα του φεστιβάλ, βλέποντας αρχικά τη ζωντανή παρουσίαση του Kingdom Come απ’ την Gazelle Twin, ένα τελείως Sonar live αφού στη σκηνή παρατηρούμε ένα ζευγάρι με κουκούλες να περπατάει ή να τρέχει πάνω σε δύο διαδρόμους γυμναστικής ενώ στο video wall βλέπουμε εικόνες που έχουν αποτελέσει τον κόσμο των βιβλίων του J.G. Ballard. Η εμφάνιση είναι ανατριχιαστικά έντονη, πιο πολύ σα να παρακολουθείς μια άκρως πειραματική ταινία παρά συναυλία, ίσως γιατί κάπως έτσι σχεδιάστηκε εξαρχής. Ο φανταστικός ήχος του χώρου και το απόλυτο σκοτάδι έδωσαν έξτρα πόντους στο event που ένωσε, καλύτερα από κάθε άλλο που είδαμε, τον κόσμο του Sonar+D με τη μουσική.

Τέλος, η ημέρα έκλεισε με τους 65Daysofstatic, οι οποίοι στον ίδιο χώρο παρουσίασαν τη μουσική που έγραψαν για το video game No Man’s Sky και ενίσχυσαν την εδραιωμένη πια άποψή μας ότι είναι μια αμιγώς live μπάντα που θα περάσει τα επόμενα χρόνια της πασχίζοντας να μεταφέρει στο στούντιο την αδρεναλίνη που γεννάει η κάθε συναυλία τους. Χωρίς Sonar By Night την Πέμπτη, κι αφού πρώτα αντισταθήκαμε στο πειρασμό να πάμε σε ένα απ’τα πολλά Off Sonar parties (κυρίως να ακούσουμε τον Joy Orbison που είναι και απωθημένο και έπαιζε στο υπέροχο Apolo), επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο γιατί οι δύο επόμενες μέρες θα ήταν πολύ πιο μεγάλες.


Ημέρα Δεύτερη

Ο αναμενόμενος κακός υπολογισμός, μας κόστισε τη διάλεξη των Alva Noto και Byetone για το εικαστικό κομμάτι της θρυλικής εταιρείας τους Raster-Noton, οπότε την ημέρα μας την ξεκινήσαμε με μια πολύ ωραία παρουσίαση απ’ τα επιστημονικά ιδρύματα του CERN (το γνωστό) και του ALMA (του μεγαλύτερου αστρολογικού παρατηρητηρίου που εδρεύει στην έρημο Ατακάμα της Χιλής) και πως προσπαθούν να εδραιώσουν κώδικες αλληλοεπίδρασης μεταξύ επιστήμης και τέχνης. Η Monica Bello που τρέχει το πρόγραμμα Arts@CERN αφού τόνισε τη συγγένεια μεταξύ επιστημόνων και καλλιτεχνών (προσπαθούν κι οι δύο να αποκρυπτογραφήσουν τον κόσμο με το δικό τους τρόπο τόνισε) έκανε μια παρουσίαση των καλλιτεχνικών δρώμενων που έχουν γίνει στο σπουδαιότερο επιστημονικό ίδρυμα της Ευρώπης ενώ ο Antonio Hales του ALMA μίλησε για το project Alma Sounds όπου με τη χρήση κεραιών προσπάθησαν να ηχογραφήσουν τους ήχους του νεφελώματος Orion. Οι δύο παρουσιάσεις ήταν αρκετά κατατοπιστικές και μάζεψαν τον περισσότερο κόσμο του τριημέρου (εκτός της ομιλίας του Richie Hawtin που μάζεψε όλη την Ισπανία) και έδωσαν μια αρκετά καθαρή εικόνα όσων έχουν κάνει τα δύο ιδρύματα μέχρι τώρα.

