Σαν την παρέα μας που έκανε κύκλους στα κανάλια, και ο Σωκράτης Μάλαμας κάνει παρόμοιους στη δισκογραφία του. Τα Κάτοπτρα που μόλις κυκλοφόρησαν θυμίζουν στην απλότητα του ήχου και του στίχου τις Ασπρόμαυρες Ιστορίες που είχαν κυκλοφορήσει το 1989. Βρίσκομαι μαζί του στο πρώτο σταθμό της περιοδείας του στο εξωτερικό. Μετά από το Άμστερνταμ οι Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο (θα ήθελα να είμαι πολύ σε αυτή τη συναυλία), Ζυρίχη, και ύστερα σε τέσσερις πόλεις της Γερμανίας με κατάληξη το Βερολίνο στις 7 Απριλίου.
Τι κάνει ένας 60χρονος (σχεδόν) μέσα σ’ ένα βαν στην Κεντρική Ευρώπη; «Το κάναμε και παλιότερα απλά είχα σταματήσει για λίγο καιρό. Τώρα ξαφνικά δεν με νοιάζει που είμαι σ΄ ένα αυτοκίνητο και πάω από χώρα σε χώρα. Έχω ταξιδέψει τόσο πολύ στη ζωή μου που έχω πάθει ανοσία. Το έχω και λίγη ανάγκη ν’ αλλάξει το κοινό. Και υπάρχουν και άνθρωποι, όχι κατ’ ανάγκη Έλληνες, που ενδιαφέρονται με θέρμη για αυτό το πράγμα». Θυμάται πως όταν είχε ξαναέρθει είχε 100-150 άτομα, όλοι ξένοι με μπλοκάκι να διαβάζουν τους στίχους.
Μια από τις στάσεις τις περιοδείας είναι η Στουτγάρδη. Ο Μάλαμας αν και γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Χαλκιδικής, μετανάστευσε σε πολύ μικρή ηλικία με την οικογένεια του στη γερμανική πόλη. «Δεν μπορούσα να κατανοήσω τη γερμανική καθημερινότητά με τίποτα. Έζησα σ’ έναν αέρα που ήταν αναμειγμένος με κάρβουνο, στο απόλυτο καυσαέριο, σε μια πόλη σκαμμένη συθέμελα που τότε άρχισε να χτίζεται. Ακόμα και μέσα στην πόλη είχε βαριές βιομηχανίες. Και όταν επέστρεψα στην Ελλάδα δεν μπόρεσα να ενσωματώσω το σχήμα του τότε κόσμου. Δεν μπορούσα να τα φέρω βόλτα». Γι’ αυτό το λόγο και στα σαράντα του άφησε την πόλη για το χωριό.
Ένα χωριό ήταν και το Άμστερνταμ τον 12ο αιώνα για να γίνει σήμερα μια απόλυτα λειτουργική και τακτοποιημένη πόλη που χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητες της. Μπροστά της η Αθήνα μοιάζει με μια μεγάλη χαβούζα. Θα πλησιάσουμε ποτέ οι νότιοι τους βόρειους στην ποιότητα ζωής; Τι κοινά πράγματα έχουμε με αυτούς; «Λίγα! Θέλουμε πολλούς αιώνες ώστε να δανειστούν αυτοί τα χρήσιμα στοιχεία της ανατολής και να πάρουμε εμείς τ’ αντίστοιχα του βορρά. Αυτό που ζηλεύω σε αυτούς είναι η συλλογικότητα Σέβονται τις κοινές αποφάσεις και δρουν υπακούοντας σε αυτές. Θα μπορούσαμε να το κάνουμε και εμείς αλλά δεν υπάρχει συνέπεια μάλλον στο “νομοθετείν” εκ μέρους της εξουσίας και στο “υπακούειν”εκ μέρους των πολιτών. Νομίζω ότι έχουμε αρκετά κατάλοιπα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία Έλεγαν αυτοί πως είναι εξουσία και εμείς είμαστε οι γραικοί όπου κάναμε τα πάντα για να μην υπακούσουμε. Το ίδιο συνεχίζουμε ακόμα και τώρα και με αυτούς που πάμε και ψηφίζουμε».
Ανυπάκουος είναι επίσης ο Μάλαμας στις ζωντανές εμφανίσεις του. Ήδη από το αεροπλάνο είχε γίνει ανέκδοτο ότι πρέπει να σταματήσει ακριβώς στις 23.00 και όλοι πρέπει να έχουμε φύγει ώστε να ετοιμαστεί το Melkweg για το επόμενο event. «Ρε Σωκράτη τι λες τώρα, που θα παίζεις ως τις 4 η ώρα», φώναζε από κάτω ο κόσμος. Οι μουσικοί ανησυχούσαν το προηγούμενο βράδυ. Ακουγόντουσαν κάτι ατάκες του στυλ «ρε συ δεν θυμάσαι στη Σπάρτη που παίζαμε μέχρι τις 6 παρά». «Περνάω όμορφα στα ζωντανά», λέει με μια αθωότητα. «Θα ερχόμουν νομίζεις εδώ στο εξωτερικό; Όταν δεν παίζω πηγαίνω σε μπαρ που παίζουν χαμηλά αλλά μια ενδιαφέρουσα μουσική και κάθομαι και ακούω. Περνάω πολύ ωραία. Είμαι άνθρωπος που έζησα πολύ μέσα στα μαγαζιά. Έχει γίνει ένα κομμάτι του εαυτού μου. Στα βαθιά μου γεράματα θα πιάνω γωνίες και θα κάθομαι εκεί. Έχω αυτή την τάση, μονάζω μέσα στα μαγαζιά». Αναρωτιέμαι αν ισχύει ότι χανόταν στα rave πάρτι μου αποκρίνεται ότι κάπου έπρεπε να διοχετεύσει την ένταση, «τη δύναμη που δεν μπορεί να την ξοδέψεις. Άλλος πέφτει στα ναρκωτικά, άλλος κυνηγάει τα πλούτη. Εγώ την κατανάλωνα στο τίποτα, στο τσάμπα! Μας κρατούσε εμάς αυτές οι βραδιές μουσικής σε παράδοξους χώρους και ο έρωτας. Οι ακατανάλωτες δυνάμεις, η ισχύς που δεν μαζεύεται».
«Έχει ένα ενδιαφέρον όταν παίζεις με το Σωκράτη γιατί είσαι σε συνέχεια σε εγρήγορση για να δεις τι θα παίξει μετά», μου λέει ο Φώτης Σιώτας από τους πιο σταθερούς συνεργάτες του. Δεν υπάρχει πρόγραμμα για τα τραγούδια, ο ίδιος δεν ήξερε το πρωί με ποιο θα ξεκινήσει το βράδυ (το «Για την Ελλάδα», ήταν τελικά). Ανάλογα με τον κόσμο και τη διάθεση κινείται το πράγμα. Γι΄αυτό δεν θέλει ν’ αλλάζει και τους μουσικούς του. Ο Γιάννης Παπατριανταφύλλου είναι μαζί του στο μπάσο τα τελευταία είκοσι χρόνια. «Μου αρέσει να έχω ένα μόνιμο σχήμα γιατί ξέρουν πάρα πολλά πράγματα. Το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου. Αυτό με βοηθάει ν’ ανοιχτώ». Μαζί του η ταλαντούχα Λαμπρινή Καρακώστα στο τραγούδι, ο Κυριάκος Ταπάκης στο μπουζούκι και λαούτο και ο Νίκος Μαγνήσαλης στα τύμπανα.