Προσπεράσαμε τον Hawtin και την παρουσίαση του καινούργιου mixer που έβγαλε σε συνεργασία με την Allen & Heath, παρακολουθήσαμε λίγο το workshop για το decentralization των καλλιτεχνών και είδαμε σχεδόν εντυπωσιασμένοι το live που γινόταν στο πλαίσιο του WAE, την παρουσίαση απ’ το Elevate Festival της Αυστρίας της ζωντανής παρουσίασης του τελευταίου δίσκου του Kode9. Με το video wall να δείχνει ένα drone να κινείται στους χώρους του εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείου Notel (το λόγκο της φίρμας ήταν στο εξώφυλλο του δίσκου) χαζεύαμε ένα σωρό λεπτομέρειες με highlight την παρουσία του μακαρίτη DJ Rashad στις τηλεοράσεις του κτιρίου, καθώς ακούγαμε την έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερη μουσική του Kode9.

Bring it on Santigold!

Χωρίς να σταματήσουμε και πολύ στην Santigold (προλάβαμε να ακούσουμε τα χιτάκια και να την δούμε να αλλάζει outfits-ίσως η μοναδική που το έκανε αυτό) περάσαμε στο stage της Red Bull για να δούμε την live band εκδοχή της μυθικής κολεκτίβας Underground Resistance. Ίσως η πρώτη απόλυτα πάρτι-στιγμή του φεστιβάλ και σχεδόν συγκινητικό θέαμα και μόνο να βλέπεις τον Mad Mike Banks. Φινάλε για το Sonar By Day της Παρασκευής, κάναμε με το υπέροχο live του John Grant, ίσως ο πιο κοινωνικός performer που έχω δει μετά τον Dan Deacon (εντάξει δεν μας έβγαλε και τρενάκι στην Barcelonetta) και νομίζω ότι είναι ώρα ένας promoter να τον φέρει και στην Αθήνα γιατί είναι εγγυημένη ψυχαγωγία (έχει κι ένα σκασμό ωραία τραγούδια, άσε που μπορεί να ξέρει κι ελληνικά εκτός από ισπανικά).

Με την μεταφορά μας στον χώρο που θα φιλοξενούσε το Sonar By Night, ζήσαμε την ξεκάθαρη «που είμαι τώρα;» στιγμή της παραμονής μας στην Βαρκελώνη, αφού ο εντυπωσιακός χώρος με τα τέσσερα τεράστια stages σου παίρνει ένα 20λεπτό να τον γυρίσεις και να βρεις που είναι το κατάλληλο σημείο να κάτσεις. Αρχή με την πρώτη παρουσίαση του καινούργιου δίσκου του Jean-Michel Jarre την οποία είδαμε στα κλεφτά γιατί την ίδια περίπου ώρα θα εμφανιζόταν η Anohni στο SonarPub που για την ώρα μας φαινόταν ότι ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν κακή ιδέα όχι μόνο γιατί οι αντίστοιχες φετινές δουλειές τους δεν συγκρίνονται (της Anohni είναι πολύ απλά υπέροχος δίσκος), αλλά και γιατί η παρουσία του Hudson Mohawke και του Oneohtrix Point Never λειτούργησαν ως ποιοτικές εγγυήσεις. Πράγματι, ένα απ’ τα καλύτερα live του φεστιβάλ ήρθε απ’την Anohni, η οποία μαυροντυμένη και κρύβοντας το πρόσωπό της πίσω από ένα πέπλο, έδωσε με συμβολικό τρόπο φωνή στις γυναίκες που βλέπαμε στα τρία video walls να τραγουδούν τα τραγούδια του νέου της δίσκου. Χωρίς αμφιβολία, βρίσκεται στην κορυφή της καριέρας της και όλο αυτό μοιάζει να ήρθε απ’το πουθενά. Εύγε.

Αμέσως μετά διορθώσαμε το λάθος που κάναμε το χειμώνα και είδαμε τους Red Axes που χάσαμε στο Ρομάντσο πριν μερικούς μήνες. Δεν διαπιστώσαμε κάτι διαφορετικό από όσα μας είχαν αφηγηθεί για την πολύωρη εμφάνιση τους στο κέντρο της Αθήνας, ακούσαμε δηλαδή ένα καταπληκτικό σετ με απίθανα visuals (επίσης στην κατηγορία «μόνο στο Sonar») και καθόλου δεν μας πείραξε που δεν έπαιξαν το απίθανο ρεμιξ που έχουν κάνει στις «Μάγισσες» απ΄το Γκάλοπ της Λένας Πλάτωνος. Έχοντας επίγνωση των αντοχών μας και της επαγγελματικής «υποχρέωσης» να παρακολουθήσουμε απ’την αρχή την κατάληψη του κεντρικού stage του Sonar By Day απ’ το Reworks Festival το Σάββατο, είδαμε το δεύτερο μισό της εμφάνισης του James Blake και αποχωρήσαμε με βαριά καρδιά αφήνοντας πίσω μας το back 2 back set του Ben UFO με την Helena Hauff και κυρίως αυτό που ξεκινούσε στις 05:00 μεταξύ DVS1 και Rodhad (ή αλλιώς Αμερική vs Γερμανία). Ο Blake πάντως ήταν κι αυτή τη φορά (τον είχα πρωτοδεί το 2011 στην ίδια πόλη) όσα δεν είναι στους δίσκους του, δηλαδή ενεργητικός και παθιασμένος.


Ημέρα Τρίτη

Όταν μπήκαμε στο φεστιβάλ οι Tendts είχαν μόλις ξεκινήσει το σετ τους, το οποίο μας ικανοποίησε και με το παραπάνω αφού αυτό που κάνουν με τις ατελείωτες λούπες και τα μπόλικα όργανα είναι απόλυτα δεμένο και φάνηκε πως δεν τους άγχωσε το μέγεθος της σκηνής. Αμέσως μετά στα decks του κεντρικού stage ανέβηκε ο Ison aka Αναστάσιος Διόλατζης aka ο άνθρωπος πίσω απ΄το Reworks, ο οποίος παρουσίασε ένα δίωρο σετ αποτελούμενο αποκλειστικά από ελληνικές παραγωγές. Απ’το «Τέλσον» των Στέρεο Νόβα μέχρι το ρεμίξ των Red Axes που λέγαμε πιο πριν και τη Monika, ο Ison κατάφερε να συγκρντεώσει τον κόσμο που μαζευόταν σιγά σιγά στο χώρο, ακόμα κι αν εκείνη τη στιγμή η Βαρκελώνη άρχισε να μοιάζει με το Glastonbury λόγω της έντονης βροχής που κράτησε για τις επόμενες 2-3 ώρες.

Σειρά πήρε μια υπέροχη μπάντα, οι BADBADNOTGOOD με καινούργιο δίσκο στις αποσκευές της, έδωσε ένα άψογο live, διασκεύασε Flying Lotus και έπαιξε το φοβερό “Kaleidoscope”. Απολύτως καλυμμένοι αφήσαμε το stage του Reworks γιατί δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στον πειρασμό της Raster-Noton και πήγαμε ξανά στο υπέροχο SonarComplex για να δούμε τον Alva Noto μια ακόμα φορά. Όπως ήταν αναμενόμενο αυτό που διαπιστώσαμε και πάλι είναι ότι κανείς δεν παρουσιάζει αυτή την πειραγμένη εκδοχή της χορευτικής μουσικής σαν τον Carsten Nicolai και την παρέα του και μέσα σε μια ώρα σχεδόν μας ανάγκασε να ξηλώσουμε τα καθίσματα του υπέροχου αυτού χώρου. Ύστερα μεταφερθήκαμε στο SonarHall για να δούμε το abstract σετ του Oneohtrix Point Never αλλά η αλήθεια είναι ότι η ώρα (18:30) δεν ήταν ιδανική για τη μουσική του κι έτσι κάναμε το διάλειμμα μας χαζεύοντας απ’την οθόνη του press area τον TroyBoi που έπαιζε στο κεντρικό stage. Ακολούθησε η αγαπημένη μου στιγμή στο φεστιβάλ, η ζωντανή εμφάνιση των Magic Mountain High, δηλαδή του ντουέτου που δισκογραφεί ως JuJu & Jordash μαζί με τον Move D. Το τρίο έδωσε ένα υπέροχο, έντονα αυτοσχεδιαστικό live, που σύμφωνα με την φίλη που τους παρακολουθεί ανελλιπώς εδώ και χρόνια, ήταν ένα απ’τα καλύτερα που έχουν κάνει. Η τύχη μας ολοκληρώθηκε όταν σε μια έμπνευση της τελευταίας στιγμής περάσαμε απ΄τους Howling, με τους οποίους δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα, τη στιγμή που έπαιζαν αυτό.