Το κοινό στον γεμάτο, από Έλληνες και Ολλανδούς, συναυλιακό χώρο αλαλάζει σε πολλά τραγούδια του Μάλαμα αλλά το «χιτάκι» που ξέφυγε τελείως από το κοπάδι των δημιουργιών του είναι η «Πριγκηπέσσα». «Μερικά τραγούδια γίνονται αυτεξούσια και αρχίζουν και κινούνται παντού. Δεν του κλαδεύεις τα πόδια. Πρέπει να είσαι ειδική περίπτωση όπως ο Χατζιδάκις για να κάνεις κάτι τέτοιο. Τα τραγούδια αφού αποφασίζεις να τα βγάλεις προς τα έξω, μετά είναι δικιά τους υπόθεση σε ποια στόματα θα πάνε και πως ακριβώς θα μεταποιηθούν. Έχω ακούσει και εκδοχές της “Πριγκηπέσσας” που είναι τουλάχιστον φαιδρές. Φαίνεται ότι οι νεοέλληνες έχουν υιοθετήσει τη φαιδρότητα ως βάση της κουλτούρας τους». Είναι φαιδροί όμως όταν ακούνε και Μάλαμα; «Και εγώ αστείος είμαι μη νομίζεις. Τσαλαβουτάω στα ίδια νερά, τις ίδιες συναυλίες κάνουμε, στον ίδιο κόσμο απευθυνόμαστε. Είναι μπερδεμένα τα πράγματα. Είναι ένα κοινό που ψάχνει να βρει συνέχεια πράγματα που του αλλάζουν τη συναισθηματική ροή. Μπορεί έτσι ν΄ακονίζει τη χαρά του, την αγωνία του αλλά είναι ένας κόσμος που δεν κοιτάζει μονοσήμαντα στο πρόσωπο του Μάλαμα ή του Καρρά ή της Πάολα. Είναι άνθρωποι που πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε όλα χωρίς να ξέρουν τι ψάχνουν ακριβώς».
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 που δεν ήταν και τόσο μπασταρδεμένη η εποχή είχαμε οικογενειακά βρεθεί μια καλοκαιρινή βραδιά στη Μυρσίνη, ένα ορεινό χωριό στο νότιο Λασίθι. Ο Μάλαμας πρέπει να ήταν στα πρώτα βήματα της δισκογραφίας του. Αν και είχε ένσημα ως μουσικός σε πίστες και πανηγύρια δεν παρουσίαζε ποτέ τα δικά του τραγούδια. «Τα τραγούδια τα έγραφα για προσωπική άσκηση, για παρηγοριά. Έλεγα ότι θα ήθελα ν΄ακούσω το λόγο κάπως έτσι. Μελετούσα ποιητές και έψαχνα την συναισθηματική τους κίνηση. Σαν να μετρούσα τον πυρετό του ανθρώπου που έγραψε τους στίχους». Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι να βρεθεί ο Νίκος Παπάζογλου για να τον βάλει με το ζόρι μέσα στο στούντιο «γιατί είσαι ένα άγριο κατσίκι και το χρειαζόμαστε αυτό» κόντρα στην τάση που υπάρχει στην ελληνική μουσική που επιτάσσει «το αποδεκτό πρέπει να είναι και περιγράψιμο και το περιγράψιμο θα πρέπει να είναι και αποδεκτό». Ας αφήσουμε όμως τα μεγάλα λόγια και να γυρίσουμε στη Μυρσίνη του 1994 όπου αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια θυμάμαι ακόμα τη τσιριχτή φωνή της μάνας μου να φωνάζει «Σωκρααααάααατη» στο διάστημα από το ένα κομμάτι στο άλλο μέχρι αυτός να της απαντήσει «μα τι θέλετε κυρία μου;».