Στο φινάλε και μετά από αρκετά χρόνια χαζέψαμε το πάρτι που έστησε η παρέα της Ed Banger (Busy P, Para One, Boston Run) με αφετηρία το καινούργιο κομμάτι των Justice που μόλις κυκλοφόρησε και ακολούθησε κι άλλα παρόμοια τραγούδια που θύμισαν την προ δεκαετίας έκρηξη της γαλλικής σκηνής. Ήταν όμως η ώρα για να κατευθυνθούμε και πάλι προς το Sonar By Night όπου μας περίμεναν οι New Order και ο περισσότερος κόσμος του τριημέρου. Η λαοθάλασσα στο SonarClub αποθέωσε τους Βρετανούς οι οποίοι έπαιξαν ένα bestof σετ (“Bizarre Love Triangle, “True Faith” κτλ.) με τις απαραίτητες σφήνες της πρόσφατης δισκογραφίας τους για να καταλήξουμε στο singalong του “Blue Monday” και του “Love Will Tear Us Apart”.

Όταν σάρωσαν οι New Order…

Το υπόλοιπο βράδυ το περάσαμε στο υπέροχο stage του SonarCar όπου για 7 ώρες θα έπαιζε ο μάστορας Laurent Garnier, κάτι που έκανε κι ο Four Tet το προηγούμενο βράδυ. Κι αν ο Kieran Hebden σαν σωστός crate digger πέρασε μέσα σε ένα εφτάωρο από ένα σωρό μουσικά είδη, ο Garnier μετά τον εναρκτήριο Bob Marley απέδειξε τι μπορεί να κάνει ένας super star DJ όταν έχει όρεξη και έστησε ένα αξέχαστο πάρτι που στα χέρια οποιουδήποτε άλλου θα το είχαμε αντιμετωπίσει ως μια απ’ τα ίδια. Τηρώντας το music for the masses mood που είχε απ’ την αρχή (στην πρώτη ώρα είχε ήδη παίξει το classic “Rej” των Ame) το SonarCar μετατράπηκε σε γήπεδο με τον κόσμο να πανηγυρίζει με τρόπο που είχα χρόνια να δω. Υπενθύμιση για επίδοξους και μη DJs: αν δεν διασκεδάζεται πρώτα απ’όλα οι ίδιοι, αφήστε το καλύτερα. Όταν ο Garnier πέρασε το “Plastic Dreams” μου φάνηκε ότι ήταν η πλέον σωστή επιλογή για φινάλε και αποχώρησα, αν και όταν με πληροφόρησαν πως έκλεισε το σετ του με το “Poney Part 1” του Vitalic, κατάλαβα το λάθος μου. Ας είναι όμως.

Εν κατακλείδι, το Sonar είναι μια πλήρης φεστιβαλική εμπειρία που συζητάει περί μουσικής πέρα απ’το να προτείνει απλώς, κάτι που ήταν εμφανές όσο περισσότερη ώρα περνούσα στο Sonar+D. Οι δραστηριότητες του We Are Europe ήταν ιδανικές και ανυπομονούμε να δούμε τι θα σχεδιάζουν την επόμενη χρονιά χτίζοντας πάνω στη φετινή επιτυχία.

Γιώργος Μιχαλόπουλος

Share
Published by
Γιώργος Μιχαλόπουλος