Ο ίδιος γελάει με την ιστορία και διηγείται για το πως κι αυτός πήγαινε με τον πατέρα του στη Στουτγάρδη να δει την Πόλυ Πάνου. Το μαγαζί γκρεμιζόταν, η Πάνου προσπαθούσε να καλύψει τις άκρες των ποδιών της από τα γυαλιά, ο πατέρας του όμως καθόταν αμίλητος και κάπνιζε. «Που και που μου έριχνε μια ματιά σαν να μου λέει “τι κάνουν οι μαλάκες”». Αν και άκουγε πολύ ροκ, Hendrix, Rolling Stones, Zeppelin, τους ώριμους Beatles, τον κέρδισε ο ελληνικός ήχος από τα 45ρια που υπήρχαν στο σπίτι του. Τον προγκάρω ρωτώντας τον του πέρασε ποτέ να γίνει μεγαλύτερος από τα ιερά τέρατα του παρελθόντος. «Αυτό είναι μια αρρωστημένη αντίληψη. Το να θες να ξεπεράσεις ένα έργο που δεν είναι δικό σου. Ο καθένας πρέπει να δρα με τον τσαμπουκά που σου προσφέρει μια κυρία στο σπίτι της, το γλυκό που έφτιαξε με τα χέρια της. Φυσικά και υπάρχει συχνά απεριόριστος θαυμασμός. Θαυμάζω απερίφραστα πολλούς του παρελθόντος μόνο και μόνο για στιγμές. Βλέπω έμπνευση μέσα στην παλιά μας μουσική και ενθουσιάζομαι γιατί σε αυτό ήθελα να φτάσω μερικές στιγμές, στη γειτονιά του αγνώστου. Δεν σε πηγαίνουν εκεί ούτε προσευχές, ούτε μεγάλες προσπάθειες, ούτε τίποτα. Μπορεί να είσαι και ο μεγαλύτερος καριόλης αλλά θα σε χτυπήσει η έμπνευση και θα σου δώσει μια στιγμή».
Φαν Χοχ! Έτσι είναι η ολλανδική προφορά του Βαν Γκογκ. Κάθε όροφος στο μουσείο που φέρει το όνομα του κι έχει μέσα τα σημαντικότερα έργα του δείχνει και μια διαφορετική δημιουργική του περίοδο. Στον τελευταίο όπου είναι και η περίοδος που νοσηλεύεται σε ψυχιατρικό άσυλο η ένταση στα χρώματα είναι δύσκολο να ερμηνευθεί ακόμα και από μελετητές του έργου του. Ξεφεύγει από τα τοπία, τα χρυσάνθεμα, τα πορτρέτα κι εκφράζεται με έντονες αφηρημένες γραμμές. Όπως οι γρίφοι που απομένουν για τη ζωή του. Γιατί έκοψε το αυτί του ύστερα από έναν βίαιο καυγά με τον επίσης μεγάλο ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν; Αυτοκτόνησε ή τον σκότωσαν; Ο Βαν Γκογκ προς το τέλος της ζωή του ζωγράφιζε ένα πίνακα την ημέρα. Πως ξυπνά όλη αυτή η δημιουργία, την ώρα που ελλοχεύει η καταστροφή;
Η αίσθηση αυτή, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, είναι που κάνει και τον Σωκράτη Μάλαμα γοητευτικό. Δεν είναι ο clean cut, παστεριωμένος έντεχνος που εμφανίζεται το βράδυ στη μουσική σκηνή και το πρωί τον βλέπεις να μοιράζει δώρα σε φιλανθρωπικά γκαλά. Κι όλο αυτό χωρίς να είναι ενας rock and roll αμφισβητίας, αλλά ένας κοινωνός της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Όπως οι παλιοί ρεμπέτες…
«Έχω ζήσει συνειδητά μια πορεία που άλλος μπορεί να την αποκαλεί καταστροφή. Και είναι μια πολύ καλή πορεία. Ήταν μια ενδιαφέρουσα διαδρομή. Μου λένε φίλοι μου παλιοί που έχουν πιο ισορροπημένη ζωή που “Α, ρε μπαγάσα Σωκράτη ένα 24ώρο να έμπαινα στη θέση σου.” Δεν νοσταλγώ τίποτα. Μου αρέσει αυτή η φυσική φθορά. Εγώ τις μέρες μου και τις ώρες μου τις έζησα. Και τώρα να μου έλεγες ότι το συμβόλαιο σου έχει λήξει, αποχωρούμε, θα με άφηνες απλά να καπνίσω ένα τσιγάρο και θα φεύγαμε».